Η μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ)
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 480 π.Χ.
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
Οι Έλληνες ανά τους αιώνες έχουν ευτυχήσει πολλές φορές να κάνουν την ανθρωπότητα να μιλά με θαυμασμό για τα κατορθώματά τους. H σύγχρονη εποχή βρίθει παραδειγμάτων, με προφανέστερο την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων ενάντια στις ορδές του Άξονα, το Αλβανικό έπος και τη μάχη της Κρήτης. Όμως, η κορυφαία στιγμή της Ελληνικής γενναιότητας έλαβε χώρα σε εποχές πολύ μακρινές, όταν οι Πέρσες, η μεγαλύτερη Αυτοκρατορία του 5ου και 6ου αιώνα π.X. και μία από τις μεγαλύτερες της ιστορίας, αποφάσισαν ότι επιθυμούν να προσθέσουν και τους Έλληνες στους λαούς που ζούσαν υπό το κράτος τους…
Oι Περσικοί πόλεμοι, όπως έμειναν στην ιστορία, σημαδεύτηκαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, από μία ήττα: 300 Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα, μαζί με 700 Θεσπιείς, υπερασπίστηκαν τα στενά των Θερμοπυλών από τις ορδές του Ασιάτη εισβολέα, πέφτοντας μέχρι ενός και δίνοντας ένα αιώνιο παράδειγμα αφοσίωσης, πατριωτισμού, γενναιότητας και αυταπάρνησης. Είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από τότε που οι Πέρσες άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους στη Δύση, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τις δύο πρώτες αποτυχημένες απόπειρες της Περσικής Αυτοκρατορίας να επεκτείνει τα σύνορά της.
H Σκυθική εκστρατεία (513 π.X.), που κατέληξε σε πανωλεθρία παρότι οι Πέρσες δεν πολέμησαν καν εκ παρατάξεως με τους Σκύθες, καθώς και η διπλή αποτυχημένη απόπειρα εισβολής στην Ελλάδα (η πρώτη κατά το 492 π.Χ. κατέληξε στην καταστροφή του στόλου του Μαρδόνιου στο ακρωτήριο του Άθω, η δεύτερη κατά το 490 π.Χ. στην απόκρουση του στρατεύματος του Δάτη και του Αρταφέρνη στο Μαραθώνα) ήταν οι πρώτες ουσιαστικά αποτυχίες των πανίσχυρων Περσών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή περνούσαν σαν «οδοστρωτήρας» επάνω από έθνη και βασίλεια.Tον Δαρείο, έργο του οποίου ήταν οι παραπάνω προσπάθειες, διαδέχτηκε ως «Βασιλεύς των Βασιλέων» (Shahanshah) ο γιος του Ξέρξης, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να κυριεύσει τον Ελληνικό χώρο και να τον προσθέσει στις κτήσεις της Αυτοκρατορίας.
O προκάτοχός του είχε αρχίσει ήδη πολεμικές προετοιμασίες – στρατολόγηση, ναυπήγηση στόλου, προετοιμασία αποθηκών εφοδιασμού και φυσικά διπλωματικές προσπάθειες – και ο Ξέρξης δεν είχε παρά να συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο. Μετά από χρόνια προετοιμασίας, το 480 π.X., ένα τεράστιο στράτευμα, το μεγαλύτερο που είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε, ξεκίνησε από τη Μικρά Aσία και περνώντας μέσω του Ελλήσποντου εισήλθε στην Ευρώπη, ανοίγοντας την τελευταία πράξη του δράματος.ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ
Από πολιτική άποψη στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ένα «έθνος» αλλά ένα πλήθος πόλεων-κρατών, η καθεμία από τις οποίες προστάτευε ζηλότυπα την αυτονομία της. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν προηγηθεί αρκετές συζητήσεις σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη (από την πλευρά των αρχαίων Ελλήνων) της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία που αυτοί ανέπτυξαν σχετικά (οι αναφορές εδώ στους όρους Έλλην, βάρβαρος, έθνος, εθνότητα, εθνικότητα δεν έχουν εθνολογικό χαρακτήρα, καθώς δεν μπορούν να τεθούν με τους σύγχρονους όρους.
Αυτονόητη είναι η καταχρηστική τους χρήση, καθώς δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις σύγχρονες έννοιες περί έθνους στην αρχαιότητα). Η E. Hall προχώρησε σε μία κατηγοριοποίηση των τεσσάρων κύριων υποθέσεων:
1) Οι έννοιες του Έλληνος και του βαρβάρου προϋπήρχαν της ολοκλήρωσης της «Ιλιάδος».
2) Η εμφάνιση των δύο εννοιών ήταν ταυτόχρονη και αφετηρία της κάποια στιγμή μεταξύ του ογδόου και του ύστερου έκτου αιώνος.
3) Οι Περσικοί πόλεμοι δημιούργησαν μία συλλογική πανελλήνια ταυτότητα.
4) Μολονότι προϋπήρχε μία αίσθηση εθνότητας στην αρχαϊκή περίοδο, η πόλωση μεταξύ Ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε ύστερα από τους Περσικούς πολέμους.
Η Ελληνική πρόσληψη του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορία των γεγονότων. το πρώτο κύριο γεγονός ήταν οι Περσικοί πόλεμοι, χωρίς να αποτελούν και τη μοναδική αιτία αυτής της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και την αύξηση της συνείδησης του βαρβάρου. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η εικόνα των βαρβάρων ως μίας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση περί απίστευτου πλούτου των ανατολικών μοναρχιών- προϋπήρχαν των Περσικών πολέμων.
Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων – βαρβάρων -συγκεκριμένα η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού- δεν είχαν τονισθεί πριν από αυτήν τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί πόλεμοι οργάνωσαν στερεότυπα για την ανατολή, οξύνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της Ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού και της Δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην Ελληνική ανωτερότητα.
Η Ελληνοπερσική πόλωση είχε ξεκάθαρα Αθηναϊκά χαρακτηριστικά. οι Πέρσες που ήλθαν στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. είχαν ως σύμβουλο / οδηγό τους τον εξόριστο τύραννο Ιππία. Η συνακόλουθη ανάπτυξη του αντιβαρβαρικού συναισθήματος στην Αθηναϊκή φαντασία σημειώθηκε παράλληλα με τη δαιμονοποίηση των Αθηναίων τυράννων του 6ου αιώνα, τους Πεισιστρατίδες, και την ανάπτυξη μιας αυτοσυνειδητοποιημένης δημοκρατικής ιδεολογίας.
Ως το 500 π.Χ., ένα βασικό τμήμα του αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων δεν βασιζόταν σε κάποια κοινή πανελλήνια αίσθηση μιας συλλογικής ταυτότητας. Με πολιτικούς όρους, οι Έλληνες είχαν μια αποκλειστική υποχρέωση απέναντι στην πόλιν, στην οποία αυτοί και μόνο είχαν δικαίωμα να ανήκουν ως πλήρη μέλη της (πολίται). Με την έννοια αυτή, Έλληνες που ανήκαν σε διαφορετικές Ελληνικές πόλεις ήταν το ίδιο ξένοι, ως προς την πρόσληψη του άλλου, όσο και οι μη Έλληνες. Οι Περσικοί πόλεμοι μετέβαλαν το τοπίο ως ένα βαθμό, αρκετά όμως ώστε να δημιουργήσουν τη δεύτερη παράμετρο που θα καθόριζε την αρνητική εικόνα του βαρβάρου.
Έκτοτε, το να είναι κάποιος Έλληνας απέκτησε και μία πολιτική χροιά, η οποία προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιδεολογικο-πολιτιστική. Αυτό το παράδειγμα μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης απέκτησε σύντομα μια γλωσσική έκφραση – αναπόφευκτα, καθώς για τους Έλληνες η γλώσσα αποτελούσε ένα κριτήριο και όχι απλά μία ένδειξη για την εθνική ταυτότητα κάποιου. Οι μη Έλληνες μετετράπησαν τώρα σε βαρβάρους και οι βάρβαροι εύκολα θεωρήθηκαν βαρβαρικοί.
Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων τροφοδότησε τον Ηρόδοτο με το θέμα του· απετέλεσε, επίσης, την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο πλευρών στη μορφή «Ελληνική ελευθερία – βαρβαρικός ανατολικός δεσποτισμός», η οποία οδήγησε τον Ηρόδοτο στην έκθεση της «Ιστορίης» του. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι ο Ηρόδοτος δεν ήταν υπεράνω της έρευνας αυτής της πολωτικής διχοτόμησης, δεν ήταν και ο μυθολόγος μιας επίσημης Ελληνικής εικόνας.
Ήταν αντικειμενικός, κυρίως εξαιτίας της κανονιστικής πολιτιστικής σχετικότητάς του, που είχε γεννηθεί από τη συμπάθεια που είχε προς το κίνημα των σοφιστών, των οποίων το κέντρο ήταν η πόλη των Αθηνών. Για το μέσο Έλληνα, όπως και για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές, αυτό το οποίο ο πολιτισμός του πίστευε ως δεδομένο ήταν φυσιολογικό και το φυσιολογικό ήταν σωστό. Απαιτείτο, επομένως, μία εξαιρετικά ισχυρή αυτοπεποίθηση, όσον αφορά στη διανόηση, για να σταθεί κάποιος κριτικά απέναντι στην καθημερινότητά του και να αμφισβητήσει ότι τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα ήταν εξ ορισμού υποδεέστερα και ανάξια λόγου.
Την εποχή που ο Ηρόδοτος καταγράφει την «Ιστορίη» του έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Ελλάδα η διαδικασία της διαμόρφωσης του «άλλου» και της επινόησης του «βαρβάρου» ως ομογενοποιημένου στερεότυπου, εξαιτίας ακριβώς της περιφανούς νίκης των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες εισβολείς. Για το λόγο αυτό, η στάση του απέναντι στο ξένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Ο Ηρόδοτος περιγράφει μία, με ακρίβεια καθορισμένη, εικόνα της οικουμένης και των κατοίκων της. Τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών ποικίλλουν και παρουσιάζουν διαφορές από τα αντίστοιχα ελληνικά, σε ορισμένες δε περιπτώσεις οι διαφορές αυτές είναι ακραίες.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην περιγραφή του Ηροδότου παίζουν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των άλλων λαών. Υπάρχει ένας βασικός τρόπος περιγραφής αυτών, βασισμένος στο φαινότυπο, στο χρώμα του τριχωτού μέρους της κεφαλής, στα στολίδια του και τα είδη ένδυσης. Ο Ηρόδοτος γνωρίζει αυτές τις κατηγορίες. Στη μεγάλη παρέλαση του στρατού του Ξέρξη, η στολή και ο οπλισμός ήταν τα σημαντικότερα σημάδια αναγνώρισης και εθνικής ταύτισης του κάθε Συντάγματος.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν κριτήριο εθνογραφικού προσδιορισμού των ξένων λαών. Αυτός καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής τους (ή την έλλειψη αυτών). Όπως έγραψε ένας Πολωνός δημοσιογράφος, «η σπουδαιότερη ανακάλυψη του Ηροδότου είναι ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι και ότι καθένας είναι διαφορετικός. Και πρέπει να τους γνωρίσεις, γιατί αυτοί, οι άλλοι κόσμοι, οι άλλοι πολιτισμοί, είναι καθρέφτες, μέσα στους οποίους κοιτάζουμε τον εαυτό μας και αυτό που αντιπροσωπεύουμε».
Αυτόν τον καθρέφτη υψώνει ο Ηρόδοτος στους αποδέκτες του (Έλληνες ακροατές ή αναγνώστες του), εγκαινιάζοντας την περίφημη τα τελευταία χρόνια ρητορική της ετερότητας. Μέσα από αυτήν, παρουσιαζόταν στους Έλληνες μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες αλλά όχι πανομοιότυπες εικόνες του βάρβαρου «άλλου», στην προσπάθεια να αναγνωριστεί η «Ελληνική ταυτότητα». Πρόκειται για τους περίφημους βαρβαρικούς λόγους του, δηλαδή εθνογραφικές περιγραφές λαών, όπως οι Πέρσες.
Εμφανώς προβάλλεται αυτή η εικόνα της βασικής κατάστασης αγριότητας, μέσω των προαναφερθέντων παραδειγμάτων. Στην «Ιστορία» του υπάρχει συνέχεια το θέμα της ετερότητας: το «εμείς» από τη μία, δηλαδή οι Έλληνες, και το «αυτοί» από την άλλη, μολονότι το πλαίσιο διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο. Ακόμη και όταν το «εμείς» δεν είναι άμεσα παρόν, παρ’ όλα αυτά υπάρχει αδιόρατα. οι εθνογραφικοί λόγοι του Ηροδότου είναι ένας έμμεσος τρόπος να εστιάσει το Ελληνικό ακροατήριό του στο «εμείς».
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία του ως και την αρχή του πέμπτου καθορίζει την Ελληνικότητα προβάλλοντας το βαθμό διαφορετικότητας των άλλων. Ως Έλληνας ενδιαφερόταν ορισμένες φορές να εξηγήσει τις διαφορές, παρά να περιγράψει τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά. Οι Έλληνες σύγχρονοί του, βέβαιοι για την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως υπεροπτικά τους ξένους λαούς. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος, παρά τη -φυσιολογική- εθνοκεντρική του τάση, δεν παρασύρεται σε μία αφ’ υψηλού αντιμετώπιση αυτής της αγριότητας.
Η ανθρωπολογική οπτική του, σε σχέση με την ιστορική μέθοδο και την εθνογραφική ερμηνεία που χρησιμοποίησε, απεικονίζεται ξεκάθαρα στο τρίτο του βιβλίο, όταν περιγράφει το ακόλουθο ανέκδοτο: όταν ο μέγας Βασιλεύς, Δαρείος Α΄ (522 – 486 π.Χ.), κάλεσε στα Σούσα, τη βασιλική πρωτεύουσα, μερικούς Έλληνες και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καταβροχθίσουν τους νεκρούς γονείς τους, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι κανένα ποσό στον κόσμο δεν θα τους οδηγούσε σε μία τόσο αποτρόπαιη πράξη.
Δεν θα δέχονταν ποτέ να φάνε, και να μην κάψουν, τους νεκρούς τους. Αφού οι Έλληνες καλεσμένοι τού απάντησαν, ο Δαρείος κάλεσε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι είχαν το έθιμο να τρώνε τους νεκρούς τους. Επανέλαβε το ερώτημα, παρουσία των Ελλήνων, αντιστρέφοντας την πρακτική: με πόσα χρήματα θα δέχονταν να κάψουν, αντί να φάνε, τους νεκρούς γονείς τους. Οι Ινδοί αντέδρασαν με ακόμη μεγαλύτερη φρίκη και αποτροπιασμό στην πρόταση αυτή.
Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και ο ίδιος, ως Έλληνας, την απέχθειά του απέναντι στην Ινδική ταφική πρακτική, χειραγωγώντας με τον τρόπο αυτό και το Ελληνικό του ακροατήριο (ή αναγνωστικό κοινό). Δεν το κάνει, όμως. Αντ’ αυτού, παραθέτει ένα στίχο του Πινδάρου (νόμον πάντων βασιλέα φήσας είναι), δηλώνοντας με τον έμμεσο αυτόν τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι, κυβερνώνται από το έθιμο (νόμος) και πιστεύουν πως οι δικές τους συνήθειες είναι καλύτερες και ανώτερες από εκείνες των υπολοίπων.
Τα ήθη και έθιμα όχι μόνο σημειώνονται εμφαντικά σε όλο το έργο του Ηροδότου, αλλά, επιπλέον, στο επεξηγηματικό σχήμα του ιστορικού φαίνεται να εξηγούν σχεδόν τα πάντα. Παρ’ όλα αυτά, τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο αντίθετο προς τα αντίστοιχα της γεωγραφίας και του φυσικού περιβάλλοντος, ως τμήμα μιας ιστορικής εικόνας, στην οποία ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει μικρότερη σημασία.
Στο παράδειγμα με τους Έλληνες και τους Ινδούς και τη μεταχείριση των νεκρών τους, όταν γράφει ότι ο νόμος είναι βασιλιάς όλων, φαίνεται να υπονοεί μία εναλλακτική άποψη: μήπως ο νόμος αντιτίθεται σε κάτι άλλο; Παραθέτει το απόσπασμα από τον Πίνδαρο στο τέλος της εξιστόρησης, γεγονός που μπορεί να αποτελεί και το καταφύγιο στην παραδοσιακή άποψη. Ωστόσο, όχι μόνο δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη φράση με διαφορετική έννοια από τον Πίνδαρο, αλλά και η φράση αυτή καθ’ εαυτή για την εξουσία του νόμου φαίνεται να ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στα τέλη του 5ου αιώνα.
Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΑΚΤΗΣ
Tο σύνολο των πληροφοριών μας σχετικά με την Περσική κατοχή της Ιωνίας αντλείται από τον Ηρόδοτο και τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 547 – 544 π.Χ. Η νίκη των Περσών κατά των δυνάμεων του Κροίσου (547 π.Χ.) ήταν ομολογουμένως μία μεγάλη ανατροπή του status στη Μικρά Ασία. Οι Ίωνες βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και βίωσαν πρώτοι τις συνέπειες της αλλαγής: σχεδόν το σύνολο των παραλίων Ιωνικών πόλεων υποτάχθηκε με τη βία.
Εξαίρεση στους επαχθείς όρους υποταγής απετέλεσε η κραταιά Μίλητος, η οποία έπεισε τους Πέρσες να δεχθούν την ανανέωση της συνθήκης που είχε συνάψει η πόλη με τους Λυδούς. Ίσως, η ευνοϊκή αντιμετώπισή της να οφείλεται στην άρνησή της να παρασυρθεί στον αντιπερσικό αγώνα του Λυδού Πακτύη, πρώην βασιλικού θησαυροφύλακα του Κροίσου, ο οποίος ξεσηκώθηκε εναντίον του Κύρου αμέσως μετά την αποχώρηση των κύριων Περσικών στρατιωτικών δυνάμεων το 546 π.Χ.
Με τους θησαυρούς τού πάλαι ποτέ κραταιού Λυδού μονάρχη, ο Πακτύης κατόρθωσε να κινητοποιήσει Λυδούς και Έλληνες της Ιωνίας, οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τις Σάρδεις, στις οποίες είχε απομείνει μία μικρή Περσική φρουρά. Η αποτυχία του όλου εγχειρήματος και η τιμωρία των υπαιτίων συνοδεύτηκαν από τη συστηματική ερήμωση των Ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας.
Η φιλοπερσική στάση της Μιλήτου στην εξέγερση του Πακτύη θα πρέπει να οφείλεται στους Μηδίζοντες πολιτικούς της, για τους οποίους δυστυχώς δεν γνωρίζουμε κάτι. παράλληλα, ιδρύθηκαν δύο νέες σατραπείες, της Λυδίας – Ιωνίας στον νότο (νομός Λύδιος και νομός Ιωνικός) και του Δασκυλείου στον Βορρά (νομός Φρύγιος), στις οποίες εντάχθηκαν οι Έλληνες της Ιωνίας και της Αιολίδος. Οι έδρες των Περσών Σατραπών βρίσκονταν στις Σάρδεις και τη Μαγνησία στον Μαίανδρο, αντίστοιχα.
Σχετικά με την ανάμιξη των Περσών στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελληνικών πόλεων δεν γνωρίζουμε κάτι από τις πηγές. Προφανώς, δεν υπήρχαν αντιπερσικές τάσεις, καθώς ακόμη και ο φόρος που πλήρωναν οι πόλεις στους Πέρσες ήταν μικρότερος από εκείνον που απέδιδαν στους Λυδούς. Ως αποτέλεσμα, παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα που επιθυμούσαν διακαώς να διασφαλίσουν τη θέση τους στις πόλεις τους προσέβλεπαν στην περσική υποστήριξη, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν υπερβολική τοπική αντίσταση.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Σπάρτη κυριαρχούσε στη Λακωνία και, με την πάροδο των ετών, στη Μεσσηνία μέσω κατακτήσεων. Η Αθήνα κυριαρχούσε στην αττική παραχωρώντας το δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της. οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις – κράτη παρέμειναν κατά πολύ μικρότερες και η Σπάρτη με την Αθήνα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όρια πέραν των οποίων δεν μπορούσαν να επεκταθούν.
Ωστόσο, οι πόλεις – κράτη θεώρησαν πρόσφορη τη σύναψη διαφόρων ειδών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ τους και υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης μεγαλύτερων συνόλων, εφόσον δεν καταπιεζόταν πλήρως η ανεξαρτησία των πόλεων – κρατών οι οποίες απάρτιζαν αυτά τα σύνολα. Θρησκευτικές ενώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν, όπως η Αμφικτιονία εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς.
Σε ορισμένες περιοχές, όπου καμία πόλη – κράτος δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο της Σπάρτης και της Αθήνας, γειτονικές πόλεις απώλεσαν τμήμα της ανεξαρτησίας τους, σχηματίζοντας ένα ομόσπονδο κράτος. Η Σπάρτη, όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τις προσπάθειες επέκτασής της προς τα βόρεια κατά τον 6ο αιώνα, ξεκίνησε την ένωση με άλλες πόλεις – κράτη μέσω συμμαχιών, στις οποίες αυτή ήταν στην ουσία (αν όχι θεωρητικά) ο ισχυρότερος εταίρος, και στα τέλη του αιώνα προσέδωσε σε αυτή την ομάδα των συμμάχων της την οργανωτική δομή που αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Η Σπάρτη συνήψε μία σειρά συνθηκών με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. οι συνθήκες ενδεχομένως περιείχαν μία ρήτρα που καθόριζε ότι οι συμβαλλόμενοι θα έπρεπε «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους», η οποία κατέληξε να αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο έκφρασης της πλήρους επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. Μία ρήτρα αυτού του είδους δεν σήμαινε απαραίτητα την υποταγή της μίας πόλης στην άλλη, αλλά, εάν στη διατύπωση λεγόταν ότι η άλλη πόλη θα έπρεπε να έχει κοινούς φίλους και κοινούς εχθρούς με τη Σπάρτη, κάποιοι φιλόδοξοι Λακεδαιμόνιοι ίσως να σκέφτονταν ότι η Σπάρτη θα μπορούσε να αποφασίζει ποιοι θα ήταν οι φίλοι και οι εχθροί.
Σε ένα επεισόδιο του 506 π.Χ. περίπου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης φαίνεται απλά να δίνει διαταγές· μετά την αποχώρηση της Κορίνθου και του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, αποφασίστηκε ότι στο μέλλον μόνον ένας βασιλιάς θα συμμετείχε σε κάθε εκστρατεία και η Σπάρτη οργάνωσε τους συμμάχους της στη λεγόμενη από τους σύγχρονους μελετητές Πελοποννησιακή Συμμαχία, μέσω της οποίας θα δέχονταν εκ των προτέρων συμβουλές, αλλά θα δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας.
Εκείνη την περίοδο η Συμμαχία αναφερόταν ως «οι Πελοποννήσιοι» ή «οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους». Μπορούμε να δούμε τη Συμμαχία σε λειτουργία περίπου το 504 π.Χ., όταν η Σπάρτη εισηγήθηκε την αποκατάσταση του πρώην τυράννου Ιππία στην Αθήνα, στο κείμενο του Ηροδότου που ακολουθεί: Οι Σπαρτιάτες αναζήτησαν το γιο του Πεισίστρατου, τον Ιππία από το Σίγειο, στον Ελλήσποντο και, όταν απάντησε στην πρόσκλησή τους, κάλεσαν αγγελιαφόρους από τις υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν: «Σύμμαχοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πράξαμε ορθά.
Παρακινημένοι από ψεύτικους χρησμούς,διώξαμε από τη χώρα τους άνδρες που ήταν οι πιο κοντινοί μας φίλοι και που θα έκαναν την Αθήνα υποτελή μας και, αφού τους διώξαμε, παραδώσαμε την πόλη στον αχάριστο δήμο, ο οποίος, αφού κέρδισε την ελευθερία του και ύψωσε τ’ ανάστημά του χάρη σε μας, έδιωξε με τον πιο προσβλητικό τρόπο εμάς και το βασιλιά μας. Γι’ αυτόν το λόγο καλέσαμε εδώ τον Ιππία και εσάς από τις διάφορες πόλεις, έτσι ώστε μετά από κοινή διαβούλευση και συνδυασμένη επιχείρηση να τον εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και συνεπώς να πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας».
Αυτά λοιπόν έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά η πλειοψηφία των συμμάχων δεν συμφωνούσε με το επιχείρημά τους. Οι υπόλοιποι δεν σηκώνονταν να μιλήσουν, αλλά ο Σωκλής από την Κόρινθο μίλησε ως εξής: «…Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο απεσταλμένος των Κορινθίων. Ο δε Ιππίας τού απάντησε, καλώντας τους ίδιους θεούς για μάρτυρες, ότι οι Κορίνθιοι περισσότερο από κάθε άλλον θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, τότε που θα τους ταλαιπωρούν οι Αθηναίοι, και απάντησε μιας και ήταν άνθρωπος που είχε βαθιά γνώση των χρησμών.
