Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας, αρχικά των Λατίνων και στη συνέχεια των Τούρκων στα νησιά των Κυκλάδων, φαίνεται πως κάθε νησί ακολούθησε μια ιδιαίτερη πορεία μέσα στο σύνολο. Παρόλο που υπάρχουν κοινά στοιχεία στην οικονομία τους, κάθε νησί αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όταν μια κοινότητα χάσει την ανεξαρτησία και την κρατική αυτονομία της, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να περισώσει την όποια δυνατότητα έχει για εσωτερική ελευθερία και ομαδική συσπείρωση γύρω από κάποια σημεία αναφοράς. Τέτοιο σημείο αναφοράς μπορεί να είναι το σπίτι του – στο οικογενειακό πλαίσιο και κατ’ επέκταση στο ευρύτερο τοπικό πλαίσιο. Με τα προνόμια που έδωσαν οι Οθωμανοί στους νησιώτες ευνοήθηκαν αφ’ ενός η Εκκλησία κι αφ’ ετέρου οι τοπικές κοινότητες και οι αστικές συντεχνίες.
Στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας σημειώνονται μια σειρά εξελίξεων της κοινοτικής ζωής, από την κλειστή περιχαράκωση και ασφάλεια (καστέλια, πύργοι (μπούργκο), γουλάδες, καταφύγια, λοξά καλντερίμια, πυργόμορφα σπίτια, βίγλες κ.λ.π) ως τα ανοιχτά χοροστάσια στ’ αλώνια και τις γιορτές των πανηγύρεων.
Μετά την οικογένεια, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας, η κοινότητα είχε τους δικούς της αρχηγούς (πρωτόγερους, δημογέροντες, κοτζαμπάσηδες) Ο ρόλος της εκάστοτε δημογεροντίας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον στις δύσκολες ώρες του κοινωνικού συνόλου. Πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στους ώμους της εκκλησίας και κυρίως της ανεπίσημης. Η κοινότητα απασχολούσε ντελάληδες, βιγλιάρηδες, νυχτοφύλακες, δραγάτες, λογαριαστάδες. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η ορολογία των κοινοτικών ενεργειών και εισφορών, όπως το «ψυχομέτρι» (= απογραφή), η λόντζα (=γενική συνέλευση), η μάννα (=κτηματολόγιο), η φέρτα (=εισφορά για τον ιερέα).
Τα έθιμα της αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, τόσο στις οικογενειακές όσο και σε άλλες περιστάσεις, είναι από τις πιο συγκινητικές εκδηλώσεις των μελών μιας κοινότητας. Θέρος, τρύγος (βεντέμα), συγκομιδή άλλων καρπών, χτίσιμο σπιτιού και περισσότερο εκκλησίας, ανασύσταση κοπαδιού, αρδεύσεις και κατασκευή περιφράξεων, δρόμων γίνονταν με πρόθυμη συμμετοχή όλων, που κάποτε την κήρυσσε μετά τη λειτουργία ο παπάς. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι γνωστές με ποικίλα ονόματα: ξέλαση, ληλοβόηθο, αντοβόηθο, δανεικαριά, παρασπόρι, αγγαρειά. Στο τέλος κάθε εργασίας ακόμα και οι πιο φτωχοί «βοηθούμενοι» εξασφάλιζαν στους «βοηθούντες» το απαραίτητο κρασί και φαγητό για να τους περιποιηθούν. Με τη σειρά τους οι «βοηθούντες» θεωρούν καθήκον τους να τραγουδήσουν και να ευχαριστήσουν με στίχους τους «βοηθούμενους». Καταλήγει έτσι η αλληλοβοήθεια σε ένα συμπόσιο αγάπης.
Συγκεντρώσεις αλληλεγγύης αποτελούν και τα νυχτέρια ή αποσπερίδια σε συγγενικά ή γειτονικά σπίτια του χωριού, στα οποία μαζεύονταν και βοηθούσαν στις οικιακές δουλειές περισσότερο οι γυναίκες. Δουλειές όπως η προετοιμασία φαγητών για τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, ετοιμασία γάμου, ξάσιμο μαλλιού, ύφανση, κέντημα, γίνονταν τις περισσότερες φορές ομαδικά.