Οι υπόλοιποι σύμμαχοι στην αρχή ήταν βουβοί, αλλά, όταν άκουσαν τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, όλοι τους εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους στη γνώμη του Κορίνθιου και κάλεσαν τους Λακεδαιμόνιους να μην προβούν σε τίποτα το ριζοσπαστικό απέναντι σε ελληνική πόλη. Ετσι έκλεισε το θέμα αυτό».
ΑΘΗΝΑ – ΤΥΡΑΝΝΟΙ
Οι Πεισιστρατίδες
Η Αθήνα αυτήν την περίοδο χαρακτηρίζεται από την τυραννίδα των Πεισιστρατιδών. Για την Αθηναϊκή δυναστεία των Πεισιστρατιδών διαθέτουμε πολύ πιο πλούσιες και ακριβείς πληροφορίες. Ανατρέχοντας και πάλι στον Ηρόδοτο, αναφέρεται κάποιος μύθος για μια επίφοβη γέννηση που ένας οιωνός φανέρωσε σε κάποιον Ιπποκράτη. Αυτός δεν έδωσε σημασία και απέκτησε γιο, τον πεισίστρατο, που έγινε τύραννος των Αθηνών. Στη συνέχεια, ο ιστορικός αναλύει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αττική, όπου συγκρούονταν δύο παρατάξεις:
1) Οι παράλιοι με αρχηγό τον Αλκμεωνίδη Μεγακλή και
2) Οι Πεδιακοί με αρχηγό τον Λυκούργο.
Ο Πεισίστρατος επενέβη στη σύγκρουση ως επικεφαλής των ορεινών (υπερακρίων) και, για να καταλάβει την εξουσία, μηχανεύτηκε τα εξής: αυτοτραυματίστηκε, ισχυρίστηκε πως του επιτέθηκαν οι εχθροί του για να τον σκοτώσουν και έπεισε τη συνέλευση να του επιτρέψει να έχει σωματοφύλακες οπλισμένους με ρόπαλα.
Με τη βοήθειά τους κατέλαβε την ακρόπολη και αυτοανακηρύχθηκε τύραννος. μεταγενέστερες πηγές αποδίδουν χωριστές ιδεολογίες στις τρεις φατρίες, σε γλώσσα η οποία είναι αναμφίβολα αναχρονιστική, στην οποία όμως υποβόσκουν αληθινά στοιχεία (σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλουμε ότι ο Πεισίστρατος προβλήθηκε ως υπερασπιστής των μη προνομιούχων): Οι φατρίες ήταν τρεις: μία των κατοίκων των ακτών, με επικεφαλής τον Μεγακλή, γιο του Αλκμέωνα, οι οποίοι φαίνονταν ότι επεδίωκαν τη μέση μορφή του πολιτεύματος.
Η δεύτερη των κατοίκων των πεδιάδων, οι οποίοι επιζητούσαν την ολιγαρχία. Αρχηγός τους ήταν ο Λυκούργος. Η τρίτη ήταν εκείνη διακρίων (η λοφώδης περιοχή στα Βα της Αττικής. Ωστόσο, το όνομα που δίνει ο Ηρόδοτος για την τρίτη φατρία είναι πιθανόν το σωστό), των οποίων ηγέτης ήταν ο Πεισίστρατος, ένας άνδρας που θεωρούνταν κατεξοχήν φίλος του λαού (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία). Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, αν και ο Ηρόδοτος λέει ότι συμπεριφέρθηκε καλά. ετσι, πριν περάσει πολύς καιρός εκδιώχθηκε από μια συντονισμένη ενέργεια των δύο άλλων κομμάτων.
Μόλις απομακρύνθηκε, τα δύο άλλα κόμματα άρχισαν τις διαμάχες μεταξύ τους και ο Μεγακλής, που αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες, έφερε τον Πεισίστρατο πίσω ως τύραννο, με την προϋπόθεση αυτός να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή. Το σχετικό χωρίο από τον Ηρόδοτο αποκαλύπτει το βαθιά προσωπικό χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες και τον ασήμαντο ρόλο που έπαιζαν οι πολιτικοί θεσμοί στην οργάνωση της εξουσίας.
Το τέχνασμα με το οποίο οι δύο σύμμαχοι έπεισαν τους Αθηναίους να δεχτούν την επιστροφή του Πεισιστράτου ήταν τόσο απλοϊκό, ώστε να προβληματίζει τον Ηρόδοτο γιατί φαινόταν ασυμβίβαστο με τη μεταγενέστερη φήμη των Αθηναίων για την ευφυΐα τους. Ο Πεισίστρατος παντρεύτηκε την κόρη του Μεγακλή, αλλά η συμμαχία δεν κράτησε πολύ. Μετά τη ρήξη με τον Μεγακλή, ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αττική για μεγάλο χρονικό διάστημα. για περισσότερο από δέκα χρόνια συγκέντρωνε τις δυνάμεις του.
Βάση του ήταν η ερέτρια κι έτσι είναι αναμφισβήτητο πως με τη βοήθεια των ερετριέων, που διέθεταν πολλές αποικίες στον Βορρά, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Ραίκηλο και έπειτα στην περιοχή των μεταλλείων αργύρου της Θράκης. Στην τρίτη απόπειρά του να γίνει τύραννος, ο Πεισίστρατος, επωφελούμενος από τις διαμάχες των αριστοκρατικών φατριών, κατέλαβε την Ακρόπολη αφού εκμεταλλεύτηκε το κύρος που είχε αποκτήσει στην επαφή του με το δήμο, ο οποίος όμως δεν συμμετείχε διόλου στο εγχείρημα.
Ενώ τώρα, έντεκα χρόνια αργότερα, καθώς προχωρεί εναντίον των Αθηνών επικεφαλής στρατού, δέχεται βοήθεια από τους χωρικούς και συγκρούεται με τους κατοίκους της πόλης, που στο σύνολό τους είναι εναντίον του. Αυτή τη φορά λοιπόν δεν πρόκειται για ανταγωνισμό των αριστοκρατικών, αλλά των κοινωνικών ομάδων: από τη μια, οι άνθρωποι των δήμων, οι χωρικοί, και από τη άλλη οι αριστοκράτες που ζουν στην πόλη, έστω κι αν οι περιουσίες τους είναι ουσιαστικά κτηματικές.
Κύριος πια της εξουσίας, ο Πεισίστρατος συνιστά και στις δύο παρατάξεις να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να αφήσουν τις υποθέσεις της πόλης στα χέρια του. Η εξουσία του στηρίχτηκε τόσο στα μισθοφορικά στρατεύματα όσο και στα έσοδα από τα μεταλλεία στο Παγγαίο. Πιθανόν να δήμευσε και τις περιουσίες των αντιπάλων του που είχαν πάρει το δρόμο της εξορίας. Αυτοί οι σημαντικοί πόροι επέτρεψαν στον Πεισίστρατο να βοηθήσει τους φτωχούς χωρικούς. Πέθανε γέρος το 527 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Ιππίας, η διακυβέρνηση του οποίου ήταν το ίδιο ειρηνική ως το 514 π.Χ.
Οπότε δολοφονήθηκε ο αδελφός του Ιππαρχος από τους συνωμότες αρμόδιο και Αριστογείτονα, που αργότερα τιμήθηκαν ως τυραννοκτόνοι. Τον επόμενο χρόνο, μερικοί εξόριστοι, με την καθοδήγηση των Αλκμεωνιδών, προσπάθησαν να εκδιώξουν τον Ιππία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά, οι Αλκμεωνίδες πέτυχαν την υποστήριξη της Σπάρτης και, παρόλο που η πρώτη Σπαρτιατική εκστρατεία κατά των Αθηνών έληξε με ήττα των Σπαρτιατών, μια μεγαλύτερη στρατιά με ηγέτη τον βασιλιά Κλεομένη το 510 π.Χ. έδιωξε τον Ιππία και έβαλε τέλος στη διακυβέρνηση της δυναστείας του.
Οι πηγές μας δεν παρέχουν περισσότερες ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την τυραννίδα του Πεισιστράτου. Φαίνεται όμως ότι η περίοδος της διακυβέρνησής του, καθώς και των διαδόχων του χαρακτηρίζεται από αξιόλογη ανάπτυξη, ιδιαίτερα του κέντρου της πόλης των Αθηνών. Χτίζεται ο πρώτος μεγάλος ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη και ξεκινά η κατασκευή του Ολυμπιείου. Ο Θουκυδίδης γράφει σχετικά: Γιατί η εξουσία του γενικά δεν ήταν βαριά για το λαό και την ασκούσε με τρόπο που δεν προκαλούσε αντιπάθειες. Αυτοί οι τύραννοι επέδειξαν σύνεση και αρετή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Και ενώ εισέπρατταν μόνο το ένα εικοστό της παραγωγής από τους Αθηναίους, διακόσμησαν όμορφα την πόλη τους.Διεξήγαν με επιτυχία τους πολέμους. Και στα ιερά θυσίαζαν. Γενικά, η πόλη εξακολουθούσε να διέπεται από τους προηγούμενους νόμους, εκτός από το γεγονός ότι οι τύραννοι φρόντιζαν να έχουν τους ανθρώπους της οικογένειάς τους στα αξιώματα. Ανάμεσα σε αυτούς που άσκησαν το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα ήταν και ο Πεισίστρατος, ο γιος του τυράννου Ιππία, που έφερε το όνομα του παππού του (ιδρυτή της τυραννίδας) και ο οποίος (κατά το διάστημα που ήταν άρχοντας) αφιέρωσε το βωμό των δώδεκα θεών στην αγορά και εκείνον του Απόλλωνα στο Πύθιο.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ 490 π.Χ
Οι Αθηναίοι, δεδομένου ότι ανέκαθεν είχαν λόγους να ενδιαφέρονται για την Ιωνία (για λόγους που σχετίζονταν με το μυθικό τους παρελθόν), αποφάσισαν να ανταποκριθούν στην έκκληση του Αρισταγόρα, στέλνοντας είκοσι πλοία και ένα εκστρατευτικό σώμα εναντίον των Περσών. Ο ρόλος των Αθηναίων στην όλη ιστορία ήταν ασήμαντος, ωστόσο η συμμετοχή τους στην επανάσταση είχε τελικά ολέθριες συνέπειες για την πόλη τους.
Η πολιτική του Δαρείου προς τους Έλληνες εμφανίζει κατά την αποφασιστική δεκαετία 500 – 490 π.Χ. όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι τυπικά και για τη μεταγενέστερη Περσική συμπεριφορά. Συνάπτοντας στενές προσωπικές σχέσεις με τμήμα της Ελληνικής αριστοκρατίας, οι Πέρσες επιζητούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος για τη βαθμιαία πολιτική διείσδυσή τους στην Ελλάδα. Επιπλέον, επέδειξαν ιδιαίτερο σεβασμό για το Δελφικό Μαντείο και το Ιερατείο του. Η επέμβαση των Αθηναίων έδειξε ότι η κυριαρχία του θα εξασφαλιζόταν μόνον εάν κυρίευε και τη μητροπολιτική Ελλάδα.
Για το λόγο αυτό, οργανώθηκε μία θαλάσσια εκστρατεία το καλοκαίρι του 490 π.Χ. Επικεφαλής της τέθηκε ο Δάτις, πεπειραμένος Μήδος αξιωματούχος, ενώ ο διοικητής του στόλου ήταν ο γνωστός μας από παλιότερα Αρταφέρνης. Στόχος της εκστρατείας ήταν δύο Ελληνικές πόλεις της Ερέτριας και των Αθηνών, οι οποίες έπρεπε να τιμωρηθούν για τη συμμετοχή τους στην Ιωνική επανάσταση. Ο αριθμός των πολεμικών πλοίων που παραδίδεται είναι 600 τριήρεις, αριθμός μάλλον εξωπραγματικός, ενώ τα στρατεύματα που μεταφέρθηκαν με τα πλοία υπολογίζονται σε 20.000 άνδρες περίπου.
Στην πορεία τους διαμέσου του αιγαίου, οι Πέρσες υποδούλωσαν τα περισσότερα Ελληνικά νησιά των Κυκλάδων. ειδικά η Νάξος τιμωρήθηκε για την αναίδεια που είχε επιδείξει το 500 π.Χ. προς το μέγα Βασιλέα και την αποτυχημένη εκστρατεία του Αρταφέρνη και του Αρισταγόρα. Ωστόσο, ο Δάτις προσέφερε στον Δήλιο Απόλλωνα θυσία, κίνηση που απευθυνόταν μάλλον στην Ελληνική κοινή γνώμη. μετά την απόβαση στην Εύβοια, οι Πέρσες πολιόρκησαν την πόλη της Ερέτριας για επτά ημέρες.
Τελικά, η πόλη κατελήφθη κατόπιν προδοσίας και όσοι από τους κατοίκους της επιβίωσαν μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο εσωτερικό της Περσίας, στη Σουσιανή, μία Περσική πρακτική που είχαμε δει και στους Μιλησίους επιζήσαντες. Στην Αθήνα η κατάσταση ήταν δραματική. Με την κατάληψη της Εύβοιας, ο εχθρός απειλούσε την ανατολική πλευρά της Αττικής. ανάμεσα στους άνδρες που είχαν επιρροή τότε στην Αθήνα ήταν και ο Μιλτιάδης, ο οποίος το 490 κατείχε το αξίωμα ενός από τους δέκα στρατηγούς. πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει τη βοήθεια των Σπαρτιατών, ώστε να αντιμετωπισθεί από κοινού ο μεγάλος κίνδυνος.
Στο μεταξύ, οι Πέρσες -ακολουθώντας τη συμβουλή του εξόριστου Αθηναίου τυράννου Ιππία, γιου του Πεισίστρατου- αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Η επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία, αφενός γιατί οι μικροκαλλιεργητές της περιοχής ήταν ανέκαθεν πιστοί στους Πεισιστρατίδες και αφετέρου επειδή το Περσικό ιππικό θα είχε τη δυνατότητα ανάπτυξης στον πεδινό χώρο της περιοχής.
Οι Αθηναίοι, παρά την έκκληση προς τους Σπαρτιάτες, αντιμετώπισαν την περσική εισβολή μόνο με τη βοήθεια των γειτόνων τους Πλαταιέων και οι συνολικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 10.000 άνδρες, σαφώς υποδεέστερες εκείνων του εχθρού. Μολονότι η Αθήνα προστατευόταν από οχυρωματικά έργα, αποφασίστηκε -κατόπιν σχετικής πρότασης του Μιλτιάδη στην εκκλησία του Δήμου- να διεξαχθεί μάχη σε ανοιχτό χώρο. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί:
Όταν οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν το γεγονός (της Περσικής απόβασης στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.), βάδισαν οι ίδιοι στον Μαραθώνα για να αμυνθούν. Τους οδηγούσαν οι δέκα στρατηγοί, ένας από τους οποίους ήταν ο Μιλτιάδης. Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι οι στρατηγοί διαφώνησαν μεταξύ τους στον Μαραθώνα. Διχάστηκαν οι γνώμες των Αθηναίων, καθώς κάποιοι σκέπτονταν ότι δεν θα έπρεπε να δώσουν μάχη (γιατί ήταν λίγοι σε αριθμό για να συγκρουστούν σε μάχη με τον περσικό στρατό), άλλοι πάλι -ανάμεσά τους και ο Μιλτιάδης- πίστευαν ότι θα έπρεπε.
Επειδή λοιπόν οι απόψεις είχαν διχαστεί και η κατάσταση έδειχνε ότι θα επικρατούσε η χειρότερη άποψη, ο Μιλτιάδης παρουσιάστηκε στον Καλλίμαχο από τις Αφίδνες, ο οποίος είχε οριστεί με κλήρωση πολέμαρχος των Αθηναίων και είχε το δικαίωμα ενδέκατης ψήφου (στο παρελθόν οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ενδέκατη ψήφο, ισοδύναμη αυτής των στρατηγών) και του μίλησε. Με τα λόγια αυτά, ο Μιλτιάδης κέρδισε την υποστήριξη του Καλλίμαχου· και με την προσθήκη της γνώμης του πολέμαρχου η απόφαση να πάνε σε μάχη επικυρώθηκε.
Οι Ελληνικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στις Βα πλαγιές της Πεντέλης (τοποθεσία Αγριελίκι) και περίμεναν υπομονετικά, ενώ ο αντίπαλος προχωρούσε σε επιδεικτικές κινήσεις τακτικής και ακροβολισμού. Ο Μιλτιάδης έπεισε τον Καλλίμαχο να αποδεχθεί την πρόκληση των Περσών. Η φάλαγγα των Αθηναίων οπλιτών ξεκίνησε να βαδίζει εναντίον των Περσών και, στα τελευταία μέτρα της απόστασης που διαχώριζε τα αντίπαλα στρατεύματα, άρχισε να τρέχει, προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο από τους Πέρσες τοξότες.
Στη διάρκεια της μάχης ο κεντρικός τομέας της Αθηναϊκής φάλαγγας δέχθηκε την αφόρητη πίεση των επίλεκτων Περσικών δυνάμεων και υποχώρησε, ενώ οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο πλάι κατανίκησαν τον εχθρό, στράφηκαν προς το μέσον και χτύπησαν τα νώτα του κέντρου του. παρά την ήττα τους, οι Πέρσες κατόρθωσαν να επιβιβαστούν στο μέγιστο τμήμα τους στα πλοία. Ο Ηρόδοτος κάνει λόγο για περισσότερους από 6.000 νεκρούς, ενώ η έγκαιρη επιστροφή των Αθηναίων στην πόλη τους απέτρεψε την Περσική επίθεση εναντίον των Αθηνών.
H μάχη του Μαραθώνα δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τον αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Περσών, ωστόσο θεωρείται γενικά ότι ήταν μία νίκη των Ελληνικών (Αθηναϊκών) δυνάμεων, η οποία κατέδειξε και την ανωτερότητα της τακτικής της φάλαγγας. Η μάχη του Μαραθώνα ήταν για την ιστορία γεγονός πιο σημαντικό από τη μάχη του Hastings. Το επιχείρημα που επιστρατεύεται υπέρ της άποψης αυτής είναι ότι, αν είχαν νικήσει οι Πέρσες, η Ελλάδα θα αποτελούσε τμήμα μιας ανατολικής Αυτοκρατορίας και δεν θα επακολουθούσε καμιά από τις πνευματικές και πολιτισμικές εξελίξεις του 5ου αιώνα.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
ΠΗΓΕΣ
Κύρια πηγή για τους Ελληνοπερσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440 – 430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Ελληνοπερσικών πολέμων , οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης, πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά»
Αν και ο Θουκυδίδης είχε αρχικά αμφισβητήσει την ακρίβεια του Ηροδότου, αργότερα δήλωσε ότι το έργο του «πατέρα της ιστορίας» δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, καθώς χαρακτηριζόταν από ικανοποιητικό βαθμό ακρίβειας. Γι’ αυτό, ο Θουκυδίδης αποφάσισε εντέλει να ξεκινήσει την ιστορία του από το σημείο που είχε ο Ηρόδοτος τη δική του αφήγηση (στην πολιορκία της Σηστού). Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.
Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές θα μπορούσαν να είναι .
Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ’ όλ’ αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ
Ο Περσικός στρατός, αφού συγκεντρώθηκε και διαχείμασε στις Σάρδεις, έπειτα από μια πρώτη συγκέντρωση των τμημάτων από τις ανατολικές Σατραπείες στα Κρίταλα της Καππαδοκίας, αναχώρησε την άνοιξη του 481 π.Χ. για την ηπειρωτική Ελλάδα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ξέρξη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Ξέρξης έστειλε τους τελευταίους πρέσβεις στην Ελλάδα ζητώντας γην και ύδωρ. Αρχικά κατευθύνθηκε προς την Άβυδο, περνώντας από την Καρήνη, το Αδραμύττιο και την Άντανδρο.
Πριν περαιωθεί στην Ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου θυσίασε χίλια βόδια στην Αθηνά της Τροίας, δηλώνοντας με αυτήν του την ενέργεια την πρόθεσή του να εκδικηθεί τους Έλληνες για την Τρωική εκστρατεία και την καταστροφή του Ιλίου. Στην Άβυδο συνενώθηκε ο στρατός του με το στρατό των δυτικών σατραπειών. τότε διόρισε αντιβασιλέα τον Αρτάβανο και έκανε σπονδές ρίχνοντας στη θάλασσα χρυσή φιάλη, χρυσό κρατήρα και έναν ακινάκη (κοντό Περσικό ξίφος).
Σύμφωνα με την παράδοση, ο στρατός περνούσε από τις δύο γέφυρες του Ελλησπόντου (από τη δεξιά οι πεζοί και οι ιππείς, από την αριστερή τα βοηθητικά τμήματα και τα υποζύγια) επί επτά συνεχείς μέρες και νύκτες. Από τη Σηστό, ο Περσικός στρατός κατευθύνθηκε στο Δορίσκο. Εκεί ενώθηκε με τον Περσικό στόλο ο οποίος είχε διαχειμάσει στα ασφαλή λιμάνια της Κύμης και της Φώκαιας. εκεί έγιναν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η περίφημη καταμέτρηση του Περσικού στρατού και η επιθεώρησή του από τον Ξέρξη, που μάλλον έχει να κάνει με την προσπάθεια σχηματισμού τακτικών μονάδων, οι οποίες αντικατέστησαν τις εθνικές μονάδες της πορείας.
Αφού διόρισε τον Αρυάνδι διοικητή της ναυτικής βάσης της Σηστού και στρατιωτικό διοικητή του Δορίσκου τον Μασκάμη, ο Ξέρξης διέσχισε τη Θράκη και τη Μακεδονία με μεγάλη βραδύτητα. Στο Δορίσκο το στράτευμα χωρίστηκε σε τρεις φάλαγγες με επικεφαλής δύο στρατηγούς η καθεμία. Η πρώτη πήρε τον παραλιακό δρόμο, παράλληλα με το στόλο, η δεύτερη πήρε τον εσωτερικό δρόμο, ενώ η τρίτη, στην οποία βρισκόταν και ο ίδιος ο Ξέρξης, προχωρούσε ανάμεσα στις άλλες δύο, βαδίζοντας με αυτή τη διάταξη ως την Άκανθο.
Η χώρα μέχρι τη Θέρμη (κοντά στη σημερινή Θεσσαλονίκη) ήταν υποταγμένη στους Πέρσες και κάλυπτε τις ανάγκες της επιμελητείας, ενώ το Περσικό εκστρατευτικό σώμα συμπλήρωνε τη στελέχωσή του σε ναύτες και στρατιώτες. Στις όχθες του Στρυμόνα οι Πέρσες ιερείς, οι μάγοι, θυσίασαν λευκά άλογα και στις εννέα οδούς, όπου είχε κατασκευαστεί από πριν ζεύξη για τη διάβαση του στρατιωτικού τμήματος που συνόδευε τον Ξέρξη, έθαψαν, ως θυσία, ζωντανούς εννέα νέους και εννέα κόρες από την ντόπια Θρακική φυλή των Ηδωνών. Ο Περσικός στρατός και ο στόλος ενώθηκαν και πάλι στη θέρμη.
Χάρη στη διώρυγα του Άθω ο στόλος δεν συνάντησε προβλήματα κατά τον περίπλου της Χαλκιδικής. Από τη Θέρμη η στρατιά του Ξέρξη συνέχισε την πορεία της και εισέβαλε στη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλοί είχαν ζητήσει βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, προκειμένου να υπερασπιστούν τη γραμμή των Τεμπών. Πράγματι, εστάλη ένα σώμα 10.000 οπλιτών με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή. Το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφτασε με πλοία ως το λιμάνι της Άλου στη Φθιώτιδα (πιθανόν λόγω της εχθρικής στάσης των Βοιωτών) και από κει συνέχισαν την πορεία τους προς τα Τέμπη.
Οι Θεσσαλοί, όμως, δεν ενώθηκαν μαζί τους, παρακινημένοι πιθανώς από τους φιλικά διακείμενους προς τους Πέρσες Αλευάδες, πλούσιας και ισχυρής οικογένειας που κυβερνούσε τη Λάρισα, και φοβούμενοι την Περσική δύναμη. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες αποχώρησαν επιστρέφοντας στον Ισθμό απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, πριν από την εμφάνιση του Περσικού στρατού. Αμέσως μετά ολόκληρη η Θεσσαλία προσχώρησε στους Πέρσες. Το ίδιο και η Λοκρίδα και η Βοιωτία, εκτός από τις Θεσπιές και τις Πλαταιές. Την ίδια περίοδο, το Δελφικό μαντείο προέβλεψε τον αφανισμό των Ελλήνων που τυχόν θα αντιστέκονταν στο μεγάλο Βασιλιά.
H EΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ
Oι Eλληνες, χωρισμένοι σε πολυάριθμες πόλεις – κράτη στο νότο ή σε αδύναμα βασίλεια στο Βορρά, δεν στάθηκε δυνατό να ενωθούν -ούτε καν προσωρινά- από την εποχή του Τρωικού πολέμου. Oύτε και η πιο μεγάλη απειλή της ιστορίας τους μπόρεσε να τους ενώσει: οι περισσότερες πόλεις και βασίλεια δεν προέβαλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά έδωσαν «γη και ύδωρ», αντιμετωπίζοντας τις ατέλειωτες ορδές του Περσικού στρατού. Στο Νότο, όμως, κάποιοι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν.
Mε ηγέτες τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους, ένας αριθμός πόλεων αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν στον κατακτητή και να διαφυλάξουν την ελευθερία της Ελλάδας. Στην προσπάθειά τους αυτή επιχείρησαν να βρουν συμμάχους και ζήτησαν τη συνδρομή όλων των Ελλήνων. O Hρόδοτος, ο «πατέρας της ιστορίας» και ιστοριογράφος των Περσικών Πολέμων, περιγράφει γλαφυρά τις αποτυχημένες προσπάθειες των συμμάχων να προσεταιρισθούν τους Kρήτες, τους Συρακούσιους, τους Kερκυραίους και άλλους Eλληνες, όπως και τα γεγονότα που οδήγησαν κάποιους εκ των Eλλήνων που επιθυμούσαν να αντιταχθούν στον κατακτητή, τελικώς να «Μηδίσουν».
Tα πολλά προβλήματα δεν πτόησαν τους συμμάχους, που συνέχιζαν να αναζητούν τον προσφορότερο τόπο και χρόνο για να εμπλέξουν τις περσικές ορδές και να σταματήσουν την κάθοδό τους. Oι σύμμαχοι αρχικά είχαν αποφασίσει, μετά από έκκληση των Θεσσαλικών πόλεων, να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στα Τέμπη, κλείνοντάς τους το δρόμο για τον κάμπο της Θεσσαλίας. Eκεί έστειλαν δέκα χιλιάδες οπλίτες, με τους οποίους ενώθηκε και το ιππικό των Θεσσαλών.
Ωστόσο ο βασιλιάς της Mακεδονίας, Aλέξανδρος – που για την πράξη του αυτή και για άλλες στη συνέχεια, ονομάστηκε Φιλέλλην – , παρότι το βασίλειό του είχε υποταγεί στους Πέρσες, έσπευσε να προειδοποιήσει τους σύμμαχους ότι ο Περσικός στρατός θα παρέκαμπτε τα Τέμπη και θα χρησιμοποιούσε άλλα περάσματα. Oι Eλληνες αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο της υπερκέρασης της αμυντικής τους θέσης, αποφάσισαν να αποχωρήσουν, αφήνοντας τη Θεσσαλία στο έλεος του Mεγάλου Bασιλιά. Oπως αναμενόταν, οι Θεσσαλοί δήλωσαν υποταγή και οι σύμμαχοι άρχισαν την αναζήτηση κατάλληλης αμυντικής τοποθεσίας.
Μετά από πολλές σκέψεις, επελέγη η τοποθεσία των Θερμοπυλών, ένα στενό πέρασμα (κάτι που δεν μπορούν να διαπιστώσουν σήμερα όσοι διέρχονται από το σημείο, καθώς οι προσχώσεις έχουν αλλάξει δραστικά το τοπίο) όπου ένας μικρός αλλά αποφασισμένος στρατός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν πολύ μεγαλύτερο με καλές πιθανότητες επιτυχίας. Υπέρ της επιλογής των Θερμοπυλών λειτούργησε και η εγγύτητα των θαλάσσιων στενών που σχηματίζει η Μαγνησία με την Εύβοια.
Εκεί όπου ο Ελληνικός στόλος θα μπορούσε να αντιμετωπίσει υπό καλύτερους όρους τον Περσικό και ο τελευταίος θα ήταν αδύνατο να παρακάμψει την τοποθεσία και να προχωρήσει νοτιότερα, δίχως να εκτεθεί στο ανοιχτό πέλαγος. Eτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο Λεωνίδας ξεκίνησε από τη Σπάρτη με μόλις 300 άνδρες για να υπερασπιστεί τα στενά. O Λεωνίδας γνώριζε πολύ καλά ότι βάδιζε στο θάνατό του, καθώς ο χρησμός που είχε φθάσει στους Λακεδαιμόνιους από το μαντείο των Δελφών ήταν ξεκάθαρος: για να αποφύγει η Σπάρτη τη σκλαβιά, θα πρέπει να χάσει έναν από τους βασιλείς της.
Η ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Περσικός στρατός, από όλα τα μέρη της τεράστιας Περσικής Αυτοκρατορίας, συγκεντρώνεται στην Άβυδο, κοντά στον Ελλήσποντο, με σκοπό να επιχειρήσει την δεύτερη επίθεση εναντίον της Ελλάδος. Οι προετοιμασίες των Περσών εκτός από τη συγκέντρωση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, περιελάμβαναν και παράλληλες διπλωματικές και κατασκοπευτικές κινήσεις, με απώτερο σκοπό τη διάσπαση των Ελληνικών πόλεων και την αποφυγή δημιουργίας ενός Ελληνικού Συνασπισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην επέλαση των περσικών δυνάμεων.
Η κατάσταση τότε στην Ελλάδα ήταν αρκετά συγκεχυμένη. Η Πελοποννησιακή Συμμαχία αποτελούσε τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη σε χερσαίες δυνάμεις, με αιχμή του δόρατος της τον Σπαρτιατικό στρατό, ο οποίος βρισκόταν στο απόγειο της στρατιωτικής του ωριμότητας και υπεροχής. Απ’ την άλλη πλευρά, στις ναυτικές δυνάμεις πρωτοστατούσαν οι Αθηναίοι, με έναν ικανό και αξιόμαχο στόλο, με πλοία καινούρια και άρτια πολεμική κατάρτιση των πληρωμάτων που τα απάρτιζαν.
Ωστόσο, η αντίσταση στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα ενάντια στην Περσική εισβολή ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, καθώς πόλεις της Μακεδονίας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος ήταν ήδη υποταγμένο στους Πέρσες από την πρώτη τους εκστρατεία, της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας δεν διέθεταν την κατάλληλη δυναμική για ένα τέτοιο εγχείρημα. Παράλληλα, η καλοσχεδιασμένη προπαγάνδα του Ξέρξη είχε καταφέρει να επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία όλων των Ελληνικών πόλεων, δημιουργώντας αισθήματα ανασφάλειας και φόβου σε όλους τους Έλληνες.
Οι Αθηναίοι έτρεφαν μια απατηλή αίσθηση ασφάλειας, αγνοώντας τον Περσικό κίνδυνο, ενώ ταυτόχρονα είχαν επαναπαυτεί, χάνοντας το προηγούμενο αξιόμαχο του χαρακτήρας τους. Στο μεταξύ οι απροετοίμαστοι Έλληνες είχαν συνταραχτεί από τις Περσικές εισβολές σε διάφορες Ελληνικές πόλεις, πολλές εκ των οποίων είχαν υποταχτεί ήδη στον εχθρό. Ταυτόχρονα, το Μαντείο των Δελφών διέβλεπε μια καθαρή Περσική νίκη, μετά την οποία όσοι είχαν βοηθήσει τον Πέρση βασιλιά θα απολάμβαναν και τα ανάλογα προνόμια.
Έτσι, οι χρησμοί που δίνονταν στις διάφορες Ελληνικές πόλεις, που συνέρεαν στο ιερατείο να ζητήσουν τη γνώμη των θεών, προέβλεπαν πολλά επερχόμενα δεινά, καταρρακώνοντας έτσι το ηθικό τους και τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας. Ήταν γεγονός πως η ψυχολογία όλων των εστιών αντίστασης, που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στον Περσικό επεκτατισμό, είχε αρχίσει να συνθλίβεται., με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να αρνηθούν να συμμαχήσουν είτε από φόβο, είτε από δόλο και ιδιοτέλεια.
Ωστόσο, ο Περσικός στρατός είχε ήδη καταφέρει να φτάσει στον Ελλήσποντο, συνεχίζοντας την πορεία του κατά μήκος της Θράκης και φτάνοντας ως τη Θέρμη της Μακεδονίας. Στο Ελληνικό στρατόπεδο, οι μόνες ουσιαστικές εστίες αντίστασης, η Αθήνα και η Σπάρτη αποφασίζουν να συγκαλέσουν το 481 π.Χ. Πανελλήνιο Συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου, εντός ενός κλίματος φόβου, ανασφάλειας, αλλά και ιδιοτέλειας πολλών πόλεων, οι οποίες προσέβλεπαν σε μελλοντική αύξηση της δύναμης και της επιρροής τους, αμέσως μετά την Περσική κυριαρχία επί Ελληνικού εδάφους.
Το μεγαλύτερο μέρος των Θεσσαλικών και των Βοιωτικών πόλεων είτε είχε ήδη Μηδίσει, είτε βρισκόταν υπό Περσική κατοχή, δίχως να έχει δείξει προηγουμένως σοβαρή αντίσταση στον κατακτητή. Παράλληλα, τραγική ήταν και η στάση του Άργους, το οποίο κατάφερε να διατηρήσει ουδέτερη στάση προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις στο συνέδριο του Ισθμού, καθώς επίσης και της Κρήτης, της Κέρκυρας και των Ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, οι οποίες κυρίως λόγω προσωπικών συμφερόντων παρέμειναν εκτός του Ελληνικού Συνασπισμού.
Το Πανελλήνιο Συνέδριο, μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, αποφασίζει με τη σύμφωνη γνώμη όλων των Ελληνικών πόλεων που μετέχουν στο Συνασπισμό, αντίσταση μέχρι εσχάτων, με όσες δυνάμεις διέθεταν.
Επιπλέον, αποφασίζεται από κοινού η αρχιστρατηγία των στρατιωτικών δυνάμεων του Συνασπισμού να ανατεθεί στους Σπαρτιάτες, αναγνωρίζοντας έτσι, ακόμα και οι ίδιοι οι Αθηναίοι, την υπεροχή της Πελοποννησιακής Συμμαχίας σε χερσαίες δυνάμεις, αλλά και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και στρατηγικής του Σπαρτιατικού στρατού, ο οποίος δικαίως θεωρούνταν ο καλύτερος στρατιωτικός μηχανισμός σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο. Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού ορίζεται ο Βασιλιάς της Σπάρτης, Λεωνίδας.
Ο ΠΕΡΣΗΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟ ΗΘΟΣ
Ως αρχική τοποθεσία της πολεμικής αναμέτρησης είχαν οριστεί τα Τέμπη, καθώς οι Περσικές ορδές κατευθύνονταν ταχύτατα προς το νότο. Ωστόσο, το σχέδιο εγκαταλείπεται γρήγορα, δεδομένου ότι η μορφολογία του εδάφους και η αριθμητική υπεροχή των Περσικών δυνάμεων θα είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις Ελληνικές δυνάμεις. Έτσι, ο Ελληνικός Συνασπισμός αποφασίζει να αμυνθεί στην περιοχή των στενών των Θερμοπυλών, καθώς αποτελούσε το μοναδικό πέρασμα που συνέδεε τη νότια με την κεντρική Ελλάδα, ενώ ο Ξέρξης ήταν προφανές ότι θα περνούσε αναγκαστικά από εκεί προς την καθοδική πορεία του στο νότο.
Απ’ την άλλη πλευρά, η τοποθεσία ήταν ιδανική, καθώς κρίθηκε η καλύτερη επιλογή αντίστασης για έναν μικρό αριθμητικά στρατό όπως ο Ελληνικός, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί σωστά τη μορφολογία του εδάφους. Το Ελληνικό στράτευμα αριθμούσε περίπου 7.000 άνδρες συνολικά, ενώ ο Περσικός περίπου 1.700.000 άνδρες. Ο Λεωνίδας, ωστόσο, είχε αποστείλει εξ’ αρχής 1.000 Φωκείς να φυλάγουν την ατραπό που οδηγούσε πίσω από το σημείο που οι Ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει, στα στενά των Θερμοπυλών.
Η πραγματικά επίλεκτη δύναμη ήταν αυτή των Τριακοσίων Σπαρτιατών, οι οποίοι αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των Ελληνικών δυνάμεων. Αποτελούνταν από τους καλύτερους πολεμιστές του Σπαρτιατικού στρατού που είχαν επιλεχτεί από τον ίδιο το Λεωνίδα με αυστηρά κριτήρια: την ανδρεία τους, τη δυνατότητα να μπορούν να εκστρατεύσουν παντού και να έχουν διάδοχο αρσενικού γένους. Μόνο όταν ο Περσικός στρατός στρατοπέδευσε μπροστά από τις Θερμοπύλες φάνηκε η τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, γεγονός που δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μια νικηφόρα έκβαση της μάχης.
Ωστόσο, ο Ξέρξης δεν επιτέθηκε αμέσως, διατάσσοντας τα στρατεύματα του να παραμείνουν ακίνητα για τέσσερις ημέρες, θεωρώντας ότι οι Έλληνες μπροστά στη θέα του υπεράριθμου στρατού του θα εκφοβίζονταν και θα οπισθοχωρούσαν, αφήνοντας ελεύθερα τα στενά. Στο διάστημα αυτό παρατηρούσε τις κινήσεις των Ελλήνων και ειδικότερα των Λακεδαιμονίων, που βρίσκονταν παρατεταγμένοι ακριβώς μπροστά από την είσοδο των στενών, προκαλώντας του απορία οι «παράξενες» συνήθειες τους.
Έτσι, απευθύνθηκε στον Δημάρατο, που ήταν εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης ο οποίος είχε καταφύγει στην Περσική αυλή, αποστέλλοντας τον να δει ποιοι ήταν αυτοί και τι έκαναν. Οι Σπαρτιάτες γυμνάζονταν και χτενίζονταν, σαν να μην υπολόγιζαν καθόλου το γεγονός ότι βρίσκονταν σε μια πολεμική επιχείρηση, σαν να ακολουθούσαν ένα καθημερινό πρόγραμμα του δημόσιου Σπαρτιατικού βίου. Ο Δημάρατος απευθύνθηκε στον Ξέρξη εξηγώντας του ότι οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν εκεί για να πολεμήσουν και αν χρειαστεί να πεθάνουν, αρκεί να τον εμποδίσουν να περάσει από τα στενά.
Του είπε, ακόμα, ότι περιποιούνται την κόμη τους όταν νιώθουν ότι κινδυνεύει η ζωή τους, και του εξήγησε ότι μπροστά του δεν έχει κάποιους απλούς οπλίτες, αλλά τους καλύτερους των Ελλήνων και τους πιο γενναίους. Στα αυτιά του Ξέρξη, όμως, αυτά ακούγονταν πολύ παράξενα και πρωτόγνωρα, αφού δεν μπορούσε να καταλάβει πως μια τόσο μικρή δύναμη θα αποφάσιζε τελικά να αναμετρηθεί με την πολυάριθμη πολεμική του μηχανή. Τα λόγια του Δημάρατου, όμως, άρχισαν να τον προβληματίζουν μετά την πάροδο και της τέταρτης μέρας, καθώς καμιά κίνηση για συνθηκολόγηση ή υποχώρηση δεν φαινόταν από την Ελληνική πλευρά.
Ο Ξέρξης τότε αποφάσισε να στείλει στον Λεωνίδα απεσταλμένους, με τους οποίους του ζητούσε την προσχώρηση του στο Περσικό στρατόπεδο, δίνοντας του σαν αντάλλαγμα την ηγεμονία μιας χώρας μεγαλύτερης από την τότε Ελλάδα, ενός μεγάλου δηλαδή κομματιού της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Λεωνίδας τότε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αποκρίθηκε: «Αν μπορούσες να καταλάβεις το τι είναι καλό στην ζωή, δεν θα επιθυμούσες ξένα πράγματα. Για μένα είναι καλύτερο να πεθάνω για την Ελλάδα, παρά να είμαι μονάρχης στους ομοφύλους μου.
Όσο για την χώρα που υπόσχεσαι να μας δώσεις, και θα είναι μεγαλύτερη από την σημερινή Ελλάδα, πρέπει να ξέρεις ότι οι Έλληνες έμαθαν από τους πατέρες τους, να αποκτούν εδάφη με την ανδρεία, και όχι με την δειλία». Ανάλογη ήταν και η δεύτερη απάντηση του ηρωικού βασιλιά πριν από την μεγάλη επίθεση, όταν ο Ξέρξης του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα. Το ιστορικό «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» του Λεωνίδα προς τον αλαζόνα Πέρση βασιλιά έμεινε στην ιστορία, παραδειγματίζοντας και εμψυχώνοντας δεκάδες γενιές Ελλήνων.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η μάχη του Μαραθώνα αποτέλεσε όχι το τέλος, αλλά τον ευοίωνο πρόλογο μιας σειράς Ελληνο-περσικών συγκρούσεων, εγκαινιάζοντας τους λεγόμενους Περσικούς πολέμους. Η ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος το 490 π.Χ. δεν είχε σε καμία περίπτωση τερματίσει την Περσική απειλή. Εξετάζοντας τα πράγματα με την ψυχρή λογική, το συγκεκριμένο εκστρατευτικό σώμα αποτελούσε κλάσμα των τεράστιων δυνατοτήτων της περσικής στρατιωτικής μηχανής, της οποίας οι δυνατότητες παρέμειναν στην ουσία ανεπηρέαστες.
Ο Δαρείος απτόητος άρχισε να σχεδιάζει νέα εκστρατεία, πιο ευρεία αυτή τη φορά. Όμως, ο θάνατός του το 486 π.Χ. και οι εξεγέρσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο γιος και διάδοχός του Ξέρξης στην Αίγυπτο (485 π.Χ.), και πιθανώς στη Βαβυλώνα, καθυστέρησαν τις προετοιμασίες. πάντως, μέχρι το 481 π.Χ. είχαν δρομολογηθεί εντατικές προετοιμασίες που περιλάμβαναν ναυπήγηση πλοίων και συγκέντρωση προμηθειών και οπλισμού.
Στο πλαίσιο των προετοιμασιών αυτών, κατασκευάστηκαν οι γέφυρες του Ελλησπόντου. Σε Φοίνικες και Αιγυπτίους ανατέθηκε η κατασκευή μιας διπλής γέφυρας από πλοία, που άρχιζε από την Άβυδο και κατέληγε σε ένα ακρωτήριο ανάμεσα στη Σηστό και τη Μάδυτο, μόλις όμως κατασκευάστηκε η γέφυρα, μια θύελλα την κατέστρεψε. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Ξέρξης οργίστηκε και διέταξε να τιμωρήσουν τον Ελλήσποντο με 300 μαστιγώματα και έπειτα έριξε στη θάλασσα αλυσίδες για να τη δέσει.
Το Περσικό μηχανικό, με αρχιτέκτονα τον Σάμιο Άρπαλο, κατασκεύασε τελικά δύο καινούργιες γέφυρες. χρησιμοποιήθηκαν 360 πλοία για τη μία και 314 για την άλλη και άφησαν τρία ανοίγματα, για να περνούν τα πλοία από το Αιγαίο στον Εύξεινο και αντιστρόφως. Με αυτό τον τρόπο συντομευόταν χρονικά η περαίωση του μεγάλου σε αριθμό στρατού στο Ευρωπαϊκό έδαφος. ανάλογη ζεύξη κατασκευάστηκε και στον Στρυμόνα, στην περιοχή των εννέα οδών (τη μεταγενέστερη Αμφίπολη) στη Θράκη.
Μια διώρυγα σκάφτηκε στη χερσόνησο του Άθω για να τη συνδέσει με τη Χαλκιδική, προκειμένου να μην επαναληφθεί η καταστροφή του Περσικού στόλου κατά την εκστρατεία του Μαρδονίου στη Θράκη το 492 π.Χ. από τις σφοδρές καταιγίδες, που αποτελούσαν μόνιμο φαινόμενο στην περιοχή. είχε περίπου 2,2 χιλιόμετρα μήκος και το πλάτος της επέτρεπε να περνούν συγχρόνως δύο τριήρεις. Το έργο διηύθυναν δύο Πέρσες, ο Βουβάρης και ο Αρταχαίης, και η κατασκευή του άρχισε τρία χρόνια πριν από την εκστρατεία. Σκληρά εργάστηκε επίσης και η επιμελητεία.
Τρόφιμα, εφόδια και εξοπλισμός, που συγκεντρώθηκαν με επιτάξεις από όλη την Περσική Αυτοκρατορία, μεταφέρθηκαν με μεταγωγικά σε πέντε βάσεις ανεφοδιασμού, που εγκαταστάθηκαν στις πιο κατάλληλες τοποθεσίες. Στη Λευκή ακτή (στη Θρακική παραλία του Ελλησπόντου), στην Τυρόδιζα (στη Βιστωνίδα λίμνη), στον Δορίσκο (στις εκβολές του Έβρου), στην Ηιόνα (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη Θέρμη (θεσσαλονίκη). Οι πολύχρονες αυτές προετοιμασίες έλαβαν χώρα εντελώς φανερά.
Αν ο Ελληνικός κόσμος αντιλαμβανόταν ότι σκοπός της κραταιάς Περσικής Αυτοκρατορίας ήταν η πλήρης υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας και κάποιοι από τους Έλληνες είχαν την πρόθεση να υποταχτούν χωρίς αντίσταση, τόσο το καλύτερο για τον Ξέρξη. Το μέλλον των Ελλήνων διαγραφόταν δυσοίωνο. Μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, το 480 π.Χ., οι Πέρσες επέστρεφαν, αυτή τη φορά ακολουθώντας χερσαίο δρομολόγιο μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας, με επικεφαλής τον ίδιο το μεγάλο Βασιλιά.
Κανένας λογικός και ψύχραιμος παρατηρητής των γεγονότων δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει το Μαντείο των Δελφών για το χρησμό που έδωσε στους Αθηναίους, όπως μας τον διασώζει ο Ηρόδοτος: «Δυστυχισμένοι, γιατί κάθεστε; αφήστε τα σπίτια σας και τις ψηλές κορυφές της κυκλικής σας πόλης. φύγετε στην άκρη της γης. γιατί το κεφάλι σας δεν μένει σταθερό ούτε το σώμα ούτε τα κατώτερα μέρη του ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τίποτα από όσα είναι στη μέση, αλλά όλα είναι αξιοθρήνητα.
Γιατί κατεδαφίζουν αυτά η φωτιά και ο ορμητικός Άρης, που επιβαίνει σε άρμα από τη Συρία. Αυτός θα καταστρέψει και άλλα πολλά τείχη, όχι μόνο τα δικά σας. Θα παραδώσει στην καταστροφική φωτιά πολλούς ναούς των Αθάνατων Θεών, των οποίων τα αγάλματα στέκουν περιχυμένα από ιδρώτα και τρέμουν από φόβο. Από πάνω τους τρέχει μαύρο αίμα, που προαναγγέλλει τις αναπόφευκτες δυστυχίες. Αλλά φύγετε από το άδυτό μου και αντιτάξτε θάρρος στις δυστυχίες».
ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Στο στρατόπεδο των Eλλήνων συμμάχων υπήρχε σημαντική διάσταση απόψεων. Oι Σπαρτιάτες, ως επικεφαλείς της συμμαχίας, εξαρχής δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδες όσον αφορά στην άμυνα της χώρας βορειότερα από τον ισθμό της Kορίνθου. O ισθμός ήταν μια τοποθεσία που θα μπορούσαν να υπερασπιστούν σχεδόν επ’ αόριστον οι δυνάμεις που είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν οι Πελοποννήσιοι, εφόσον ολοκληρωνόταν το τείχος. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος ήταν ο στόλος του Ξέρξη – οι Πελοποννήσιοι δεν διέθεταν στόλο άξιο λόγου.
Bεβαίως, άμυνα στον ισθμό σήμαινε ότι όλη η Eλλάδα πλην Πελοποννήσου, αφηνόταν στις διαθέσεις του κατακτητή. Mε δεδομένο μάλιστα ότι κάποιες ισχυρές Ελληνικές πόλεις, όπως η Θήβα, έδειχναν σαφείς τάσεις «Μηδισμού», έπρεπε να αναζητηθεί μια άλλη τοποθεσία όπου θα ήταν δυνατή η άμυνα. Αρχικά, όπως είδαμε, είχαν επιλεγεί τα Τέμπη, αλλά στη συνέχεια και αφού αυτά αποδείχτηκαν ανεπαρκή, οι Ελληνες επέλεξαν το στενότερο πέρασμα που μπορούσε να βρεθεί στην Ηπειρωτική χώρα, τις Θερμοπύλες.
Σε συνδυασμό και με τα θαλάσσια στενά που σχηματίζονται μεταξύ της Mαγνησίας και της Eυβοίας και τα οποία δεν επιτρέπουν την προσέγγιση του στόλου των Περσών. Στρατηγικά, δηλαδή, η απόφαση των Eλλήνων ήταν η ενδεδειγμένη, καθώς πρόκειται για τη μοναδική τοποθεσία που επιτρέπει την άμυνα ταυτόχρονα σε στεριά και θάλασσα με τις καλύτερες δυνατές – δεδομένων των συνθηκών – προοπτικές για τους αμυνόμενους. Tο σημερινό τοπίο στις Θερμοπύλες δεν προϊδεάζει τον ταξιδιώτη για τη στρατηγική σημασία του τον 5ο αιώνα π.X., καθώς έχει αλλοιωθεί σημαντικά.
Ωστόσο, για να κατανοήσουμε γιατί επέλεξαν την τοποθεσία αυτή οι σύμμαχοι, θα καταφύγουμε στον ιστορικό των Περσικών Πολέμων, τον Hρόδοτο, που περιγράφει τις Θερμοπύλες της εποχής του.