Από την οργάνωση των επαγγελματιών της πρώτης μετατουρκικής κοινωνίας δημιουργήθηκε η νέα αστική ζωή του Ελληνισμού, τόσο στην ίδια την οθωμανική κοινωνία όσο και στην άλλη, τη διεθνή. Τα δημιουργικά στοιχεία, όσο και τα παράγωγα από την οργάνωση σε συντεχνίες έχουν πολλαπλό ενδιαφέρον.
Ο αμπελώνας της Σαντορίνης είναι πανάρχαιος, με πανάρχαιες ποικιλίες. Τα ευρήματα που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές της προϊστορικής πόλης του Ακρωτηρίου, όπως μας βεβαιώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και προϊστάμενος των ανασκαφών στο Ακρωτήρι, ο κύριος Ντούμας, αποτελούν άμεσες μαρτυρίες για την καλλιέργεια στην Θήρα (Σαντορίνη), τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα προ Χριστού. Ο προϊστορικός αυτός αμπελώνας, καταστράφηκε με τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, γύρω στα 1.620 προ Χριστού.
Ο αμπελώνας στο νέο ηφαιστειακό έδαφος, ξαναδημιουργείται μαζί με την εκ νέου κατοίκηση του νησιού γύρω στα 1200π.Χ. Δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίσουμε τον αμπελώνα της Σαντορίνης, αμπελώνα “ηλικίας τριών χιλιάδων ετών”, δεδομένου ότι από τότε μέχρι σήμερα, καλλιεργείται χωρίς διακοπή, ενώ το αμπέλι και ο οίνος βρίσκονται εδώ και αιώνας στον πυρήνα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του νησιού.
Τα κλήματα είναι αυτόρριζα (δεν καταστράφηκαν από την επιδημία της φυλοξήρας), ηλικίας πάνω από πενήντα ετών. Η ανανέωσή του από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας, γίνεται με τον ίδιον τρόπο, που είναι, η τεχνική με “καταβολάδι”. Δηλαδή, στη θέση του κλήματος που πέθανε, τοποθετείται ένα κλαδί, το οποίο ο αμπελουργός το παίρνει από το διπλανό κλήμα, αφού το βάλει πρώτα στο έδαφος, σε βάθος περίπου τριάντα εκατοστών.
Το νέο αυτό κλήμα, τα πρώτα χρόνια τρέφεται από τη “μητέρα αμπελιά” και μετά 3-5 χρόνια, το οποίο έχει κάνει δικές του ρίζες, αποκόπτεται από το κλήμα στο οποίο ανήκει το κλαδί και έτσι δημιουργείται το νέο κλήμα. Βέβαια, για να εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος ανανέωσης, θα πρέπει ο αμπελώνας να είναι αυτόρριζος και να μη κινδυνεύει από την επιδημία της φυλοξήρας.
Το ιδιαίτερο έδαφος της Σαντορίνης που προστάτεψε τον αμπελώνα από την επιδημία της φυλοξήρας, με συνέπεια τα κλήματα να είναι από τα λιγοστά αυτόρριζα μέσα στον παγκόσμιο αμπελώνα, η ηλικία του αμπελώνα που είναι πάνω από 3.000 ετών, η ηλικία των κλημάτων που είναι πάνω από πενήντα ετών, το μοναδικό κλάδεμα καθώς και οι μοναδικές πανάρχαιες ποικιλίες, καθιστούν όλα τα παραπάνω, τον αμπελώνα της Σαντορίνης, έναν αμπελώνα ιστορικό, ένα αμπελώνα Μουσείο. Ο αμπελώνας αυτός πέρα από την ιστορική του διάσταση, είναι ένας αμπελώνας που σήμερα δίνει κρασιά μοναδικά, κρασιά υψηλής ποιότητας, τα οποία παλαιώνοντας, εκφράζουν αυτή την ιδιαίτερη γη της Σαντορίνης, αυτό το μοναδικό.