«Στη στεριά, η στενωπός που οδηγεί διά της Τραχίνας στην Ελλάδα έχει πλάτος, στο πιο στενό σημείο, μισό πλέθρο (περί τα 15 μέτρα) το στενότερο όμως σημείο της περιοχής δεν βρίσκεται εκεί, αλλά πριν και μετά τις Θερμοπύλες: μετά, κοντά στους Αλπηνούς, υπάρχει δρόμος που χωρά μόνο μία άμαξα, και πριν, κοντά στον ποταμό Φοίνικα και στην πόλη Ανθήλη, υπάρχει εξίσου στενός δρόμος.
H περιοχή δυτικά από τις Θερμοπύλες είναι άβατη, απόκρημνη και ψηλή και εκτείνεται μέχρι την Oίτη. Aνατολικά από το δρόμο υπάρχουν βάλτοι και θάλασσα. Στο πέρασμα αυτό βρίσκονται θερμά λουτρά, που οι ντόπιοι τα ονομάζουν Xύτρους, και εκεί έχει κτισθεί βωμός του Hρακλή. Στη στενωπό αυτή είχε κατασκευασθεί τείχος, το οποίο παλιότερα διέθετε πύλες. Tο αρχαίο αυτό τείχος είχε χτιστεί από τα παλιά χρόνια και με τον καιρό το μεγαλύτερο μέρος του είχε καταρρεύσει. Oι Eλληνες σκέφτηκαν να το ανοικοδομήσουν και εκεί να αποκρούσουν τον βάρβαρο, ώστε να μην εισέλθει στην Eλλάδα».
Oι Eλληνες δεν έκαναν κάποια κίνηση, αναμένοντας την προώθηση των δυνάμεων του Πέρση ηγεμόνα που λόγω του τεράστιου πλήθους του στρατού του εκινείτο πολύ αργά. Oταν πλέον οι Πέρσες έφτασαν στην Πιερία, οι Eλληνες αποφάσισαν να κινηθούν και να καταλάβουν τα στενά των Θερμοπυλών στην ξηρά και το Aρτεμίσιο στη θάλασσα. Eδώ τίθεται ένα ιδιαίτερα σοβαρό ερώτημα, που αφορά στο ελάχιστο των δυνάμεων που διέθεσαν οι Eλληνες για την άμυνα των Θερμοπυλών.
Σύμφωνα με τον Hρόδοτο, ο μικρός αριθμός των Eλλήνων – μάλλον λίγο πάνω από 7.000 – είχε να κάνει με το ότι οι Σπαρτιάτες εόρταζαν τις ημέρες αυτές τα Kάρνεια και σκόπευαν μόλις αυτά τελειώσουν να κατευθυνθούν στις Θερμοπύλες με όλον το στρατό τους, Oμοίους και Περίοικους και τους είλωτες που θα τους συνόδευαν, ενώ την ίδια ώρα οι υπόλοιποι Eλληνες γιόρταζαν τα Oλύμπια και θα έστελναν στις Θερμοπύλες επαρκείς δυνάμεις, όταν αυτά ολοκληρώνονταν.
Δεν πείθουν ιδιαίτερα αυτές οι αιτιάσεις, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τα υπόλοιπα γεγονότα που σχετίζονται με την εκστρατεία. Για παράδειγμα, το ότι ο βασιλιάς της Σπάρτης ξεκίνησε γνωρίζοντας το χρησμό που απαιτούσε τη θυσία του για την τελική νίκη και το ότι επέλεξε μονάχα άνδρες που είχαν ήδη άρρενες απόγονους, για να εξασφαλίσει ότι οι οικογένειες των Ομοίων που τον συνόδευαν, θα συνεχίζονταν. Oι Σπαρτιάτες δεν ελάμβαναν πάντα παρόμοια πρόνοια όταν εκστράτευαν, οπότε μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η αποστολή των 300 ήταν ένα είδος αποστολής αυτοκτονίας.
Πέραν των 300 Λακεδαιμόνιων, τους οποίους συνόδευε αριθμός ένόπλων περιοίκων και φυσικά οι υπηρέτες τους είλωτες (ο συνολικός αριθμός, σύμφωνα με εκτιμήσεις μεταγενέστερων συγγραφέων όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, πρέπει να έφθανε τους 1.000 άνδρες), στη φρουρά των στενών μετείχαν και άλλοι Eλληνες. Oπως τους καταγράφει ο Hρόδοτος: Περί τους 500 Tεγεάτες και άλλοι τόσοι Mαντινείς, κάπου 1.120 Aρκάδες, 400 Kορίνθιοι, 200 Φλειούντιοι, 80 Mυκηναίοι, 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι και 1.000 Φωκείς.
Aκόμη, στη δύναμη προστέθηκε μια ομάδα Οπούντιων Λοκρών (περί τους 1.000, αν και ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει ευθέως τον αριθμό τους). O Ηρόδοτος υπονοεί ότι ο Λεωνίδας είχε πάρει μαζί του τους Θηβαίους περισσότερο ως ομήρους παρά ως συμπολεμιστές, επειδή υποψιαζόταν – και μαζί με αυτόν όλοι οι σύμμαχοι – ότι οι Θηβαίοι Μήδιζαν επικίνδυνα.
Oλοι μαζί οι υπερασπιστές των στενών μόλις ξεπερνούσαν τους 7.000 περίπου, και αυτοί θα αντιμετώπιζαν τις μυριάδες των Περσών και των υποτελών τους που στις 13 ή 14 Aυγούστου του 480 π.X. έφθασαν στην Tραχίνα της Mαλίδας και στρατοπέδευσαν σε μια τεράστια έκταση, με τις σκηνές και τα καταλύματά τους να απλώνονται πολύ μακρύτερα από κει που φθάνει το μάτι. Tο σκηνικό για την τραγικότερη σελίδα της ιστορίας της Ελληνο-περσικής σύγκρουσης είχε στηθεί.
Η ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣΗ περιοχή των Θερμοπυλών (Πύλες η αρχική ονομασία) ήταν φύση οχυρά και το όνομα της το οφείλει στα υπάρχοντα μέχρι σήμερα θερμά λουτρά. Προς τα νότια υπάρχει το όρος Καλλίδρομο και στα βόρεια ο Μαλιακός κόλπος. Το όρος Καλλίδρομο πήρε αυτή την ονομασία το 279 π.Χ. από το ομώνυμο οχυρό που έκτισαν πάνω από τις Θερμοπύλες οι Αιτωλοί μετά την σθεναρή αντίσταση τους κατά των Γαλατών στο στενό των Θερμοπυλών και επεξέτειναν την κυριαρχία τους μέχρι την Λοκρίδα (σημερινή περιοχή από χωριό Θεολόγο μέχρι Θερμοπύλες και Άμφισσα).
Την εποχή εκείνη το όρος Καλλίδρομο ονομαζόταν Ανοπαίον. Το στενό των Θερμοπυλών διασχιζόταν σε μήκος επτά χιλιομέτρων περίπου από τη μοναδική αξιόλογη όδευση που ένωνε τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα. Τρία διαδοχικά στενά περιόριζαν στο ελάχιστο την κινητικότητα.
– Το πρώτο στενό βρισκόταν επτακόσια μέτρα περίπου νοτιοανατολικά της σημερινής γέφυρας της Αλαμάνας (μνημείο Αθ.Διάκου), στην περιοχή της αρχαίας Ανθήλης. Βόρεια του στενού υπήρχε εκτεταμένο έλος και στα νότια του,απότομο ύψωμα του όρους Καλίδρομο, με αποτέλεσμα να μπορεί να περάσει μόνο μία άμαξα. Το στενό αυτό δεν είχε στρατηγική σημασία γιατί πίσω από το ύψωμα, στα νότια του, υπήρχε ομαλό έδαφος και το παρέκαμπτε. Γι’αυτό ονομαζόταν «Ψευδοθερμοπύλες».
– Το δεύτερο, το κυρίως ιστορικό στενό, βρισκόταν ένα χιλιόμετρο περίπου ανατολικά των εγκαταστάσεων των σημερινών θερμών λουτρών, εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το μνημείο με το άγαλμα του Λεωνίδα. H δεύτερη στενωπός είχε οχυρωθεί από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ από τους Φωκείς, με τείχος κτισμένο σε επιμήκη απότομο λόφο. Προς την πλευρά του όρους Καλλίδρομου το τείχος κατέληγε σε οχυρό πύργο.Στη θέση αυτή οι Φωκείς είχαν επιχειρήσει να αναχαιτίσουν τους Θεσσαλούς κατά τη διάρκεια των μεταξύ τους πολέμων που σημειώθηκαν το 510 π.Χ.
Σήμερα,όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας, ελάχιστα λείψανα του τείχους σώζονται, χαμένα μέσα στο δάσος των Βελανιδιών, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας. Το τείχος ήρθε στο φως το 1939, αν και ανασκαφές στην περιοχή είχαν γίνει από το 1897. Τότε οι σκαπανείς του Ελληνικού Στρατού προσπαθούσαν εσπευσμένα να κατασκευάσουν μία οχυρωματική γραμμή η οποία θα ανέκοπτε την προέλαση των Τούρκων. Ανασκάπτοντας την τοποθεσία, οι άνδρες του Μηχανικού ανακάλυψαν τυχαία αρχαίους τάφους οι οποίοι αποδόθηκαν στους άνδρες του Λεωνίδα που έπεσαν εκεί 2.500 χρόνια πριν.
Το Φωκικό τείχος δεν έφραζε, εξ’ ολοκλήρου τουλάχιστον,το στενό αλλά εκτεινόταν παράλληλα με το στενό σε μήκος 200 περίπου μέτρων. Το στενό αυτό την αρχαία εποχή ονομαζόταν «Χύτροι» από την ονομασία των ανοικτών στομίων όπου έβγαιναν,όπως και σήμερα, καυτά ύδατα, ιδίως τον χειμώνα. Ιαματικές πηγές που οι αρχαίοι τις χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς λόγους. Κάτω από τα λουτρά σε απόσταση 10-15 μ ήταν το πλατύτερο σημείο της στενωπού που όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, εκεί κατά την τελευταία μάχη, πολλοί Πέρσες απωθούμενοι έπεφταν στην θάλασσα από την απότομη πλαγιά και επνίγοντο.
Η οδός περνούσε μεταξύ του τείχους και της απότομης προς την θάλασσα πλαγιάς. Έτσι οι επιτιθέμενοι Πέρσες θα είχαν αριστερά τους την απότομη προς την θάλασσα πλαγιά και δεξιά τους το τείχος και θα ήταν υποχρεωμένοι να εκθέτουν προς το τείχος την ακάλυπτη από την ασπίδα τους πλευρά τους. Μετά τον λόφο του τείχους υπάρχει ρεματιά με μικρή πηγή ποσίμου νερού. Στη συνέχεια υπάρχει τυμβοειδής λόφος, ο «Κολωνός», ύψους την εποχή εκείνη δέκα μέτρων (18 σήμερα λόγω της κατασκευής της διερχόμενης εθνικής οδού) όπου και έπεσε η αυλαία του δράματος με την θυσία των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων.
Το 1939 σε ανασκαφές που έγιναν στον λόφο βρέθηκε μεγάλος αριθμός από τριγωνικές αιχμές από βέλη Ασσυριακού και Αιγυπτιακού τύπου,τα οποία χρησιμοποιούσε ο Περσικός στρατός. Παρόμοια έχουν βρεθεί στο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα και στην Ακρόπολη των Αθηνών την οποία πολιόρκησαν οι Πέρσες προ της ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
– Το τρίτο στενό καταλήγει στην περιοχή του αρχαίου χωριού Αλπήνοι (περίπου στο σημερινό χωρίο Θερμοπύλες). Αυτό δεν προσφερόταν ιδιαίτερα για άμυνα αφού εκεί το Καλλίδρομο «απομακρυνόταν» από τη θάλασσα. Πίσω από το τρίτο στενό κατέληγε, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η Ανοπαία οδός, το μονοπάτι μέσω του οποίου επετεύχθη η στρατηγική περικύκλωση των Ελλήνων. Στην έξοδο του τρίτου στενού στη Λοκρική Πολίχνη των Αλπηνών οι Έλληνες είχαν εγκαταστήσει το στρατόπεδο τους.
Βαδίζοντας από Βορρά προς Νότο ο αρχαίος επισκέπτης,όπως ο Ηρόδοτος,συναντούσε πρώτα την πόλη Αντίκυρα (μεταξύ σημερινού χωριού Κόμμα και Λαμίας). Διασχίζοντας τον Σπερχειό συναντούσε σε απόσταση 20 σταδίων (4 χιλιομέτρων περίπου) τον ποταμό Δύρα, (Γοργοπόταμο). Πιο κάτω βρισκόταν ο Μέλας ποταμός (Μαυρονέρι) και η πόλη Τραχίνα (σημερινή Ηράκλεια). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο σε όλη αυτή την περιοχή στρατοπέδευσε ο στρατός του Ξέρξη. Νοτιότερα κυλά ο ποταμός Ασωπός. Στην αρχαιότητα όλοι αυτοί οι ποταμοί είχαν διαφορετικές κοίτες.
Σήμερα ενώνονται, μέσω καναλιών με τον Σπερχειό. Όλη η περιοχή των στενών, σήμερα, έχει τελείως αλλοιωθεί και κάθε άλλο παρά στενό θυμίζει. Η ασυνήθης στα γεωγραφικά χρονικά αλλοίωση της παραλίας, κατά την οποία στο διάστημα 25 αιώνων ο μυχός του κόλπου μετατοπίσθηκε επτά περίπου χλμ ανατολικά, είναι έργο μεγάλων προσχώσεων του ποταμού Σπερχειού, ο οποίος παρέσυρε εκατοντάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα χωμάτων που προέρχονταν από τις πλαγιές των γύρω του, μέχρι και της Ευρυτανίας ακόμη, βουνών.
Κατά το διάστημα αυτό οι κοίτες των ποταμών της πεδιάδας μετατοπίζονταν ανάλογα με τις επιχωματώσεις. Αν αντιπαραβάλλουμε σημερινούς χάρτες, με αντίστοιχους του 19ου αιώνα, δεν θα βρούμε στην ίδια θέση ούτε τον ρουν του Σπερχειού, ούτε του Δύρα (Γοργοπόταμος), ούτε του Μέλανος (Μαυρονέρι).
H ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
Aν και γενικώς θεωρείται – κάτι που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη σύγχρονη ιστοριογραφία – ότι η μάχη των Θερμοπυλών ήταν απλώς «μια ηρωική θυσία» ανθρώπων που έδιναν «τον υπέρ πάντων αγώνα», στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα. H θυσία των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στα στενά των Θερμοπυλών υπερβαίνει το χαρακτήρα μιας άσκοπης θυσίας (αυτού που Αγγλιστί ονομάζεται «last stand») και άπτεται της ουσιώδους, απόλυτα πειθαρχημένης πράξης, με σαφή και καθορισμένο στρατηγικό σκοπό και στόχους, τόσο άμεσους όσο και μακροπρόθεσμους.
Από τη στιγμή που οι Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί στα στενά, αντιμετώπιζαν την περικύκλωση, η αρχή της οικονομίας των δυνάμεων και της διαφύλαξης τους για μελλοντική αξιοποίηση, μαζί με την κοινή λογική, θα υπαγόρευσαν στο σύνολο των Ελληνικών δυνάμεων να υποχωρήσουν για να κρατήσουν την επόμενη γραμμή άμυνας (για την ώρα, αυτή ήταν ο ισθμός της Κορίνθου) και να μη στερήσουν από τον κοινό αγώνα 1.000 από τους καλύτερους τους πολεμιστές και έναν άξιο ηγέτη.
Όμως, θα πρέπει να αναπαραστήσουμε στο μυαλό μας τις συνθήκες υπό τις οποίες οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς αποφάσισαν να παραμείνουν σε μία αμυντική τοποθεσία που δεν πρόσφερε καμία πλέον προστασία, καμία πιθανότητα νίκης, αλλά μόνο τη βεβαιότητα του θανάτου. Oι ατέλειωτες ορδές του Πέρση βασιλιά είχαν εισβάλει στην Ελληνική επικράτεια και λυμαίνονταν την Ελληνική ύπαιθρο. Από τη Θράκη έως τη Θεσσαλία, όλοι οι Έλληνες είχαν υποταχθεί μπροστά στο συγκλονιστικό θέαμα των χρυσοποίκιλτων «βάρβαρων» της Ανατολής, που θα πρέπει να κινούνταν σε μία ατέλειωτη σειρά από παράλληλες φάλαγγες, με μήκος δεκάδων χιλιομέτρων.
H επίδειξη δύναμης, αυτή που είχε αποτύχει λίγα χρόνια νωρίτερα στη Σκυθία επειδή οι Σκύθες ήταν νομαδικός λαός και απλά αποχωρούσαν απ’ όπου έφθαναν οι Πέρσες, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα (για πρώτη φορά στην ιστορία, σε αυτή την κλίμακα τουλάχιστον) την τακτική της καμένης γης, εδώ είχε μέχρι στιγμής πετύχει το σκοπό της. Oι Έλληνες δεν ήταν νομάδες, ήταν αστικοποιημένοι πληθυσμοί που είχαν μόνιμα σπίτια, χωράφια που καλλιεργούσαν, μια θέση στην τοπική κοινωνία που ορίζονταν στα πλαίσια του Άστεως.
Θα πρέπει να ήταν τρομακτικό για αυτούς τους Έλληνες να πιέζονται είτε να εγκαταλείψουν τα πάντα, θέτοντας όχι απλά σε κίνδυνο αλλά σε προοπτική βέβαιου αφανισμού τους συγγενείς, τους φίλους, την κοινότητα ολόκληρη, είτε να συνθηκολογήσουν με το βάρβαρο εισβολέα. Oι Πέρσες φέρονταν με ιδιαίτερη επιείκεια σε εκείνους που παραδίδονταν, αλλά πολύ συχνά ήταν ανελέητοι προς εκείνους που αντιστέκονταν – εξανδραποδισμός ή και σφαγιασμός του πληθυσμού μιας ολόκληρης πόλης, ήταν συχνό φαινόμενο στις κατακτήσεις των Περσών.
Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να μας φαίνεται παράξενο ότι οι Έλληνες βορείως των Θερμοπυλών είτε είχαν Μηδίσει, είτε βρίσκονταν στα πρόθυρα. Δεν ήταν δυνατό να πράξουν κι αλλιώς, ενόψει της τερατώδους επίδειξης δύναμης και με δεδομένο αυτά που είχαν να χάσουν, δηλαδή τα πάντα. Oι νότιες πόλεις, αποφάσισαν να αντιταχθούν στον εισβολέα και να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Aλλά η θέληση μόνο δεν φθάνει. Xρειάζεται και αποφασιστικότητα, παράδειγμα, ικανότητες.
Oι ικανότητες υπήρχαν. H αποφασιστικότητα… και ναι και όχι. Tο παράδειγμα; Μόνον η νίκη του Μαραθώνα υπήρχε για να εμψυχώνει τους Έλληνες και να τους κάνει να αισθάνονται ότι οι ατέλειωτες ορδές που δημιούργησαν μια κολοσσιαία Αυτοκρατορία, υποτάσσοντας βασίλεια ολόκληρα με ιστορία χιλιετιών, δεν είναι αήττητες, αλλά μπορούν να νικηθούν από τα Ελληνικά όπλα.
Αλλά πλέον, το 480 π.X. αυτό το παράδειγμα ήταν μακρινό και η λογική δεν το υποστήριζε με ιδιαίτερη ζέση.
Oι περισσότεροι είχαν συνειδητοποιήσει ότι η δύναμη που έφεραν ο Δάτης και ο Αρταφέρνης στην Ελλάδα δεν ήταν παρά ένα μικρό απόσπασμα, ένα ελάχιστο κλάσμα των δυνάμεων που μπορεί να κινητοποιήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς, μία δύναμη κρούσης που είχε πολύ καθορισμένους στόχους και απέτυχε να τους υλοποιήσει χάρη στην αντίσταση που προέβαλλαν Αθηναίοι και Πλαταιείς. Aυτή τη φορά ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε μαζέψει το σύνολο των δυνάμεων που είχε στη διάθεσή του, και τις εξαπέλυε ενάντια στους Έλληνες, σε ένα συντριπτικό χτύπημα τεράστιας ισχύος.
O Ξέρξης ήταν αποφασισμένος να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να ντροπιαστεί, όπως ο Δαρείος στη Σκυθία. Παράλληλα δε, επιθυμούσε πάση θυσία να παγιοποιήσει την κυριαρχία του στη Νότια Βαλκανική, σε αυτό που ο πρώιμος Περσικός ιμπεριαλισμός προφανώς θεωρούσε ως ένα στέρεο προγεφύρωμα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Tον ίδιο καιρό ο Ξέρξης είχε αρχίσει να στέλνει κατασκόπους στην Ιταλική χερσόνησο και ακόμη και στην Κορσική, η Ελλάδα ήταν μόνο το πρώτο σκαλοπάτι στη σκάλα των Περσικών σχεδίων για τη Δύση.
Ανεξάρτητα από το ποιο νούμερο θα δεχθούμε ως μέγεθος του στρατού του οποίου ηγήθηκε ο Ξέρξης, σε κάθε περίπτωση ήταν πολλαπλάσιος οποιασδήποτε δύναμης μπορούσαν να παρατάξουν οι Έλληνες. Aκόμη κι αν όλοι οι Έλληνες ήταν δυνατό να ενωθούν ως διά μαγείας και να διαθέσουν τις δυνάμεις τους σε μια ενιαία στρατιά, και πάλι αυτός ο στρατός θα ήταν απλώς ένα κλάσμα εκείνου του Ξέρξη.
Mε τη συντριπτική υπεροχή των Περσών στο πεδίο της μάχης και με τους μισούς Έλληνες να έχουν ήδη Μηδίσει, δεν είναι διόλου παράξενο που οι καρδιές άρχισαν να αποθαρρύνονται και τα πρώτα σημάδια του πανικού ενέσκηψαν στις τάξεις των Ελλήνων. Μάχη σε ανοιχτό πεδίο θα ήταν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αυτοκτονία για τον Ελληνισμό. O Περσικός στρατός ήταν τεράστιος, πανίσχυρος, τροφοδοτείτο απρόσκοπτα από έναν πρωτόγνωρα μεγάλο στόλο και επιχειρούσε με την άνεση που δίνουν οι αριθμοί και δίχως τα μειονεκτήματα που συνήθως παρουσιάζονται σε στρατούς που επιχειρούν μακριά από φίλιες περιοχές και σε μικρό στρατηγικό βάθος.
Υπό αυτό το πρίσμα, η απόφαση για τήρηση μίας αμυντικής τακτικής με περιορισμένες δυνάμεις σε οχυρή τοποθεσία και στη συγκεκριμένη περίπτωση στις Θερμοπύλες (αφού η άμυνα των Τεμπών απέτυχε παταγωδώς) με ταυτόχρονη «εκβίαση» μίας θαλάσσιας σύγκρουσης που θα απέτρεπε τον κολοσσιαίο, και πανίσχυρο, στόλο του Ξέρξη από το να προσπεράσει απλά την αμυντική τοποθεσία των Ελλήνων, μοιάζει να είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική.
Αυτή η στρατηγική υπονομεύθηκε από την αδυναμία εξασφάλισης αποφασιστικής επικράτησης στη θάλασσα (ναυμαχία του Αρτεμισίου) και φυσικά από την υπερκέραση της οχυρής αμυντικής τοποθεσίας όπου είχαν ταχθεί οι μικρές Ελληνικές δυνάμεις. Tο κλειδί, βεβαίως, δεν ήταν οι Θερμοπύλες. Είναι δεδομένο ότι οι 7.000 Έλληνες που συγκεντρώθηκαν εκεί δεν ήταν δυνατό να συγκρατήσουν το στρατό του Ξέρξη παρά για μικρό χρονικό διάστημα. Oι αιτιάσεις που προβάλλει ο Ηρόδοτος για τη μη συγκέντρωση μεγαλύτερου στρατεύματος, δεν πείθουν.
Θα ήταν παράλογο να πιστέψουν οι ρεαλιστές Έλληνες ότι οι Περσικές ορδές ήταν δυνατό να ανασχεθούν από ένα τόσο μικρό στράτευμα. Ή, έστω, η προφυλακή των 7.000 να καθυστερήσει αρκετά τον εισβολέα ώστε να τους επιτρέψει να ολοκληρώσουν τις «υποχρεώσεις» τους για να μαζέψουν το κυρίως στράτευμα, αφού ολοκληρωθούν οι θρησκευτικές και αθλητικές γιορτές. Oπότε, ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός; Kατά κύριο λόγο, οι Έλληνες χρειάζονταν ένα νέο παράδειγμα.
Και αφού αυτό το παράδειγμα δεν θα μπορούσε να είναι νίκη – όχι με το συσχετισμό των δυνάμεων προ Σαλαμίνας -, θα έπρεπε να είναι το μόνο άλλο διαθέσιμο: η θυσία. Oπότε, αντικειμενικά, ο σκοπός (θα πρέπει να) ήταν να εμπλέξουν σε μάχη τις Περσικές ορδές και να δείξουν σε όλους τους Έλληνες ότι υπάρχει ελπίδα και ότι η πανίσχυρη στρατιά μπορεί να ηττηθεί. Ταυτόχρονα, να δοθεί στους μη Πελοποννήσιους Έλληνες η διαβεβαίωση ότι δεν είχαν εγκαταλειφθεί, κάτι που θα ήταν φανερό, αν η άμυνα εξαρχής επικεντρωνόταν στον ισθμό.
Tο κέρδος σε χρόνο, ιδιαίτερα αν το συνδυάσουμε με τις κινήσεις του στόλου, την εκκένωση των Αθηνών (που πάντως σύμφωνα με τις κυριότερες πηγές ξεκίνησε μετά τη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας) και την κατασκευή του τείχους στον ισθμό, είχε τη σημασία του, αλλά αυτή ήταν στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύουσα.
Αυτό που είχε καθοριστική σημασία και που «ανάγκασε» εκείνους τους ανθρώπους να μείνουν σε μία καταδικασμένη τοποθεσία, να πολεμήσουν μια χαμένη εκ των προτέρων μάχη και να πεθάνουν μέχρι ενός, ήταν ότι οι Έλληνες σε αυτήν τη στιγμή είχαν απόλυτη ανάγκη από ένα σύμβολο για τον κοινό αγώνα, από ανθρώπους που θα έδιναν τη ζωή τους για να αποδείξουν ότι οι «Μήδοι» ήταν φτιαγμένοι από σάρκα και αίμα, ότι η αποφασιστική αντίσταση, το υψηλό φρόνημα και η πίστη στην τελική επικράτηση μπορούν να αποτελέσουν το καλύτερο αντίβαρο στην υπεροχή των αριθμών και στην ωμή ισχύ.
O χρησμός που προσέφερε στον κοινό αγώνα το μαντείο των Δελφών, ότι η Σπάρτη θα επικρατήσει αλλά θα πρέπει να χάσει το βασιλιά της, συνετέλεσε στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος που θα επέτρεπε σε μια τέτοια θυσία να είναι ακόμη πιο επιτυχής και να προσφέρει περισσότερα στην αντιπερσική συμμαχία. Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, η θυσία των Σπαρτιατών και των Θεσπιέων στις Θερμοπύλες, κάθε άλλο παρά «άσκοπη» ήταν.
Tο αντίθετο, είχε μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα και εξυπηρέτησε τον εθνικό σκοπό περισσότερο από καθετί άλλο. Διότι, αν δεν υπήρχαν οι Θερμοπύλες, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα υπήρχε Σαλαμίνα και σίγουρα δεν θα υπήρχαν Πλαταιές.
Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο το Σκηνικό και οι Στρατηγικές Επιλογές
Η αποτυχία της εκστρατείας στα Τέμπη προκαλεί σύγχυση στη συμμαχία των Ελληνικών πόλεων. Οι συζητήσεις και οι έριδες για τις ευθύνες της αποτυχίας και τα νέα σχέδια των επιχειρήσεων διαρκούν περίπου δύο μήνες. μόνο τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες βρίσκονταν στην Πιερία, πήραν οι Έλληνες την απόφαση να αντισταθούν στο στενό των Θερμοπυλών, στην ξηρά, και στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στη θάλασσα, για να υπερασπίσουν την Κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αττική. Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον αμαξιτό δρόμο που ενώνει τη Θεσσαλία με τη Λοκρίδα, περνώντας από το στενό των Θερμοπυλών.
Οι εναλλακτικές διαβάσεις ήταν ακόμη πιο δύσκολο να χρησιμοποιηθούν από έναν πολυάριθμο στρατό που είχε ανάγκη μεταγωγικά και εφοδιοπομπές. Στις Θερμοπύλες ακριβώς είχαν οι Έλληνες τη δυνατότητα να σταματήσουν την εισβολή. Σε μια έκταση εννέα χιλιομέτρων περνούσε κατά την αρχαιότητα ο δρόμος από τρία πολύ στενά σημεία ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα. Δυτικά κοντά στο βωμό της Δήμητρας, στο κέντρο κοντά σε ένα αρχαίο τείχος των Φωκέων και ανατολικά κοντά στους Αλπηνούς. Τα στενά αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί ο Σπερχειός με τις προσχώσεις του έχει διευρύνει την έκταση ανάμεσα στο όρος Καλλίδρομο και τη θάλασσα.
Στην αρχαιότητα τα διαδοχικά αυτά στενά, όπως και τα έλη των θερμών πηγών, αποτελούσαν πολύ δύσκολα σημεία ως προς τη διάβασή τους. Επιπλέον, η εκλογή του ακρωτηρίου Αρτεμισίου στη Βόρεια Εύβοια για τη συγκέντρωση του Ελληνικού στόλου ήταν πολύ επιτυχής, γιατί ο στόλος από τη θέση αυτή προστάτευε την είσοδο του Ευρίπου και, σε μεγάλο μέρος, την ανατολική ακτή της Εύβοιας. Στρατός και στόλος ήταν με τον τρόπο αυτό σε θέση να βοηθηθούν μεταξύ τους αποτελεσματικά.
Στα μέσα Αυγούστου ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας κατέλαβε το στενό με μια μικρή δύναμη. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες οπλίτες, πιθανόν 1.000 περιοίκους, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες, 400 Κορινθίους, 200 Φλειασίους και 80 Μυκηναίους. Από την Κεντρική Ελλάδα ήταν 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και Οπούντιοι Λοκροί. Στο σύνολο 6.000 στρατιώτες. Οι αιτίες που οδήγησαν τους συνασπισμένους Έλληνες να υπερασπίσουν το καίριο αυτό πέρασμα με τόσο περιορισμένες δυνάμεις αποτελούν ένα ερώτημα για την ιστορική έρευνα.
Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι η δύναμη αυτή αποτελούσε προφυλακή, ενώ το κύριο σώμα επρόκειτο να σταλεί μόλις τελείωναν η γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη (κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα, οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με το έθιμο, δεν διεξήγαν εκστρατείες) και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι το στράτευμα, με επικεφαλής τον Λεωνίδα, ήταν το σύνολο της δύναμης που οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να διαθέσουν για την άμυνα των Θερμοπυλών.
Η συγκεκριμένη αμυντική γραμμή ήταν δυνατόν λόγω της γεωγραφίας της, την οποία εξετάσαμε παραπάνω, να κρατηθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις. πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο θα την προστάτευε από τη θάλασσα. Ήταν κοινή στρατηγική αντίληψη στους Έλληνες, μια αντίληψη που αποδείχτηκε ορθή μια τουλάχιστον φορά. το 353 / 2 π.Χ. οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να εμποδίσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας να εισβάλει στην Κεντρική Ελλάδα,
Παρατάσσοντας στις Θερμοπύλες 5.000 οπλίτες και 400 ιππείς. εκτός αυτού, η αποστολή ενός Σπαρτιάτη βασιλιά στις Θερμοπύλες, του Λεωνίδα, είχε πιθανότατα και έναν πολιτικό σκοπό από την πλευρά των Λακεδαιμονίων. Οι Έλληνες, ειδικά οι Αθηναίοι, έπρεπε να βεβαιωθούν για την απόφαση της Σπάρτης να αγωνιστεί εναντίον των Περσών και να ενθαρρυνθούν στην αντίστασή τους. Η στάση μάλιστα των Αθηναίων είναι ενδεικτική του αισθήματος ασφαλείας που δημιουργούσε στους Έλληνες η παρουσία του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και του στόλου στο Αρτεμίσιο.
Οι Αθηναίοι ασφαλώς είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για την άμυνα της γραμμής των Θερμοπυλών, γιατί η πτώση της θα σήμαινε την κατάληψη και την αναπόφευκτη καταστροφή της πόλης τους, αφού δεν υπήρχε άλλη αμυντική γραμμή. Αν λοιπόν οι Αθηναίοι ανησυχούσαν, θα έπρεπε το σύνολο του στρατού τους να βρίσκεται στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα. Η απουσία του στρατού τους δείχνει ότι θεωρούσαν τη θέση απόρθητη και τις δυνάμεις του Λεωνίδα επαρκείς. Στην άμυνα των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι βοήθησαν στέλνοντας το στόλο τους στο Αρτεμίσιο.
Το στρατό τους όμως τον κράτησαν στην Αττική, για να προστατεύσουν τη χώρα τους από ενδεχόμενη απόβαση του περσικού στρατού, όπως είχε συμβεί στη μάχη του Μαραθώνα. ο κίνδυνος αυτός υπήρχε μόνιμα, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και για όλες τις Ελληνικές πόλεις. θα μεγάλωνε, μάλιστα, ιδιαίτερα σε περίπτωση ήττας του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ή αλλού. Άλλωστε, η απουσία του Αθηναϊκού στρατού στις Θερμοπύλες δεν πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το σύνολο του Αθηναϊκού ανθρώπινου δυναμικού είχε διατεθεί στην επάνδρωση του στόλου.
Γιατί και στα Τέμπη είχαν στείλει οι Αθηναίοι στρατό και τον επόμενο χρόνο διέθεσαν στη μάχη των Πλαταιών 8.000 οπλίτες, χωρίς να αναφέρεται πουθενά ότι παρόπλισαν μέρος του στόλου τους. Επομένως, την ίδια οπλιτική δύναμη θα έπρεπε να είχε η Αθήνα και την περίοδο της μάχης των Θερμοπυλών. Η απόφαση, λοιπόν, για άμυνα στο στενό των Θερμοπυλών δεν ήταν ανεδαφική. Η Ελληνική ηγεσία ίσως υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της συγκεκριμένης θέσης και του στρατεύματος του Λεωνίδα, υποτιμώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες του Περσικού στρατού.
Αλλά δεν ήταν αυτά τα βαθύτερα αίτια της μη αίσιας έκβασης της επικείμενης μάχης. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν κάποιοι αστάθμητοι και ως ένα σημείο απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως θα δούμε. Αυτοί ήταν η προδοσία του εφιάλτη και η εγκατάλειψη από τους Φωκείς του μονοπατιού της Ανοπαίας. Ο Λεωνίδας, είτε ανέμενε ενισχύσεις είτε όχι, πήρε όλα τα μέτρα που επέβαλαν οι περιστάσεις μιας τόσο αποφασιστικής σύγκρουσης. Εμπρός από το κεντρικό τείχος των Φωκέων τοποθέτησε ένα μικρό Σπαρτιατικό απόσπασμα και πίσω από το τείχος, που επιδιορθώθηκε βιαστικά, εγκατέστησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του.
Έστειλε στο όρος Καλλίδρομο, για να καλύψει τα πλευρά του και να προστατεύσει το μονοπάτι της Ανοπαίας, τους 1.000 Φωκείς οπλίτες και περίμενε την Περσική επίθεση. Ηταν βέβαιος ότι η θέση πουπροστάτευε ήταν απόρθητη. Δεν μπόρεσε μόνο να προβλέψει τη φυγή των Φωκέων, η οποία έκρινε την έκβαση της μάχης. Αλλά και αυτό δεν πρέπει να του καταλογιστεί, καθώς ούτε άλλο στράτευμα είχε διαθέσιμο ούτε μπορούσε ουσιαστικά να τους ελέγξει, πέραν της ιδιότητάς του ως επικεφαλής του συμμαχικού στρατού.
Στο μεταξύ, ο Περσικός στρατός πιθανώς δεν πέρασε στη Θεσσαλία από το στενό των Τεμπών, αλλά διαμέσου της χώρας των Περραιβών. Η στρατιά διέσχισε τη Θεσσαλία ακολουθώντας τις όχθες των ποταμών. Ύστερα διέσχισε την Αχαΐα και έπειτα από 13 μέρες, αφότου έφυγε από τη Θέρμη, έφτασε ακολουθώντας την παραλιακή οδό στη Μαλίδα και στρατοπέδευσε ανάμεσα στην Αντίκυρα, στην παραλία του Μαλιακού κόλπου, και στην πεδιάδα του Ασωπού, μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών.
Ο Περσικός στόλος αναχώρησε από τη Θέρμη 11 ημέρες μετά το πεζικό στράτευμα, με το οποίο έφτασε ταυτόχρονα στην έξοδο της Θεσσαλίας. Κατά την πορεία του στόλου, μια ανιχνευτική μοίρα 10 Περσικών πλοίων συνέλαβε κοντά στη Σκιάθο τρεις Ελληνικές τριήρεις που ήταν επιφορτισμένες με το να επιτηρούν τον Περσικό στόλο. Ο στόλος των Περσών συνέχισε την πορεία του φτάνοντας στην ακτή του Πηλίου, όπου και αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ανάμεσα στην Κασθαναία και στο ακρωτήριο Σηπιάδα, λόγω των απόκρημνων ακτών.
Καθώς η ακτή αυτή ήταν απροστάτευτη, μια σφοδρή καταιγίδα που κράτησε τρεις ημέρες είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 400 Περσικά πλοία, αριθμός που γενικά θεωρείται υπερβολικός. Η καταστροφή, ωστόσο, πρέπει να ήταν σημαντική. Από κει, δύο μέρες μετά την καταιγίδα, κατέφυγε, τελείως αποθαρρημένος, στους Αφέτες, έναν όρμο βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών. Το ηθικό των Ελλήνων πάντως αναπτερώθηκε, καθώς η καταστροφή αυτή αποδόθηκε στη βοήθεια των θεών.
Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 480 π.Χ., ο περσικός στρατός είχε φτάσει χωρίς αντίσταση μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών, ενώ ο Περσικός στόλος, μετά τις καταστροφές λόγω της καταιγίδας, παρέμενε αγκυροβολημένος στους Αφέτες. Είχε φτάσει η ώρα, μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, ο Ελληνικός άκμονας να δοκιμάσει την αντοχή του απέναντι στην Περσική σφύρα.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΡΡΑΞΗ
Mε την άφιξη του κολοσσιαίου στρατεύματος – το οποίο, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε περί το 1,7 εκατομμύριο μάχιμους, αν και οι σύγχρονες εκτιμήσεις μιλούν για το 1/6 ή και 1/7 αυτού του αριθμού – οι Έλληνες περιήλθαν σε βαθιά απελπισία. Tα στενά και το τείχος που υπήρχε σε αυτά, επέτρεπαν την άμυνα ενάντια σε πολύ μεγαλύτερο στρατό, ωστόσο στον αναπόφευκτο πόλεμο φθοράς, ακόμη και αν δεν υφίστατο ζήτημα υπερκέρασης της αμυντικής τοποθεσίας, δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξουν επί μακρόν οι ελάχιστοι υπερασπιστές των στενών.
Oι πρώτες σκέψεις για αποχώρηση από τα στενά και οχύρωση, μαζί με όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, στον Ισθμό της Κορίνθου, εμφανίστηκαν μεταξύ των Πελοποννήσιων, αλλά ο Λεωνίδας με πυγμή και αποφασιστικότητα κράτησε το στράτευμα στη θέση του. Έπαιξαν φυσικά το ρόλο τους οι Φωκείς και οι Λοκροί, που διαμαρτυρήθηκαν, γιατί θα έμεναν οι χώρες τους στο έλεος του εχθρού. Και βεβαίως την ίδια ώρα οι ικανότεροι στα ναυτικά Έλληνες (Αθηναίοι, Αιγινήτες και πολλοί ακόμη) βρίσκονταν με τον συμμαχικό στόλο στο Αρτεμίσιο, φυλάττοντας τις δικές τους Θερμοπύλες από τον πολυάριθμο εχθρό.
Αντί να αποχωρήσουν, άρχισαν να προετοιμάζονται για την επερχόμενη μάχη, στέλνοντας μάλιστα κήρυκες σε πολλές πόλεις και ζητώντας ενίσχυση σε άνδρες, διότι αυτοί μόνοι δεν θα μπορούσαν να αποκρούσουν τους Πέρσες. O Ξέρξης είχε ήδη πληροφορηθεί από κατασκόπους ότι οι Έλληνες είχαν οχυρώσει τα στενά των Θερμοπυλών και τον περίμεναν εκεί. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Τραχίνα, έστειλε έναν ανιχνευτή για να εκτιμήσει τις δυνάμεις των Ελλήνων και την κατάστασή τους.
Έκπληκτος εκείνος, αφού πλησίασε ανενόχλητος, είδε τους Σπαρτιάτες – που φύλαγαν εκείνη την ημέρα έξω από το τείχος – να γυμνάζονται, να ασχολούνται με τη συντήρηση των όπλων τους και να χτενίζουν τα μαλλιά τους. Απορημένος και αφού μέτρησε το πλήθος τους, επέστρεψε δίχως να εμποδιστεί από τους Έλληνες στον ηγεμόνα του και τον ενημέρωσε ότι μια χούφτα Σπαρτιάτες φρουρούν τα στενά.
O Ξέρξης προβληματίστηκε από το γεγονός αυτό και κάλεσε τον, εξόριστο από τη Σπάρτη, βασιλιά Δημάρατο (ο οποίος μετά την αποπομπή του από την πόλη, ύστερα από διαμάχη με τους εφόρους, βρήκε καταφύγιο στην αυλή του Πέρση ηγεμόνα) και τον συμβουλεύτηκε, προκειμένου να αντιληφθεί τι ακριβώς σχεδιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι. O Δημάρατος τον προειδοποίησε ότι οι συμπατριώτες του ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν και ότι δεν θα δείλιαζαν μπροστά στο πλήθος του Περσικού στρατεύματος.
Φυσικά ο Ξέρξης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είδε όλες τις φυλές και τα κράτη, από τη Θράκη έως τη Θεσσαλία, να υποτάσσονται δίχως να προβάλουν την παραμικρή αντίσταση μπροστά στην παρουσία μιας τόσο συντριπτικά ανώτερης στρατιωτικής δύναμης, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια χούφτα άνθρωποι, ακόμη κι αν ανήκαν στην πολιτεία που γεννούσε τους σπουδαιότερους πολεμιστές του αρχαίου κόσμου, θα ήταν δυνατό να του αντισταθούν. Για το λόγο αυτό περίμενε τέσσερις ημέρες, είτε να αποχωρήσουν είτε να παραδοθούν. Καθώς όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο συνέβαινε, αποφάσισε να δράσει και μάλιστα με τον τρόπο που γνώριζε καλύτερα: με την επίδειξη ωμής δύναμης.
Τα προ της Μάχης
Ο Λεωνίδας με τον στρατό του (7200 περίπου) έφθασε,απ’ότι φαίνεται,στις 2 Αυγούστου στην περιοχή των Θερμοπυλών.Οι Πέρσες δεν είχαν αφιχθεί ακόμη.Το πρώτο μέλημα των Ελλήνων ήταν η επιδιόρθωση του υπάρχοντος στο δεύτερο στενό, τείχους των Φωκέων (περιοχή έναντι σημερινού μνημείου). Η εκ του Δομοκού ερχόμενη περσική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή στις 13 Αυγούστου, ενώ η δεύτερη φάλαγγα με επικεφαλής τον Ξέρξη που κινήθηκε παραλιακά έφθασε στις 14 Αυγούστου.
Ένας τεράστιος όγκος βαρβάρων βρέθηκε τότε στη πεδιάδα της Τραχίνης (σημερινή Ηράκλεια), εμπρός από τις Θερμοπύλες, ύστερα από πορεία πολλών μηνών,όπου και στρατοπέδεψε. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η έκταση του στρατοπέδου καταλάμβανε είκοσι ένα τετραγωνικά χλμ και υπολογίζει τις εκεί δυνάμεις σε 1.000.000. Ο Ξέρξης αφού διέταξε ανασύνταξη του στρατού του,άρχισε τις αναγνωρίσεις.Από την στρατιωτική του πείρα από άλλες εκστρατείες δεν ήταν άμοιρος στρατιωτικών καταστάσεων.
Εκτός από τον φόβο της στενής διόδου που ήταν αδύνατη η ανάπτυξη μεγάλων στρατιωτικών τμημάτων,κυκλωτική κίνηση από το Καλλίδρομο ήταν πολύ εύκολο να αναχαιτισθεί και ακόμη χειρότερο,τμήμα στρατού που θα το επιχειρούσε,μπορούσε να αποκοπεί και να καταστραφεί περιπλανώμενο σε άγνωστα και επικίνδυνα εδάφη,όπου ακόμα και άμαχοι μπορούσαν να το προσβάλουν.
Κάτω από αυτούς τους όρους, ο Πέρσης βασιλιάς έβλεπε ότι το ζήτημα προελάσεως θα λυνόταν με ασφάλεια, με την κατατρόπωση του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο, όπου ήδη τον είχε δεί κατά την πορεία του προς Θερμοπύλες και τον κατάπλου του Περσικού στόλου στις πίσω από τις Θερμοπύλες παραλίες, όπου με απόβαση στα νώτα των Ελλήνων θα τους περικύκλωνε και θα τους κατέστρεφε.
Με την εμφάνιση των Περσών στην περιοχή της στενωπού οι Πελοποννήσιοι τρομοκρατήθηκαν και ζήτησαν από τον Λεωνίδα να διατάξει υποχώρηση στον Ισθμό. Οι Φωκείς και οι Λοκροί όμως ικέτευσαν τους συμπολεμιστές τους να μείνουν στις θέσεις τους. Με τη γνώμη τους συνετάχθει και ο Λεωνίδας και έτσι η απόφαση για άμυνα στο στενό οριστικοποιήθηκε. Παράλληλα στάλθηκαν αγγελιαφόροι στις πόλεις μεταφέροντας το αίτημα του Λεωνίδα για αποστολή ενισχύσεων.
Υπήρχε ένα μονοπάτι, που ομομάζετο «Ανοπαία ατραπός» το οποίο ξεκινούσε από την περιοχή της Τραχίνης (σημερινή Ηράκλεια)το οποίο μέσω του δύσβατου εδάφους του Καλλιδρόμου, κατέληγε διακλαδιζόμενο στις περιοχές του δευτέρου και τρίτου στενού στην περιοχή της Αλπήνης, όπου βρισκόταν και το Ελληνικό στρατόπεδο.Ο Λεωνίδας,που είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη του, επειδή φοβόταν μήπως το μάθουν και το χρησιμοποιήσουν οι βάρβαροι και κυκλώσουν τον στρατό του, έστειλε για την φύλαξη του, τους 1000 Φωκείς.
Ο Ξέρξης όταν ακόμη βρισκόταν στη Θεσσαλία είχε πληροφορηθεί ότι στις Θερμοπύλες είχε συγκεντρωθεί μικρή Ελληνική στρατιωτική δύναμη της οποίας αρχηγός ήταν ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Λεωνίδας που καταγόταν από το γένος των Ηρακλειδών. Μόλις λοιπόν αφίχθη έστειλε ιππέα για να κατασκοπεύσει, να δει πόσοι είναι και τι κάνουν. Ο ιππέας πλησίασε το τείχος, το οποίο τον εμπόδιζε να δει όλο το στρατόπεδο και είδε εκείνους που ταχθεί μπροστά από το τείχος. Συνέπεσε να είναι ταγμένοι εκείνη την ημέρα οι Λακεδαιμόνιοι.
Ήταν φυσικό τα τμήματα να εναλλάσονταν στις προφυλακές, εμπρός από το τείχος. Είδε λοιπόν άλλους να γυμνάζονται και άλλους να κτενίζουν τα μαλλιά τους (οι Σπαρτιάτες είχαν έθιμο να καλλωπίζονται πριν τη μάχη για να μην προσβάλλουν τους χθόνιους Θεούς με την ατημέλητη εμφάνισή τους σε περίπτωση θανάτου τους). Μετά από αυτά επέστρεψε ήσυχος πίσω γιατί κανείς δεν τον καταδίωξε και ούτε κανείς του έδωσε σημασία. Ανέφερε δε στον Ξέρξη τα όσα είδε. Σίγουρα θα ήταν αξιωματικός.
Όταν ο Ξέρξης άκουσε αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ότι δηλαδή οι Σπαρτιάτες καλωπίζονταν ενώ προετοιμάζοντο να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορούσαν. Αυτό του φαινόταν γελοίο. Έτσι, κάλεσε τον έκπτωτο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, και του επανέλαβε την αναφορά του κατάσκοπου, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε τι σήμαινε η συμπεριφορά αυτή των Σπαρτιατών.
Ο Δημάρατος απάντησε: «Κάποτε άλλοτε, όταν ξεκινούσαμε αυτή την εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, σου είχα μιλήσει γι’ αυτούς τους άνδρες. Σου είπα τότε πώς προέβλεπα ότι θα κατέληγε αυτή η επιχείρηση κι εσύ με περιγέλασες. Δεν πασχίζω για τίποτα, βασιλιά, περισσότερο από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια. Γι’ αυτό, άκουσέ με και τώρα. Αυτοί οι άνδρες βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν το πέρασμα κι ετοιμάζονται για τη μάχη. Είναι συνήθεια των Σπαρτιατών να περιποιούνται σχολαστικά τα μαλλιά τους, όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους.
Σε διαβεβαιώ, όμως, ότι αν νικήσεις αυτούς τους άνδρες και τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες που βρίσκονται ακόμα στην πατρίδα τους, δεν υπάρχει άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμούσε να σου αντισταθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση εναντίον σου. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το καλύτερο βασίλειο της Ελλάδας, αυτό που έχει τους γενναιότερους άνδρες». Ο Ξέρξης, ανίκανος να πιστέψει τα λόγια του Δημάρατου, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να αντισταθεί ένας τόσο μικρός στρατός στη δική του δύναμη. Τότε του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν δεν γίνει αυτό που προέβλεψα». Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε.
Ένας κάτοικος της Τραχίνης,πιθανώς σταλμένος από τον Ξέρξη, παρουσιάστηκε στους Έλληνες και τους περιέγραψε το πλήθος των βαρβάρων των οποίων μάλιστα τα βέλη μπορούσαν να καλύψουν τον ουρανό.Ο Σπαρτιάτης Διηνέκης που βρισκόταν στις προφυλακές εμπρός από το τείχος, απάντησε: «Ευχάριστες ειδήσεις μας φέρνεις. Θα πολεμήσουμε υπό σκιάν και όχι υπό τον ήλιον». Εν τω μεταξύ ο Περσικός στόλος δεν είχε ακόμη φθάσει στην περιοχή του Αρτεμισίου και αυτό ανάγκασε τον Ξέρξη να παραμείνει επί τέσσερις μέρες άπραγος και σίγουρος ότι οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια.
Τελικά ο στόλος έφθασε στις 17 Αυγούστου αργοπορημένος λόγω της τρικυμίας και των καταστροφών που έπαθε στην Σηπιάδα του Πηλίου. Ο Ξέρξης στο διάστημα των τεσσάρων ημερών απραξίας έστειλε με κήρυκες στον Λεωνίδα επιστολή που του έλεγε «πως του είναι δυνατόν να μην ματαιοπονεί, να ταχθεί με το μέρος του και να γίνει μονάρχης της Ελλάδος και ότι οι Έλληνες, αν παραδίδονταν, θα τους έδινε μια χώρα μεγαλύτερη από αυτήν που έχουν τώρα». Ο Λεωνίδας του έδωσε μία απάντηση αντάξια του ήθους και της φιλοπατρίας ενός Σπαρτιάτη:
«Αν γνώριζες τι είναι καλό στη ζωή, θα απείχες από το να επιθυμείς ξένα πράγματα. Για μένα είναι καλύτερο να πεθάνω για την Ελλάδα,παρά να είμαι μονάρχης στους ομοφύλους μου». «Όσο για τη χώρα την οποία υπόσχεσαι να δώσεις, οι Έλληνες έμαθαν από τους πατέρες τους να αποκτούν εδάφη όχι με δειλία αλλά με ανδρεία». Ο Ξέρξης για δεύτερη φορά ξαναέστειλε κήρυκες και απαίτησε από τον Λεωνίδα να του παραδώσει τα όπλα.Ο Λεωνίδας όμως έδωσε την περίφημη αγέρωχη απάντηση,
που έμεινε στην ιστορία σαν μία από τις ενδοξότερες φράσεις που ειπώθηκαν ποτέ από στρατιωτικό ηγέτη χαρίζοντας του υστεροφημία ως πρότυπο γενναιότητας, θεματοφύλακα πάτριων αρχών, νόμων και καθήκοντος. Η ιστορική αυτή φράση σημαίνει «Έλα να τα πάρεις». Το «Μολών» είναι μετοχή αορίστου β’ του ρήματος «Βλώσκω» που στην ουσία σημαίνει «Έλα με κόπο». Άρα το «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» σημαίνει «ΚΟΠΙΑΣΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΕΙΣ». Η απάντηση αυτή έμεινε αθάνατη,στην παγκόσμια ιστορία ανά τους αιώνες, σαν σύμβολο του ανεξάρτητου ψυχικού βάθους της Ελληνικής ανδρείας: Ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμία αναφορά σ’αυτό το περιστατικό.
ΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΞΕΡΞΗ
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη στρατηγική των Περσών πέρα από το αυτονόητο, ότι ο Ξέρξης δεν είχε ως αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας του αποκλειστικά την τιμωρία της Αθήνας, αλλά την πλήρη υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα κίνητρα της Περσικής εκστρατείας απορρέουν από την προσωπική ιδιορρυθμία και δίψα για δύναμη ενός απόλυτου δεσπότη της ανατολής, δηλαδή του Ξέρξη. Χωρίς να αποκλείει κάποιος αυτό το ενδεχόμενο, οφείλει να επιχειρήσει την αναζήτηση πιο πρακτικών κινήτρων της Περσικής εκστρατείας.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε έκταση και διέθετε μεγάλο πλούτο, ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και συγκριτικά πιο φτωχή. Λίγα πράγματα είχε να προσφέρει στο μεγάλο Βασιλιά, που σε τελική ανάλυση ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνθρωπος του γνωστού τότε κόσμου. Όμως, η τεράστια επικράτειά του ήταν τρωτή σε εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, όπως δείχνουν η Ιωνική επανάσταση και η εξέγερση στην Αίγυπτο.
Το πιο εύλογο πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει από την κατάκτηση της ορεινής και άγονης Ελλάδας ήταν, όσον αφορά την υψηλή στρατηγική του Περσικού κράτους, η λήψη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι η Αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής όταν υπήρχε ο διαρκής κίνδυνος από μια πιθανή επανάσταση των Ελληνικών πόλεων της Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας με την υποστήριξη μιας ανεξάρτητης ηπειρωτικής Ελλάδας.
Μια δεύτερη πιθανότητα σχετίζεται με την ανάγκη κάθε Πέρση βασιλιά να επιβεβαιώσει την εξουσία του μέσα από νέες κατακτήσεις αποκομίζοντας πολεμική δόξα, η οποία θα ήταν ανασχετικός παράγοντας στην αμφισβήτησή του από διάφορους ανταπαιτητές στο αχανές κράτος του. Σύμφωνα με τον Περσικό νόμο, ο Πέρσης βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να ορίσει το διάδοχό του πριν εκστρατεύσει, ώστε να είναι ομαλή η διαδοχή σε περίπτωση θανάτου του. αυτό κλήθηκε να κάνει και ο Δαρείος την περίοδο που προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ελλάδα μετά τη μάχη του Μαραθώνα.
Ο πρωτότοκος γιος του Δαρείου δεν ήταν ο Ξέρξης, αλλά ο Αρτοβαζάνης, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως διάδοχος το 507 π.Χ. Ωστόσο, η επιλογή του Αρτοβαζάνη αμφισβητήθηκε από κάποιους ευγενείς της βασιλικής αυλής με το επιχείρημα ότι είχε γεννηθεί πριν εισέλθει ο πατέρας του στο δημόσιο βίο, όταν δεν φανταζόταν πως θα ανέβαινε κάποτε στο θρόνο, και η μητέρα του ήταν μια κοινή θνητή, μια αγνώστου ονόματος κόρη του Γωβρύα. Αντίθετα, ο νεότερος γιος, ο Ξέρξης, ήταν ένας «πορφυρογέννητος» και η μητέρα του, η Ατοσσα, κόρη του ιδρυτή της Αυτοκρατορίας Κύρου.
Στην ανατολή, αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ ισχυρά και έτσι δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη ότι, όταν ξέσπασε άγρια διαμάχη στη βασιλική αυλή ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο υποψηφίων για το θρόνο, τελικά επελέγη ο Ξέρξης, ο νεότερος γιος, που προερχόταν όμως από ευγενικής καταγωγής σύζυγο. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της ανόδου του Ξέρξη στο θρόνο, υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα ότι είχε πολλά να αποδείξει ως μεγάλος Βασιλιάς. πέραν όμως της στρατηγικής αναγκαιότητας και των φόβων για εσωτερικές αναταραχές, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο στις πηγές που διαθέτουμε.
Οι Πέρσες δεν εκτίμησαν σωστά το βαθμό συνοχής και ενότητας των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας απέναντι στον κοινό κίνδυνο, οπότε ίσως η στρατηγική τους προσανατολιζόταν στο να καταλάβουν κάθε πόλη χωριστά, όπως είχαν πράξει κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μετά την Ιωνική επανάσταση. Γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε λεπτομερής συνολικός σχεδιασμός της εκστρατείας, πέραν της πρόβλεψης για τη στενή συνεργασία στρατού και στόλου. Ο στόλος ήταν επιφορτισμένος με το να παρακάμψει τις τυχόν οχυρές τοποθεσίες όπου θα συγκεντρώνονταν οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συναγάγουμε από μία συζήτηση, που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, του Ξέρξη μετά το τέλος της μάχης των Θερμοπυλών με τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, ο οποίος είχε καταφύγει στην Περσική αυλή. Ο εξόριστος βασιλιάς προτείνει στον Ξέρξη να παρακάμψει ο Περσικός στόλος τον Ισθμό της Κορίνθου, τον οποίο άρχιζαν να οχυρώνουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους, και να καταλάβει τα Κύθηρα απειλώντας τις ακτές της Λακωνίας, ώστε να αναγκάσει τους Λακεδαιμόνιους να αποσυρθούν από τον Ισθμό.
Το σχέδιο όμως αυτό δεν έγινε δεκτό, έπειτα από παρέμβαση του αδελφού του βασιλιά και επικεφαλής του στόλου Αχαιμένη, ο οποίος επισήμανε ότι, μετά την απώλεια 400 πλοίων σε μια τριήμερη καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας κατά την πορεία του στόλου προς το Αρτεμίσιο, το να διατεθούν 300 πλοία για τον περίπλου της Πελοποννήσου θα αποδυνάμωνε σημαντικά τις Περσικές ναυτικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο διάλογος αυτός αποτελεί επινόηση του Ηροδότου, είμαστε σε θέση να επισημάνουμε τουλάχιστον τη δυνατότητα που είχαν οι Πέρσες για ανάλογα εγχειρήματα.
Ο Μαραθώνας, παρά το ότι είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος, αποτελεί απόδειξη για την ευχέρεια που είχε ο στόλος τους να μεταφέρει μεγάλο αριθμό στρατού καθώς και αλόγων. Πέρα όμως από αυτό το ρόλο, ο στόλος ήταν καίριας σημασίας και για αμυντικούς σκοπούς, προστατεύοντας τα νώτα της εκστρατείας. Οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός και ο στόλος τους στελεχωνόταν ως επί το πλείστον από τους υποτελείς λαούς που διέθεταν ναυτική εμπειρία, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το Ελληνικό ναυτικό, με αιχμή του δόρατος τις πρόσφατα κατασκευασμένες Αθηναϊκές τριήρεις, μπορούσε να απειλήσει τις γραμμές επικοινωνίας τους ή ακόμα να προκαλέσει προβλήματα στα μετόπισθεν δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ακόμα εξέγερση των Ελληνικών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας. Μια τρίτη λειτουργία του στόλου που έχει επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα είναι αυτή του ανεφοδιασμού του στρατού. Η άποψη αυτή βασίζεται σε δύο αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τον Περσικό στόλο.
Στην πρώτη μαθαίνουμε ότι κατά την προετοιμασία της εκστρατείας οι πέντε προκεχωρημένες βάσεις που δημιουργήθηκαν στη Θράκη, όπως είδαμε πιο πάνω, εφοδιάστηκαν μέσω πορθμείων και ολκάδων (εμπορικών πλοίων). Τα εφόδια, όμως, απλά αποθηκεύτηκαν και δεν βλέπουμε κάποια άμεση επαφή στρατού και στόλου. Στη δεύτερη, ανάμεσα στις απώλειες μετά την καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ο Ηρόδοτος καταγράφει, εκτός από τα 400 πολεμικά πλοία, και αναρίθμητα σιταγωγά πλοία και ολκάδες.
Τα εφόδια, όμως, που μετέφεραν τα πλοία αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να προορίζονται για το πολυπληθές προσωπικό του στόλου και όχι για το στρατό ξηράς, ο οποίος είχε τη δυνατότητα εφοδιασμού είτε από τις προκεχωρημένες βάσεις είτε από το χερσαίο δρομολόγιο είτε λεηλατώντας τις περιοχές από τις οποίες περνούσε. Τέλος, διαπιστώνουμε ότι ο Περσικός στρατός και ο στόλος στο πρώτο μέρος της εκστρατείας λειτουργούσαν συνδυασμένα μεν, αλλά αυτόνομα.
Ο στρατός κατευθύνεται στις Θερμοπύλες, ενώ ο στόλος στο Αρτεμίσιο, και δεν ενώνονται παρά μόνο μετά το τέλος των δύο συγκρούσεων. Η έλλειψη στοιχείων, συνεπώς, θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς ως προς τη δυνατότητα του στόλου να εφοδιάζει τον Περσικό στρατό.
OΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥΩς όργανο μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης της αρχαιότητας, ο Περσικός στρατός ήταν άριστα οργανωμένος, «καλοκουρδισμένος» μηχανισμός, ανεξαρτήτως της εντύπωσης που προκαλούν τα αποτελέσματα των αναμετρήσεών του με τις Ελληνικές δυνάμεις. Κάτω από την εμπνευσμένη ηγεσία των Αχαιμενιδών, ο Περσικός στρατός εξελίχθηκε από μία φυλετική υπόθεση περιορισμένη στο φύλο των Περσών, των κατοίκων της Περσίδας (Parshah), σε μια πολυεθνική δύναμη με ζηλευτή οργάνωση.
Oι Πέρσες, φύλο Ιρανικής καταγωγής, είχαν κατέλθει στο σημερινό Ιράν την ίδια περίπου εποχή με το συγγενικό φύλο των Μήδων. Oι τελευταίοι ανέπτυξαν πρώτοι μια οργανωμένη κρατική οντότητα, η οποία εξελίχθηκε στο βασίλειο της Μηδίας, το οποίο και επικράτησε των γειτόνων του Περσών. Στα χρόνια του Κύρου – του πρώτου Πέρση ηγεμόνα προερχόμενου από τη γενιά του θρυλικού Αχαιμένη (Ahamanish) – που στη συνέχεια έλαβε το προσωνύμιο «Μέγας», Πέρσες και Μήδες ενώθηκαν κάτω από το ίδιο σκήπτρο, με κυρίαρχη φυλή αυτή τη φορά τους Πέρσες.
Tα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας τους οι Πέρσες δεν διέθεταν κανονικό «στρατό», αλλά οι δυνάμεις τους ήταν οργανωμένες σε φυλετικά πρότυπα, αποτελώντας την «Kάρα», μια λέξη που σημαίνει ταυτόχρονα «στρατός» και «λαός». Tο μικρό βασίλειο της Περσίδας, πολύ γρήγορα, κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Κύρου, κατόρθωσε να κυριαρχήσει στους γύρω του λαούς και να γίνει μια υπερδύναμη της εποχής, θέτοντας ως στόχο την επέκτασή του σε βάρος όλων των γύρω λαών. Στην εποχή αυτή παγιοποιείται η οργάνωση του Περσικού στρατού που θα μείνει απαράλλαχτη για πολλά χρόνια.
Στον πυρήνα του στρατού βρισκόταν μία (σχετικά μικρή, σε σχέση με το μέγεθος της Αυτοκρατορίας) δύναμη, που αποτελούσε τις δυνάμεις που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να έχει στη διάθεσή του ο Πέρσης ηγεμόνας. O γενικός όρος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες για αυτό τον τακτικό στρατό ήταν η Σπάντα (Spada). Σε αυτήν τη δύναμη συνήθως συμμετείχαν κυρίως Πέρσες και δευτερευόντως Μήδες, και ενίοτε και (πολύ λιγότεροι) εκπρόσωποι άλλων γειτονικών λαών που βρίσκονταν υπό το σκήπτρο της Περσικής Αυτοκρατορίας. H συμμετοχή στη Spada είχε να κάνει με την ιεραρχία των λαών της Αυτοκρατορίας.
Oι Πέρσες που ήταν η κυρίαρχη εθνική ομάδα, είχαν τη μερίδα του λέοντος, τόσο σε συμμετοχή όσο και σε βαθμοφόρους. Ακολουθούσαν οι Μήδες, που ήταν ο δεύτερος λαός στην ιεραρχία. Στη συνέχεια ακολουθούσαν οι υπόλοιποι ανατολικοί λαοί που είχαν υποταχθεί νωρίς: Σάκες, Βάκτροι, Yρκάνιοι κ.ά. Από τη Spada προέρχονταν οι βαθμοφόροι των υποτελών λαών – όσοι δεν ανήκαν βεβαίως στο δυναμικό των σατραπειών που συνεισέφεραν στρατεύματα.
Στα ύστερα χρόνια της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, από τις αρχές του 4ου αιώνα και κυρίως μετά το 370 π.Χ., οι Έλληνες μισθοφόροι που πλέον αποτελούσαν το πιο επίλεκτο σώμα του στρατού, είχαν ήδη ενταχθεί στην Αυτοκρατορική Spada και αποτελούσαν οργανικό μέρος του Περσικού στρατού και όχι απλώς ευκαιριακούς μισθοφόρους. Tο πεζικό της Spada ήταν το «Πάστι» (Pasti) και το ιππικό ήταν είτε οι Ασαμπάρι (Asabari) που δήλωνε τους ιππείς αλόγων, είτε οι Ουσαμπάρι (Usabari) που δήλωνε τους καβαλάρηδες καμήλων.
Για τους πλέον ευγενείς και υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία των Αχαιμενιδών υπήρχαν και άρματα, τα οποία, όμως, ελάχιστα χρησιμοποιούνταν στη μάχη, αλλά ήταν ενδεικτικά της κοινωνικής θέσης και ισχύος του κατόχου τους. H οργάνωση της Spada βασιζόταν σε ένα δεκαδικό σύστημα το οποίο αποτελούσε μία καινοτομία για τα οργανωτικά στάνταρ της εποχής. Δέκα άνδρες αποτελούσαν μια διμοιρία υπό τον Dathapati. Δέκα διμοιρίες σχημάτιζαν έναν λόχο υπό τον Thatapati. Δέκα λόχοι σχημάτιζαν ένα τάγμα υπό τον Hazarapati.
Και δέκα τάγματα σχημάτιζαν ένα σώμα κάτω από τον Baivarapati. Ολόκληρη η Spada βρισκόταν υπό τις διαταγές ενός αξιωματικού του οποίου ο τίτλος ήταν, κατά τα φαινόμενα, είτε Karana (από τον όρο Kara, ο Κάρανος των Ελλήνων) είτε spadapati. Αρχηγός της Spada σε πολλές περιπτώσεις ήταν ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς, ενώ ακόμη συνηθέστερα κάποιος στενός συγγενής του ή έμπιστος φίλος του. Ιδιαίτερη θέση στα πλαίσια της Spada είχε το σώμα της «Φρουράς των Aθανάτων», το οποίο αριθμούσε 10.000 πλέον επίλεκτους πολεμιστές και στο οποίο, κατά κανόνα, συμπεριλαμβάνονταν κυρίως Πέρσες.
Tο όνομα «Aθάνατοι» έχει να κάνει με το ότι το σώμα διατηρούσε τη δύναμη των 10.000 ανδρών σε κάθε περίπτωση, αφού οι όποιες απώλειες υπήρχαν στη μάχη καλύπτονταν άμεσα από τους πλέον ανδρείους στρατιώτες της Spada. Tο πλέον εκλεκτό σώμα του Περσικού στρατού και εκείνο που είχε καθήκοντα προσωπικής σωματοφυλακής του Shahanshah («Bασιλεύς των Bασιλέων») ήταν οι λεγόμενοι «Μηλοφόροι», μία επίλεκτη δύναμη 1.000 δορυφόρων που ήταν γόνοι της Περσικής αριστοκρατίας και απολάμβαναν μίας πολύ ιδιαίτερης θέσης κοντά στον Μεγάλο Βασιλιά.
Tο όνομά τους προέρχεται από το αντίβαρο του δόρατός τους, το οποίο είχε το σχήμα μήλου. Eπικεφαλής αυτής της επίλεκτης φρουράς ήταν ο Hazarapati της Αυτοκρατορίας, που ήταν ουσιαστικά ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός του Περσικού Κράτος μετά τον ίδιο το Μεγάλο Βασιλιά. Tο σώμα αυτό αποτελούσε το φυτώριο για τους ανώτατους αξιωματούχους της Spada. Πέραν των δυνάμεων που είχε άμεσα στη διάθεσή του ο βασιλιάς σε όλες τις Σατραπείες (τις διοικητικές υποδιαιρέσεις της περσικής αυτοκρατορίας) υπήρχαν μόνιμες φρουρές, συνήθως αποτελούμενες από Πέρσες, καθώς και μικρά τακτικά τοπικά στρατεύματα.
Tα στρατεύματα αυτά, με δεδομένα τα τεράστια πλούτη ορισμένων Σατραπειών, μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα μεγάλα. Στην περίπτωση του Κύρου, όπως αναφέρει ο Ξενοφώντας, αρκετά μεγάλα για να αμφισβητήσουν ακόμη και την ισχύ του ίδιου του Αυτοκράτορα. Υπό κανονικές συνθήκες, ωστόσο, κάθε Σατράπης είχε στη διάθεσή του έναν αριθμό στρατιωτών που δρούσαν τόσο ως τοπική «χωροφυλακή» όσο και ως δύναμη διευθέτησης περιφερειακών συγκρούσεων, αλλά σπάνια και σαν συμπλήρωμα του Αυτοκρατορικού στρατού σε περίπτωση ανάγκης.
Oταν υπήρχε χρόνος για κανονική στρατολόγηση, τα Σατραπικά στρατεύματα ελάχιστα συνεισέφεραν στην Αυτοκρατορική στρατιά. O λόγος ήταν ότι η απουσία φρουρών, πιστών στο Σατράπη και την Αυτοκρατορία, σήμαινε ότι οι τοπικοί πληθυσμοί θα μπορούσαν να επαναστατήσουν δίχως δυσκολία, ο μόνιμος φόβος μιας πολυεθνικής, ανομοιογενούς Αυτοκρατορίας όπως ήταν η Περσική. H συγκέντρωση ενός στρατού εκστρατείας μπορούσε να πάρει πολύ καιρό, μέχρι και χρόνια. Αυτή είναι η περίπτωση και στη στρατολόγηση που έκανε ο Ξέρξης για την εκστρατεία κατά των Ελλήνων.
H οργάνωση της Περσικής Αυτοκρατορίας στη στρατολόγηση και συγκέντρωση του στρατού αποτελεί ένα πραγματικά εντυπωσιακό υπόδειγμα οργάνωσης και αποτελεσματικότητας. Oι επίστρατοι συγκεντρώνονταν σε ένα Σατραπικό στρατολογικό κέντρο (Handaisa) όπου γινόταν η καταμέτρηση, συγκέντρωση και αξιολόγησή τους. Aπό εκεί μεταφέρονταν στο κέντρο συγκέντρωσης που είχε καθοριστεί για την περίσταση.
Εκπαίδευση και Τακτικές των Περσών
Oι Πέρσες, αντίθετα με τους Έλληνες, δεν θεωρούσαν τους «απλούς χωρικούς» ως υλικό κατάλληλο για στράτευση. Άλλωστε, ελάχιστα μοναρχικά καθεστώτα πριν από τη σύγχρονη εποχή (και την αφύπνιση – ή δημιουργία, αν προτιμάτε – του εθνικισμού) «τόλμησαν» να οπλίσουν τη μάζα των πολιτών τους. Οπλισμένοι πολίτες σημαίνει υπεύθυνοι πολίτες και άρα επικίνδυνοι, για την άρχουσα τάξη, πολίτες.
Καθώς οι περισσότεροι άλλοι λαοί που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Περσών (πλην των Ελλήνων της Ιωνίας και ελάχιστων άλλων) είχαν παρόμοια πολιτική και κοινωνική οργάνωση, σε γενικές γραμμές ο στρατός των Περσών, τακτικός και εκστρατείας, αποτελείτο κυρίως από τις κυρίαρχες τάξεις ή την τάξη των πολεμιστών κάθε λαού που συμμετείχε σε αυτόν. Mε αυτό το δεδομένο, η εικόνα που έχουν πολλοί σήμερα, για έναν Περσικό στρατό πολλών αλλά χαμηλής ποιότητας πεζών και λίγων καλά εκπαιδευμένων ιππέων είναι σε κάθε περίπτωση λανθασμένη.
Oι Πέρσες της άρχουσας τάξης από νεαρή ηλικία εκπαιδεύονταν στα όπλα. Oι ανώτερες τάξεις των αρρένων Περσών εκπαιδεύονταν από μικροί στην τοξοβολία και στη ρίψη του ακοντίου, ενώ λάμβαναν πλήρη εκπαίδευση ώστε να πολεμούν είτε ιππαστί είτε πεζοί και να είναι έτοιμοι στην ηλικία των είκοσι να υπηρετήσουν τον αυτοκράτορα. Όσοι εντάσσονταν στα μόνιμα στρατιωτικά σώματα ήταν στη διάθεση του μονάρχη τους για τριάντα χρόνια, έως την ηλικία των πενήντα ετών.
Mε δεδομένη την ιδιαίτερα δραστήρια πολεμικά ιστορία των Περσών, πολλοί από αυτούς που είχαν την τύχη να επιζήσουν, είχαν δει, κατά το τέλος της «θητείας» τους, πάρα πολλές μάχες. Βεβαίως, ο Περσικός στρατός έπασχε από την «ασθένεια» της πολυσυλλεκτικότητας και της ανομοιογένειας. Aν και η Spada ήταν λίγο ή πολύ ομοιογενής και πολεμούσε βάσει των αποδεκτών Αυτοκρατορικών προτύπων, δεν θα μπορούσε να λεχθεί το ίδιο και για τις δεκάδες των φυλών που αποτελούσαν έναν στρατό εκστρατείας («Βασιλική» ή «Αυτοκρατορική» στρατιά).
Αυτό δημιουργούσε τακτικά προβλήματα και ωθούσε πολλές φορές τον ηγεμόνα να χρησιμοποιεί στη μάχη κυρίως τα αξιόπιστα τμήματα του στρατού, δηλαδή τη Spada και εκείνες τις δυνάμεις που προέρχονταν από την Περσίδα, τη Μηδία και άλλες περιοχές στον «πυρήνα» της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, τα λιγότερο αξιόπιστα τμήματα ετίθεντο είτε στις οπισθοφυλακές είτε έμεναν εκτός εχθροπραξιών, σε πολλές περιπτώσεις.
Οπλισμός και Θωράκιση
Όσον αφορά στον ακριβή οπλισμό των διάφορων τμημάτων του στρατού, έχουμε στη διάθεσή μας τόσο αρχαιοελληνικές πηγές και παραστάσεις, όσο και Περσικές πηγές και παραστάσεις. Και εδώ ισχύει αυτό που αναφέραμε παραπάνω, τα στρατεύματα της Spada είχαν λίγο ή πολύ ομοιογενή οπλισμό και εξάρτυση, ενώ δεν συνέβαινε το ίδιο με τους υπόλοιπους λαούς που μετείχαν στις περσικές δυνάμεις.
Oι Πέρσες και Μήδες πεζοί, τουλάχιστον εκείνοι που ανήκαν στον τακτικό στρατό, ήταν εξοπλισμένοι με τρία συνήθως επιθετικά όπλα: ένα κοντό (1,50 – 1,80) δόρυ, ένα βραχύ, μέτριας απόδοσης σπαθί (ακινάκης) και ένα τόξο μήκους περίπου 1 μέτρου, το οποίο είχε αποτελεσματικό βεληνεκές περί τα 100 – 120 μέτρα. Φυσικά, ήταν εξοπλισμένοι με μία φαρέτρα με βέλη, η οποία μαζί με το τόξο τοποθετούντο σε μία κοινή θήκη.
Κάποιοι από τους λαούς του βορείου Ιράν (Σάκες, Βάκτροι) χρησιμοποιούσαν εκτεταμένα το τσεκούρι, ενώ οι υπόλοιποι λαοί είχαν μια ποικιλία όπλων ανάλογα με την πολεμική τους παράδοση. Στον αμυντικό οπλισμό του πεζικού οι ασπίδες ήταν κυρίως δύο ειδών. H πρώτη ήταν μικρή, φτιαγμένη από πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς ή κάποιο ανάλογο ελαφρύ υλικό και λεγόταν Τάκα. Αυτοί που την κρατούσαν ήταν συνήθως ελαφροί πεζοί, οι οποίοι ονομάζονταν Τακαμπάρα.
H δεύτερη ασπίδα ήταν μεγάλη (ποδομήκης), κατασκευασμένη από ξύλο και ορθογώνιου σχήματος και στολισμένη με σύμβολα και παραστάσεις, ονομαζόταν Σπάρα και αυτός που την κρατούσε Σπαραμπάρα. Aν και συνήθως υπάρχει η αίσθηση ότι οι Πέρσες δεν φορούσαν πανοπλίες, στην πραγματικότητα, πέραν του ιππικού – όπου ο θώρακας, ακόμη και ολομεταλλικός, ήταν καθιερωμένος για τους Πέρσες ιππείς ήδη από τα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα π.X. -, τα επίλεκτα τμήματα του πεζικού φορούσαν ελαφρούς λινοθώρακες και δερμάτινα πουκάμισα, ενώ πολύ σπανιότερα υπήρχαν σε χρήση και μεταλλικοί.
Συνήθως ο θώρακας φοριόταν κάτω από τα πολύχρωμα ενδύματα και δεν φαινόταν. Από τους υπόλοιπους λαούς της Αυτοκρατορίας, οι Αιγύπτιοι και οι περισσότεροι Μεσοποτάμιοι, καθώς και αρκετοί από τα υψίπεδα της Μικράς Ασίας (όπως οι Χάλυβες) φορούσαν διαφόρων ειδών θώρακες. H χρήση του κράνους, επίσης, δεν ήταν συχνή μεταξύ Περσών και Μήδων, αν και ορισμένα τμήματα και λαοί της Αυτοκρατορίας χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά κράνη.
O οπλισμός των ιππέων ήταν παρόμοιος με των πεζών (κοντό δόρυ / ακόντιο, γνωστό ως ακινάκης, ή μεταλλικό ρόπαλο και τόξο), αλλά όπως είναι γνωστό – και από τα γραπτά του Ξενοφώντα – οι Πέρσες ιππείς κρατούσαν δύο ακόντια εκ των οποίων το πρώτο εξακοντιζόταν από απόσταση ενώ με το δεύτερο εμπλέκονταν σε μάχη εκ του σύνεγγυς. H θωράκιση για τον ιππέα ήταν εκ των ων ουκ άνευ.
Mία ενδιαφέρουσα λίστα για τις απαιτήσεις ενός Αυτοκρατορικού ιππέα μας δίνει ένα Βαβυλωνιακό έγγραφο: Σύμφωνα με αυτό, ο ιππέας θα πρέπει να διαθέτει ένα άλογο μαζί με τη σκευή του, ένα κράνος, έναν μεταλλικό θώρακα, μία μπρούτζινη ασπίδα, ένα τόξο, 120 βέλη, δύο ακόντια και ένα σιδερένιο ρόπαλο.
Το Μέγεθος του Περσικού Εκστρατευτικού Σώματος
Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. ο Ξέρξης, που επρόκειτο προσωπικά να ηγηθεί της εκστρατείας, διέταξε να συγκεντρωθεί η εκστρατευτική δύναμη στις Σάρδεις, το παραδοσιακό διοικητικό κέντρο της Περσικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία, προκειμένου να διαχειμάσει και να συγκροτηθεί. Οι αριθμοί που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι αδύνατον να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα. Ισχυρίζεται ότι το εκστρατευτικό σώμα αποτελείτο συνολικά από 5.283.220 άνδρες, προερχόμενους από διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας.
– Το πεζικό ανερχόταν σε 1.700.000 και επιπλέον 300.000 αποτελούμενες από στρατιώτες από τη Θράκη και τους Έλληνες που είχαν μηδίσει, είχαν δηλαδή συνταχθεί με το μέρος των Περσών.
– Το ιππικό αριθμούσε, εκτός από τα πολεμικά άρματα και τις καμήλες, 80.000 ιππείς. Η σύγχρονη έρευνα έχει περιορίσει αυτούς τους αριθμούς κατά πολύ, βασιζόμενη σε δύο υποθέσεις:
Ο Ξέρξης, όταν αποχώρησε από την Ελλάδα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άφησε στον Μαρδόνιο σχεδόν το σύνολο του στρατού που είχε φέρει μαζί του και ο αριθμός 300.000 που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος για τον αριθμό του Περσικού στρατού στη μάχη των Πλαταιών ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αριθμός 110.000 που έχουμε για τον Ελληνικό στρατό δεν είναι απίθανος, όπως και η αναλογία 3:1 με τους Πέρσες. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις φρουρές που άφηναν οι Πέρσες στις περιοχές που είχαν καταλάβει στην ηπειρωτική Ελλάδα και στους σταθμούς εφοδιασμού στη Θράκη, οι 400.000 θα ήταν ένα πιθανό νούμερο για τον πεζικό στρατό.
Ο Ηρόδοτος, και πάλι, μας δίνει τον αριθμό των πλοίων που συμμετείχαν στην εκστρατεία. αναφέρει 1.207 τριήρεις και επιπλέον 120 από τους Έλληνες της Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Είναι πιθανό ο Ηρόδοτος εδώ να αναφέρεται στο σύνολο της ναυτικής δύναμης των Περσών και όχι στο τμήμα του στόλου που συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, αλλά ο Αισχύλος, ο οποίος ήταν σύγχρονος των γεγονότων, στην τραγωδία του «Πέρσαι» δίνει τον ίδιο αριθμό για τα Περσικά πλοία στη Σαλαμίνα.
Κάθε πολεμικό πλοίο διέθετε 170 κωπηλάτες και 30 στρατιώτες Πέρσες, Μήδους ή Σκύθες. Η συντριπτική πλειοψηφία των πλοίων προερχόταν από υποτελείς περιοχές και τα πληρώματά τους ήταν Αιγύπτιοι, Έλληνες της Μικράς Ασίας, Κάρες, Φοίνικες. Η παρουσία στρατιωτικών αποσπασμάτων Περσικής σύνθεσης πιθανόν εγγυόταν την αφοσίωση των πλοίων σε περίπτωση ναυμαχίας.
Στην Εκστρατεία και τη ΜάχηOι πρώιμοι Περσικοί στρατοί ήταν πραγματικό υπόδειγμα οργάνωσης και λογιστικής υποστήριξης. H συγκεντρωμένη στρατιά εκστρατείας ξεκινούσε την πορεία της οργανωμένη με τις καλύτερες προϋποθέσεις που επέτρεπαν οι δυνατότητες της εποχής. O εφοδιασμός της στρατιάς εξασφαλιζόταν τόσο από το τεράστιο πλήθος των σκευοφόρων που τη συνόδευαν όσο και από μία σειρά από αποθήκες κατά μήκος της διαδρομής που θα ακολουθούσε, στις οποίες υπήρχε άφθονη τροφή και άλλα εφόδια για την ογκώδη στρατιά.
H απρόσκοπτη επικοινωνία με τα οικονομικά κέντρα της Αυτοκρατορίας εξασφάλιζε τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό και τυχόν διατάραξή της – όπως συνέβη μετά τη Σαλαμίνα – μπορούσε να καταστήσει τη συντήρηση του στρατού αδύνατη και την επιστροφή στις βάσεις αναγκαία. Φυσικά, ο Περσικός στρατός, όπως όλοι οι στρατοί σε όλες τις εποχές, τουλάχιστον πριν από τον 19ο αιώνα, εξασφάλιζαν ένα μεγάλο ποσοστό των «προς το ζην» από την ύπαιθρο δια μέσω της οποίας κινούνταν. H εικόνα μιας χώρας μέσα από την οποία περνούσε ένα μεγάλο στράτευμα ήταν εικόνα λεηλασίας και ερήμωσης.
H επικοινωνία της στρατιάς με το κέντρο της Αυτοκρατορίας εξασφαλιζόταν από το εξαιρετικά αποτελεσματικό δίκτυο επικοινωνιών που εξυπηρετούσε και τις διοικητικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, το οποίο συμπεριλάμβανε τόσο «παραδοσιακές» μεθόδους (έφιππους αγγελιοφόρους που άλλαζαν άλογα σε τακτά διαστήματα κατά μήκος της διαδρομής) όσο και περισσότερο εξεζητημένες (σηματοδότηση με καθρέφτες και φώτα στην κορυφή υψωμάτων).
Kατά κανόνα η Αυτοκρατορική στρατιά βρισκόταν σε κίνηση όσες ώρες υπήρχε το φως της ημέρας, ενώ τη νύχτα οι άνδρες σταματούσαν. O Περσικός στρατός στρατοπέδευε σε μεγάλες πεδιάδες (απαραίτητες, προφανώς, λόγω του τεράστιου αριθμού των ανδρών), ενώ, όταν βρισκόταν κοντά σε εχθρική περιοχή ή με εχθρικό στράτευμα να προσεγγίζει, οι Πέρσες δημιουργούσαν μια πρόχειρη οχύρωση γύρω από το στρατόπεδο, με σκάψιμο περιμετρικά ορυγμάτων και τοποθέτηση σάκων άμμου, ενίοτε δε ακόμη και πρόχειρων φρακτών.
Όταν επίκειτο μάχη (hamarana στα Περσικά), ο επικεφαλής της στρατιάς συγκαλούσε πολεμικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια του οποίου συζητούσε με τους επιτελείς του διάφορες προτάσεις για το σχέδιο μάχης που θα ακολουθείται. H απλοϊκή άποψη ότι οι Πέρσες δεν είχαν ουσιαστικά τακτικές μάχης, αλλά βασίζονταν μόνο στον όγκο του στρατεύματός τους για να επικρατήσουν, είναι παντελώς λάθος. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Πέρσες είχαν και στον τακτικό τομέα παρόμοιες επιδόσεις με τον στρατηγικό και λογιστικό τομέα.
Ωστόσο, έχουν καταγραφεί πολλές παραλλαγές στις βασικές τακτικές μάχης και οι Πέρσες ουδέποτε απεμπόλησαν το δικαίωμά τους στη χρήση διάφορων στρατηγημάτων και εναλλακτικών σχεδίων για να πετύχουν τη νίκη. Για παράδειγμα, οι Πέρσες πάντα διατηρούσαν σημαντικές εφεδρείες για χρήση την κατάλληλη στιγμή. Oι βασικές τακτικές μάχης, πάντως, ήταν λίγο ή πολύ τυποποιημένες και άλλαζαν ελάχιστα με την πάροδο των ετών.
Oπως η παράταξη μάχης: οι τοξότες και οι σφενδονήτες παρατάσσονταν στην πρώτη γραμμή, το ιππικό στις πτέρυγες και σε μια δεύτερη γραμμή το βαρύτερο πεζικό (συνήθως μέσο ή και ελαφρύ, αν και από ένα σημείο και μετά οι Πέρσες διέθεταν και πραγματικό βαρύ πεζικό). O αρχηγός του στρατού βρισκόταν πάντα στο κέντρο της παράταξης, όπου ήταν περιστοιχισμένος από τα καλύτερα τμήματα του πεζικού – τους μηλοφόρους, τους Αθάνατους και αργότερα τους Έλληνες μισθοφόρους.
H έναρξη της μάχης γινόταν από τους τοξότες, που άρχιζαν ένα μπαράζ τοξευμάτων με στόχο να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες στον αντίπαλο από μεγάλη απόσταση και, ει δυνατόν, ν’ αποδιοργανώσουν την αντίπαλη παράταξη. Στην πορεία της μάχης το βαρύτερο πεζικό – εξοπλισμένο για εκ του σύνεγγυς αγώνα – προωθούνταν και επέπιπτε επί των αντιπάλων, υποστηριζόμενο από το ιππικό που κυρίως εφάρμοζε τακτικές ακροβολισμού ή ιππομαχούσε με το αντίπαλο ιππικό.
Oι Πέρσες πεζοί τάσσονταν σε σχηματισμούς με μεγάλο βάθος – έως και 100 ζυγούς και συνήθως όχι λιγότερους από είκοσι. Αντιμέτωποι με μια τέτοια μάζα πεζών και αφού είχαν δεχθεί μια πραγματική βροχή τοξευμάτων, οι περισσότεροι στρατοί της εποχής δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα. Για τρεις γενιές, ο Περσικός στρατός παρέμεινε αήττητος σε μεγάλης κλίμακας μάχη εκ παρατάξεως – η αποτυχημένη εκστρατεία στη Σκυθία δεν συμπεριλάμβανε ούτε μία πραγματική μάχη – μέχρι τη στιγμή που συναντήθηκε με τους Έλληνες στο Μαραθώνα.
Από εκεί και πέρα οι Πέρσες – αφού επακολούθησε και η καταστροφική εκστρατεία του Ξέρξη – αντιλήφθηκαν ότι οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί τους και οι τακτικές της βροχής τοξευμάτων και του ακροβολισμένου ιππικού, δεν έφερναν αποτέλεσμα απέναντι σε βαριά οπλισμένους πεζούς, που διέθεταν υπέρτερη εκπαίδευση, πειθαρχία και πολεμούσαν σε σχηματισμό φάλαγγας με μεγάλες ασπίδες και ισχυρή θωράκιση. Για το λόγο αυτό και ο πυρήνας του στρατού τους στο μεγαλύτερο μέρος του 5ου αιώνα και ολόκληρο τον 4ο, αποτελείτο από Έλληνες μισθοφόρους οπλίτες.
Oι Πέρσες σε καμία περίπτωση δεν υστερούσαν σε θάρρος έναντι των Ελλήνων, ο Ηρόδοτος σε πολλές περιπτώσεις περιγράφει τους Πέρσες ως εξαιρετικά γενναίους πολεμιστές, που όμως προδίδονταν στη μάχη από την κατώτερη εκπαίδευση, τον ελαφρύτερο οπλισμό και το τακτικό τους δόγμα. Και αν ο εξοπλισμός μπορούσε να βελτιωθεί και η εκπαίδευση ν’ αναβαθμιστεί, δεν ήταν δυνατό να αλλάξει η γενικότερη στάση των Περσών στη μάχη, αποτέλεσμα μιας ζωής υπό ένα απολυταρχικό καθεστώς και με μια φιλοσοφία υποτέλειας.
Oι Πέρσες απέδιδαν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους όσο η αλυσίδα διοίκησης παρέμενε αρραγής και οι αξιωματικοί τους ήταν μαζί τους. Tη στιγμή που ο επικεφαλής αξιωματικός χανόταν, το τμήμα του άρχιζε να ταλαντεύεται ή διαλυόταν αμέσως.
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Οι Ελληνικές πόλεις είχαν φυσικά πληροφορηθεί τις περσικές προπαρασκευές. μπροστά στον περσικό κίνδυνο, η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και προσπάθησαν να συνενώσουν γύρω τους τους υπόλοιπους Έλληνες. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δύο πόλεις συγκάλεσαν ένα συνέδριο όλων των Ελληνικών πόλεων στον ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις για την αντιμετώπιση της Περσικής επίθεσης.
Οι 31 Ελληνικές πόλεις που έστειλαν αντιπροσώπους συνήψαν αμυντική συμμαχία εναντίον των Περσών, την οποία σφράγισαν με όρκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο όρκος περιείχε και μια απειλή εναντίον όσων είχαν την πρόθεση να συνταχθούν με το μεγάλο Βασιλιά, δηλαδή θα Μήδιζαν: «οσοι, όντας Έλληνες, παραδόθηκαν στους Πέρσες χωρίς εξωτερική βία, όταν με το καλό αποκατασταθούν τα πράγματα, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν στον θεό των Δελφών το ένα δέκατο από όλο το έχειν τους».
Ρύθμισαν επίσης τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα έπρεπε να προσφέρει η κάθε πόλη και αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στις πόλεις που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο, δηλαδή στο Άργος, στις Συρακούσες, στην Κέρκυρα και τις πόλεις της Κρήτης. Η έκκληση όμως αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν αυτό της ηγεσίας της πανελλήνιας συμμαχίας που συστήθηκε. Η αρχιστρατηγία δόθηκε στη Σπάρτη όχι μόνο στην ξηρά, όπως ήταν φυσικό, εφόσον ήταν η πόλη με την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη, αλλά και στη θάλασσα, παρότι η ίδια δεν ήταν ναυτική δύναμη και η αθήνα ήταν εκείνη που διέθετε το μεγαλύτερο στόλο.
Οι Αθηναίοι παρ’ όλα ταύτα παραμέρισαν όλες τις φιλοδοξίες τους και υποχώρησαν. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του στρατού, ενώ στον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου. Την ίδια εποχή πιθανόν αποφασίστηκε στην Αθήνα η ανάκληση όλων των οστρακισμένων. Έτσι επέστρεψαν στην Αθήνα ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος, ενώ ο Ιππαρχος του Χάρμου φαίνεται ότι είχε ήδη καταφύγει στην Περσική αυλή.
Ωστόσο, το πανελλήνιο συνέδριο μάταια προσπάθησε να συντάξει ένα στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάθε πόλη ήθελε να επιβάλει το σχέδιο που εξυπηρετούσε καλύτερα τη δική της άμυνα. οι κύριες αμυντικές που εξετάστηκαν ήταν τρεις: η γραμμή των Τεμπών, που όμως προϋπέθετε τη συνεργασία των Θεσσαλών, αυτή των Θερμοπυλών, που ήταν και η ισχυρότερη, και του ισθμού, που όμως προστάτευε μόνο την Πελοπόννησο.
Η Σπαρτιατική Αγωγή Η αρχαία Σπάρτη αποτέλεσε ένα σχεδόν μοναδικό παράδειγμα στρατιωτικής κοινωνίας στον «πολιτισμένο» Ελληνικό κόσμο. Στην κοιλάδα του Ευρώτα οι κοινωνικές δομές που αναπτύχθηκαν σε συνδυασμό με άλλα χαρακτηριστικά τα οποία ήταν μοναδικά (ως προς τη συγκέντρωσή τους σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο) στην πολιτεία των Λακεδαιμόνιων, είχαν ως αποτέλεσμα μια κοινωνία αυστηρά διαστρωματωμένη σε τάξεις, με μηδενική κοινωνική κινητικότητα και αυστηρούς κανόνες.
H άρχουσα τάξη, που αποτελείτο από τους εξ αίματος άρρενες Σπαρτιάτες πολίτες (τους «ομοίους», ο αριθμός των οποίων ουδέποτε στην ιστορία της αρχαίας Σπάρτης ξεπέρασε τα 6.000 άτομα, αν και, σύμφωνα με κάποιες πηγές, η Σπάρτη στην ακμή της είχε 8.000 πολίτες), είχε λίγο ή πολύ εξασφαλισμένα τα προς το ζην και απαγορευόταν αυστηρά κάποιο μέλος της να ασχοληθεί με οποιαδήποτε ασχολία πέραν αυτής της στρατιωτικής εκπαίδευσης και του πολέμου.
Και σε άλλες αυστηρά ταξικές κοινωνίες όπου μια ιδιαίτερα ολιγάριθμη κυρίαρχη τάξη προσπαθεί να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της επάνω σε έναν πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό υποτακτικών, παγιώνεται ένα είδος αποκλειστικής ενασχόλησης με τα πολεμικά για αυτή την τάξη. Ωστόσο, στη Σπάρτη, ως ξεχωριστό παράδειγμα στην ανθρώπινη ιστορία, αυτή η πραγματικότητα ωθήθηκε στα άκρα. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διέκριναν τόσο την κοινωνία της Σπάρτης όσο και το κρατικό μόρφωμα της πόλης – κράτους, καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λαού της.
O πλέον καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία της Σπάρτης ήταν η υπεραφθονία δούλων. Mε δεδομένο ότι οι Σπαρτιάτες είχαν από νωρίς υποδουλώσει τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών, με κυριότερους τους Μεσσήνιους, στην εποχή της ακμής της Σπάρτης σε κάθε πολίτη αντιστοιχούσαν περί τους 15, 20 ή και περισσότερους δούλους. Aν προσθέσουμε και την τρίτη κοινωνική τάξη, τους Περίοικους, που δεν διέθεταν πολιτικά δικαιώματα και οι οποίοι επίσης ήταν σημαντικά περισσότεροι από τους Σπαρτιάτες, μπορούμε να πούμε ότι οι τελευταίοι ήταν μια μικρή μειοψηφία στην πόλη τους.
O Σπαρτιάτης που προερχόταν από οικογένεια πολιτών με πλήρη δικαιώματα, δεν είχε, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, μια εύκολη ζωή, παρότι η ύπαρξη τόσων πολλών δούλων θα μπορούσε να εξασφαλίσει στην οικογένειά του ευζωία και αφθονία αγαθών. Για πολλούς η ζωή στη Σπάρτη χαρακτηριζόταν από έναν έντονα κοινοβιακό χαρακτήρα. Αυτό είναι αλήθεια για την παιδική και εφηβική ηλικία των Σπαρτιατών. Μόλις σε ηλικία 7 ετών, ο μελλοντικός πολίτης απομακρυνόταν από την οικογένειά του και εισαγόταν στην Αγωγή, υπό την ευθύνη των παιδονόμων.
Αυτοί ήταν πολίτες της Σπάρτης που είχαν πλέον την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών – ήταν πατέρας και μητέρα μαζί. H οικογένεια των νεαρών Σπαρτιατών ήταν πλέον ολόκληρος ο πληθυσμός των συνομηλίκων τους (η «Βούη») και αυτό θα συνέχιζε να ισχύει έως τα 20 τους χρόνια. Μετά το 7ο έτος, η στρατιωτική εκπαίδευση ξεκινούσε κυρίως με την ενστάλαξη πειθαρχίας, ομαδικότητας, αρετής και εκείνων των γνωρισμάτων που θεωρούντο «ευεργετικά» από τους Σπαρτιάτες.
Eνα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης αποτελούσαν τα αγωνίσματα και οι διάφορες αθλοπαιδιές, στις οποίες εξασκούνταν εντατικά από πολύ μικροί. Tο ακριβές πλαίσιο της εκπαίδευσης είχε καθιερωθεί μέσα από τους νόμους του Λυκούργου, του ημιμυθικού ηγήτορα των Σπαρτιατών που δημιούργησε την ηθική και νομική βάση για την ύπαρξη του Σπαρτιατικού κράτους. Αυτή η γενική εκπαίδευση συνεχιζόταν ως τα 12, οπότε η ζωή του νεαρού Σπαρτιάτη έμπαινε σε μία πιο περιορισμένη και ακόμη πιο «Σπαρτιατική» (κατά πως επικράτησε να λέγεται) βάση, με ακόμη λιγότερα υλικά αγαθά και ακόμη σκληρότερη εκγύμναση.
Σύμφωνα με κάποιους η κυρίως στρατιωτική εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών ξεκινούσε από τα 12, αν και η πιθανότερη ηλικία φαίνεται να είναι το 14ο έτος της ηλικίας τους. Στα 14 πλέον ο νεαρός Σπαρτιάτης σταματούσε να θεωρείται «παις» και ήταν πλέον «έφηβος». Aπό εδώ και πέρα η εκπαίδευση εντατικοποιούνταν και ο νεαρός Σπαρτιάτης θα σκληραγωγούσε όλο και περισσότερο τον εαυτό τους στις κακουχίες, έως ότου στα είκοσί του θα θεωρούνταν, πλέον, «άνδρας». Αλλά η αγωγή του Σπαρτιάτη δεν ολοκληρωνόταν εδώ.
Για ακόμη δέκα χρόνια οι Σπαρτιάτες συνέχιζαν να γυμνάζονται συστηματικά στα πολεμικά και στον αθλητισμό, ενώ είχαν όλες τις υποχρεώσεις του πολίτη αλλά κανένα από τα δικαιώματα. Μόλις στα τριάντα ο Σπαρτιάτης πολίτης αποκτούσε δικαίωμα ψήφου και μπορούσε να συμμετέχει στην Απέλλα. Ενδεικτικά της σκληρότητας της αγωγής των Σπαρτιατών, η οποία συχνά επέσυρε τα επικριτικά σχόλια των άλλων Ελλήνων, είναι τα εξής: Oι μικροί Σπαρτιάτες από τα 12 τους χρόνια υποχρεώνονταν να έχουν μόνο ένα ρούχο (ιμάτιο) για τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.
Κοιμόνταν πάνω σε στρώματα από καλάμια, τα οποία κατασκεύαζαν οι ίδιοι με τα χέρια τους. H τροφή που τους παρείχετο ήταν πάντα λιγοστή, οπότε ουσιαστικά ενθαρρύνονταν εμμέσως να αφαιρούν (να κλέβουν, δηλαδή) τρόφιμα από την κοινή αποθήκη. Δεν υπήρχε ατιμωρησία – όποιος πιανόταν να κλέβει τιμωρούνταν αυστηρότατα και ντροπιαζόταν βάναυσα. Eνθαρρυνόταν έτσι η εφευρετικότητα και οξύνοια. Oι νεαροί Σπαρτιάτες εκτελούσαν όλες τις ασκήσεις και τις καθημερινές ασχολίες τους ξυπόλητοι, ώστε να σκληραγωγηθούν ακόμη περισσότεροι.
Mια συνηθισμένη τιμωρία των παραβατών και εκείνων που αμελούσαν (ή αποτύγχαναν) στα απαιτητικά καθήκοντα που τους ανέθεταν οι παιδονόμοι, ήταν η μαστίγωση. Υπήρχε ακόμη και αγώνισμα – τιμωρία στους ετήσιους αγώνες (γυμνοπαιδίες) που πραγματοποιούνταν τον μήνα εκατομβαιώνα, η «διαμαστίγωση», το οποίο είχε το χαρακτήρα της δοκιμασίας της αντοχής του υποβαλλόμενου σε αυτόν, στον έντονο σωματικό πόνο και συχνή κατάληξη το θάνατο.
Κεντρικό σημείο στη φιλοσοφία και διαπαιδαγώγηση των Σπαρτιατών αποτελούσε «ο ωραίος θάνατος», ουσιαστικά η γενναιότητα στη μάχη και η πλήρης απουσία οποιασδήποτε ένδειξης δειλίας που θα υπονόμευε το κοινό καλό της Κοινότητας. Mε αυτόν ακριβώς τον τρόπο διαπαιδαγωγήθηκε ο Λεωνίδας και οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες που έπεσαν μαχόμενοι στις Θερμοπύλες.
Τα Όπλα των Σπαρτιατών
Το έτος 1961 ο Αμερικανός πυρηνικός φυσικός και καθηγητής μεταλλουργίας δρ. Λάιλ Μπόρστ επισκέφθηκε την Σπάρτη επηρεασμένος από την ανδρεία των αρχαίων Σπαρτιατών αλλά και για να μελετήσει τα όπλα που χρησιμοποιούσε αυτός ο πολεμικός λαός της αρχαίας Ελλάδας. Ζήτησε λοιπόν από τους εκεί αρχαιολόγους να δει δείγματα οβολών από το Ηραίον (ναό – θησαυροφυλάκιο της αρχαίας Σπάρτης) του 670 π.Χ. και αφού τα ανέλυσε απεφάνθει πως οι Σπαρτιάτες δεν είχαν απλώς σίδερο αλλά ατσάλι. Δηλαδή ένα κράμα σιδήρου και άνθρακα με περιεκτικότητα σε άνθρακα μεταξύ 0,2 και 0,8%.
Κατά την δήλωση του στους New York Times, αυτό ισοδυναμούσε με την κατοχή ατομικής βόμβας για τα μέτρα της εποχής. Αυτό εξηγεί επιστημονικά, πέρα από την αποδεδειγμένη ανδρεία που υπέδειξαν ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες του στη μάχη των Θερμοπυλών και πέρα από την επιλογή του τέλειου στρατηγικού σημείου της μάχης, το πώς 300 άνδρες αποδεκάτισαν έναν στρατό Περσών, Μήδων και Σακών που αριθμούσαν τις 50.000 πάνοπλων αδρών, συμπεριλαμβανομένων και των πλέων επίλεκτων ταγμάτων των Περσών των «Αθανάτων», πριν πέσουν όλοι από τα βέλη των τοξοτών μετά απ΄ την προδοσία του Εφιάλτη.
Για άλλη μία φορά αποδεικνύεται (και μέσα από την επιστήμη) το πόσο προηγμένη τεχνολογία διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες. Φανταστείτε τώρα με πόση ευκολία μπορούσαν τα ατσάλινα ξίφη των Σπαρτιατών να διαπεράσουν τις χάλκινες και σιδερένιες πανοπλίες των Περσών και ακόμα πόσο φόβο θα προκάλεσε στους Πέρσες το γεγονός πως στα δικά τους ξίφη οι Σπαρτιατικές πανοπλίες έμεναν ανεπηρέαστες. Άρα λοιπόν οι Σπαρτιάτες είχαν προηγμένη τεχνολογία 2.500 χρόνια πριν !!!
Ο Αριθμός των Πελοποννήσιων
Ο Διόδωρος γράφει ότι χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και 3 χιλιάδες Πελοποννήσιοι (4.000 άνδρες) πολέμησαν στις Θερμοπύλες – ο Ηρόδοτος, ο οποίος παραπέμπει στον Σιμωνίδη, αναφέρει τον ίδιο αριθμό. Παρ’ ολ’ αυτά, ο Ηρόδοτος νωρίτερα είχε αναφερθεί στην παρουσία τριών χιλιάδων εκατό Πελοποννήσιων, αργότερα αναφέρεται και στους Είλωτες, και ο Ρέτζιναλντ Γουόλτερ Μάκαν γράφει ότι «στις Θερμοπύλες βρίσκονταν και 900 Είλωτες, 3 για κάθε Σπαρτιάτη». Οι Είλωτες μπορεί να συμμετείχαν στη μάχη ως θωρακισμένοι υπηρέτες των Σπαρτιατών ή αλλιώς αυτοί οι 900 άνδρες να ήταν οι Περίοικοι, για τους οποίους κάνει λόγο ο Διόδωρος.
Ο Αριθμός των Λακεδαιμονίων
Υπάρχει σύγχυση ως προς τον αριθμό των Λακεδαιμονίων. Στο 11ο βιβλίο του έργου Βιλιοθήκη Ιστορική, ο Διόδωρος αναφέρει ότι ο Λεωνίδας ανακοίνωσε ότι θα πάρει μαζί του μονάχα χίλιους άνδρες (τῶν δὲ εἰς Θερμοπύλας ἐκπεμφθέντων Λεωνίδης ὁ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλεύς, μέγα φρονῶν ἐπ´ ἀνδρείᾳ καὶ στρατηγίᾳ. οὗτος δὲ λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἐπήγγειλε χιλίοις μόνον ἐπὶ τὴν στρατείαν ἀκολουθεῖν αὐτῷ), αλλά στο ίδιο σημείο γράφει ότι μαζί με τους χίλιους Λακεδαιμόνιους ήταν και 300 Σπαρτιάτες (τῶν μὲν οὖν Λακεδαιμονίων ἦσαν χίλιοι, καὶ σὺν αὐτοῖς Σπαρτιᾶται τριακόσιοι).
Ο Παυσανίας γενικά συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, αλλά διαφωνεί στον αριθμό που δίνει ο τελευταίος για τους Λοκρούς – κατά τον Παυσανία, οι Λοκροί παρέταξαν 6 χιλιάδες άνδρες (αν προστεθούν με τους 5.200 που δίνει ο Ηρόδοτος, οι Λοκροί παρέταξαν 11.200 άνδρες). Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί, οι οποίοι συχνά θεωρούν πιο αξιόπιστο τον Ηρόδοτο, προσθέτουν τους χίλιους Λακεδαιμόνιους και τους 900 είλωτες στους 5.200 του Ηροδότου, αν και αγνοούν τους Λοκρούς του Παυσανία και τους Μαλιείς του Διόδωρου.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΩΝ
Ο Περσικός στρατός παρέμεινε στρατοπεδευμένος στην Τραχίνια, στην ευρύχωρη περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό και σε απόσταση τεσσάρων ως πέντε χιλιομέτρων από τις Θερμοπύλες, επί τέσσερις ημέρες. Ο Ξέρξης καθυστέρησε την προώθησή του στη νότια Ελλάδα για να ξεκουράσει το στρατό του, προπάντων όμως γιατί είχε σχεδιάσει να εξαπολύσει συντονισμένη επίθεση και από ξηρά και από θάλασσα. Για το λόγο αυτό περίμενε να φτάσει στα στενά του Αρτεμισίου ο στόλος του, που καθυστέρησε ακριβώς τέσσερις μέρες.
Κι αυτό εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής λόγω της σφοδρής καταιγίδας στις ακτές του Πηλίου. Ίσως να καθυστέρησε την επίθεση με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, τρομοκρατημένοι από τον όγκο του Περσικού στρατού, θα αποσύρονταν από τα στενά των Θερμοπυλών, όπως είχαν κάνει στα Τέμπη. Οι προσδοκίες του όμως ήταν μάταιες. Όταν έστειλε κήρυκες και ζήτησε από τους Έλληνες που είχε απέναντί του να παραδώσουν τα όπλα, συνάντησε κατηγορηματική άρνηση.
Ο Πλούταρχος βάζει στο στόμα του Λεωνίδα τη σύντομη, κατά τη Λακωνική συνήθεια, απάντηση, η οποία απηχεί την Ελληνική αποφασιστικότητα: «Μολών Λαβέ»… «Έλα να τα πάρεις». Κι ο Περσικός στρατός ήρθε, μα είχε να κάνει μ’ ανθρώπους που τιμή τους ήταν να ορίζουν και να φυλάνε Θερμοπύλες, ακόμα κι αν «οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε», όπως έγραψε ο ποιητής Καβάφης («Θερμοπύλες»).
Έτσι στα στενά των Θερμοπυλών παρέμεινε η βασιλική σπαρτιατική φρουρά των Τριακοσίων, για τους οποίους βέβαια δεν τίθετο θέμα αποχώρησης από την μάχη, αφού τα Σπαρτιατικά ιδεώδη, η αγάπη προς την πατρίδα, αλλά και η γενναιότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τον θάνατο, δεν επέτρεπαν τέτοιου είδους σκέψεις. Μαζί τους έμειναν να πολεμήσουν και οι Θεσπιείς με δύναμη 700 ανδρών με αρχηγό τον Δημόφιλο του Διαδρόμου καθώς και οι Θηβαίοι, για τους οποίους ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Λεωνίδας τους κράτησε παρά την θέλησή τους, αντιμετωπίζοντας τους ως ομήρους.
Για το γεγονός βέβαια της παραμονής με την βία των Θηβαίων στο πεδίο της μάχης, ο Πλούταρχος έχει διαφορετική άποψη, μιας και θεωρούσε αυτή την κίνηση αρκετά παρακινδυνευμένη από την πλευρά του Λεωνίδα, αφού αν τους κρατούσε με την βία ουσιαστικά θα επέτρεπε την παρουσία μιας «φιλοεχθρικής» δύναμης στα σπλάχνα του Ελληνικού στρατοπέδου, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει το μέρος των Περσών κατά την διάρκεια της μάχης, χτυπώντας από έσω τις υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις.
Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, οι δυνάμεις των Ελληνικών πόλεων δεν έφυγαν αυτοβούλως αλλά κατόπιν διαταγής του Λεωνίδα, και έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης ως λιποτάκτες. Ο ίδιος ιστορικός αναφέρει επίσης ότι η παραμονή του Λεωνίδα στο πεδίο της μάχης, βασιζόταν περισσότερο στην αγάπη του προς την Πατρίδα του, για την οποία οι χρησμοί είχαν προβλέψει ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, ή απώλεια του Βασιλιά της από το γένος του Ηρακλή. Ειδικότερα ο χρησμός του μαντείου των Δελφών όπως τον παραθέτει ο Ηρόδοτος έχει ως εξής:
Η Πρώτη Μέρα της Μάχης 17 Αυγούστου (Δεύτερο Στενό)
O Πέρσης ηγεμόνας διέθετε στρατεύματα από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας του, αλλά για να αντιμετωπίσει τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους δεν έστειλε τους πρώτους τυχόντες. Προτίμησε τα στρατεύματα των Μήδων (του δεύτερου τη τάξει λαού της αυτοκρατορίας) και των Κισσίων. Αυτούς τους έριξε στη μάχη σε αλλεπάλληλα κύματα, κάτω από τις προσταγές των αξιωματικών τους, για να πολεμήσουν ενάντια στους λίγους Έλληνες υπερασπιστές των στενών.
Oι Μήδες, πολεμικός λαός με μακρά παράδοση, που διαφέντευαν ένα μεγάλο μέρος του Ιράν πριν τα ξαδέλφια τους οι Πέρσες πάρουν τα ηνία, δεν ήταν άπειροι περί τα πολεμικά, ούτε και δειλοί. Hταν όμως αθωράκιστοι ή ελάχιστα θωρακισμένοι και το πολεμικό τους δόγμα, βροχή βελών και στη συνέχεια έφοδος πάνω στον αποδιοργανωμένο αντίπαλο με στόχο την εξόντωσή του, δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών ενάντια στους πάνοπλους, μαχόμενους σε πυκνή παράταξη, πειθαρχημένους και αποφασισμένους Έλληνες.
H μία μετά την άλλη οι έφοδοι των Μήδων τσακίζονταν πάνω στο «μπρούτζινο» τείχος που όρθωναν οι Ελληνικές ασπίδες, σαν κύματα που τσακίζονται πάνω στα βράχια. Ξανά και ξανά οι Μήδες, από ένα σημείο και μετά χάρη και μόνο στις απειλές των ίδιων των αξιωματικών τους που τους έστελναν στη μάχη με μαστίγια, επιτίθεντο κατά της γραμμής των Ελλήνων. Ξανά και ξανά αποκρούονταν με τεράστιες απώλειες. Oι Έλληνες εναλλάσσονταν στο στενό πέρασμα κατά πόλη, καθώς τα διάφορα τμήματα αποσύρονταν πίσω από το τείχος και άλλα έμπαιναν φρέσκα στη μάχη.
H κούραση άρχισε να βαραίνει τα μέλη των Ελλήνων, που δεν ήταν συνηθισμένοι σε τόσο μακρές συγκρούσεις. Tα πτώματα των Μήδων και των Κισσίων στοιβάζονταν στα στενά και από ένα σημείο και μετά οι έφοδοι γίνονταν πάνω από ένα παχύ στρώμα νεκρών ή βαριά πληγωμένων ανδρών. Αρκετοί Έλληνες έπεσαν, αλλά ο ανώτερος οπλισμός, η εκπαίδευση και η αποφασιστικότητά τους, γύριζαν τις τύχες της μάχης υπέρ τους.
O Ξέρξης, παρακολουθώντας τη μάχη από τον πλουμισμένο με πολυτέλεια θρόνο που του είχαν στήσει, διαπίστωσε ότι οι Μήδες δεν μπορούσαν να διασπάσουν την άμυνα των Ελλήνων, αποφάσισε να ρίξει στη μάχη το εκλεκτότερο από τα τμήματα της Spada (του τακτικού τμήματος του στρατού του), τους περίφημους Αθάνατους. H επίλεκτη μυριοστύα (10.000 άνδρες) καταλάμβανε πάντοτε το κέντρο σε οποιαδήποτε εκ παρατάξεως μάχη των Περσών.
Oι Aθάνατοι, με τις πολύχρωμες φορεσιές τους, τους εφαπλωματοποιημένους θώρακες, τις ποδήρεις ασπίδες τους και τα κοντά δόρατα, που αντί για σαυρωτήρα έφεραν αντίβαρο στο κάτω μέρος τους, ρίχτηκαν στη μάχη στη στενωπό των Θερμοπυλών, αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους. Tο στενό λειτούργησε ξανά υπέρ των Ελλήνων. Mόνο ελάχιστοι από τους 10.000 Πέρσες κατόρθωναν να φθάσουν κάθε φορά σε απόσταση μάχης από τους Έλληνες και να τους αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο.
Για μία ακόμη φορά, η εκπαίδευση και ο οπλισμός των Ελλήνων, αποδείχθηκαν ανώτερα από την αναμφισβήτητη μαχητική ικανότητα των Περσών – κατά δεκάδες οι Aθάνατοι έπεφταν, για να μην ξανασηκωθούν, ακολουθώντας στον όλεθρο τους εκατοντάδες Μήδες που είχαν πέσει πρωτύτερα. H μάχη διήρκεσε ολόκληρη τη μέρα, αλλά οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Κύμα μετά από κύμα, οι Πέρσες έπεφταν πάνω στους αποφασισμένους Έλληνες και απωθούνταν.
O Πέρσης ηγεμόνας, απογοητευμένος από την πορεία των επιθέσεων αλλά και ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή οι Έλληνες θα υποτάσσονταν στους τεράστιους αριθμούς του στρατού του, ανακάλεσε τα τμήματά του και οι κατάκοποι στρατιώτες αποσύρθηκαν για τη νύχτα. Την πέμπτη μέρα από την άφιξη του Περσικού στρατού στην Τραχίνια, ο Ξέρξης δίνει την εντολή για επίθεση. Μάλιστα, θεωρεί τον αγώνα εύκολη υπόθεση, καθώς διατάσσει να συλληφθούν οι αναιδείς Έλληνες ζωντανοί και να παρουσιαστούν μπροστά του.
Η επίθεση εξαπολύεται σφοδρή. Πρώτοι εφορμούν οι Μήδοι και οι Κίσσιοι κατά κύματα. Όμως συντρίβονται πάνω στο αρραγές τείχος από μέταλλο της Ελληνικής φάλαγγας. Ο Ελληνικός τρόπος πολέμου απέδειξε στις Θερμοπύλες την ανωτερότητά του απέναντι στην αριθμητική υπεροχή των Περσών. Κύριο αμυντικό όπλο του ελληνα οπλίτη ήταν ακριβώς το όπλον (από το οποίο πήρε και το όνομά του), δηλαδή η ασπίδα.
Καθώς η φάλαγγα παρατασσόταν σε σφιχτό σχηματισμό, με τις ασπίδες να επικαλύπτονται, κάθε οπλίτης σκέπαζε την απροστάτευτη δεξιά πλευρά του συμπολεμιστή του. προτάσσοντας το κύριο επιθετικό τους όπλο, ένα δόρυ μήκους περίπου 2 μέτρων (ο επιθετικός οπλισμός συμπληρώνεται με ένα σπαθί από σίδερο με ορειχάλκινα εξαρτήματα, που είχε δίκοπη, φυλλόσχημη λεπίδα με μήκος 60 εκ. και ήταν τοποθετημένο σε θήκη που κρεμόταν από τον ώμο), οι οπλίτες όχι μόνο είναι άτρωτοι από τα εχθρικά χτυπήματα, χάρη στις ασπίδες και την πανοπλία που φορούν, αλλά μπορούν να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στον αντίπαλο καθώς προχωρούν σε σχηματισμό.
Ειδικά απέναντι σε ένα στρατό όπως ο Περσικός, του οποίου οι πεζικές δυνάμεις δεν έφεραν αξιόλογο αμυντικό εξοπλισμό και δεν ήταν συνηθισμένες σε παρατεταμένες μάχες σώμα με σώμα. Έπειτα από τις τεράστιες απώλειές τους, οι Μήδοι αντικαθίστανται από Περσικά στρατεύματα. Συγκεκριμένα, από το επίλεκτο σώμα του περσικού στρατού με την ονομασία «Αθάνατοι» με επικεφαλής τον Υδάρνη. Αυτοί οι «αθάνατοι» ήταν δέκα χιλιάδες άντρες.
Τους αποκαλούσαν έτσι γιατί οι Πέρσες βασιλείς, μόλις σκοτωνόταν ένας από αυτούς, τον αντικαθιστούσαν ενσωματώνοντας στη μονάδα άνδρες από άλλα περσικά σώματα που είχαν διακριθεί στη μάχη, ώστε ο αριθμός τους να μένει πάντα σταθερός. Κατά κάποιον τρόπο, η μονάδα ήταν «αθάνατη», και φυσικά όχι τα στελέχη της. Αλλά παρ’ όλη τη γενναιότητά τους, δεν κατάφεραν απολύτως τίποτα. Ο Ηρόδοτος μας παραδίδει ότι ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε τη μάχη, τρεις φορές αναπήδησε από το θρόνο του, επειδή φοβήθηκε για την τύχη του στρατού του. Η ήττα του Περσικού στρατού οφειλόταν σε μια σειρά από παράγοντες.
Ο οπλισμός των Ελλήνων σαφώς υπερείχε του αντίστοιχου Περσικού. Εκτός της πανοπλίας, το δόρατα των ελλήνων ήταν μακρύτερα. Η στενότητα του χώρου δεν επέτρεπε στους πέρσες να εκμεταλλευτούν την αριθμητική τους υπεροχή, αλλά και το όπλο, στη χρήση του οποίου σαφώς υπερείχαν, δηλαδή το τόξο. Η μάχη εξελισσόταν αυτόματα, λόγω του περιορισμένου μετώπου, σε αγώνα εκ του συστάδην. Οι Έλληνες οπλίτες ήταν απαράμιλλοι στο συγκεκριμένο τύπο μάχης, με αιχμή του δόρατος φυσικά τους ικανότατους στα πολεμικά Σπαρτιάτες. Η απόκρουση, λοιπόν, των περσών φαινόταν εξασφαλισμένη και η φύλαξη της διόδου ασφαλής.
Αλλά ο Λεωνίδας δεν περιορίστηκε στην εκπλήρωση μιας στενά αμυντικής τακτικής. Αποβλέποντας στη μεγαλύτερη δυνατή φθορά του εχθρού και επιδιώκοντας την πλήρη αξιοποίηση των στρατευμάτων που είχε στη διάθεσή του, εφάρμοσε ειδική τακτική μάχης, προσαρμοσμένη στις ιδιότητες του εδάφους. Διέθετε ένα σπουδαίο πολεμικό όργανο, την οπλιτική φάλαγγα, η οποία για να είναι αποτελεσματική προϋπέθετε την ομαδική δράση και την ακρίβεια κινήσεων από αυτούς που τη σχημάτιζαν. Ο συγκεκριμένος σχηματισμός ήταν ισχυρότατος στην άμυνα, αλλά πολύ πιο καταστροφικός στην επίθεση.
Έπρεπε συνεπώς να δημιουργηθούν, με κατάλληλη τακτική, συνθήκες που να επιτρέπουν στους Έλληνες οπλίτες να μάχονται επιθετικά. Αποφάσισε, λοιπόν, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς να αξιοποιήσει το μήκος της εδαφικής ζώνης που διεξαγόταν η μάχη, προκειμένου να αποτελέσει τον κύριο άξονά της. Δηλαδή να κινεί σε αυτό το χώρο τα τμήματά του και προς τα εμπρός και προς τα πίσω, ώστε να παρασύρεται στη σύγκρουση και την εξόντωση μεγάλος αριθμός πολεμιστών του εχθρού. Για την εφαρμογή αυτής της ειδικής τακτικής, που ήταν ένα είδος στρατηγήματος, ο Λεωνίδας χρησιμοποίησε τους τριακοσίους Σπαρτιάτες που τον συνόδευαν.
Ο αριθμός τριακόσιοι δεν ήταν τυχαίος. επρόκειτο για το επίλεκτο σώμα των Ιππέων, το οποίο αποτελούσε την προσωπική φρουρά του Σπαρτιάτη βασιλιά όταν βρισκόταν σε εκστρατεία. Μάλιστα, ο Λεωνίδας πριν αναχωρήσει για τις Θερμοπύλες είχε επιλέξει προσωπικά τους Σπαρτιάτες που θα τον συνόδευαν με κριτήριο το αν είχαν αποκτήσει αρσενικό παιδί για να τους κληρονομήσει. ένα έμμεσο στοιχείο για τη συναίσθηση της σημαντικής αποστολής του και της αποφασιστικότητας τόσο του ιδίου όσο και της Σπάρτης να αντισταθεί με κάθε κόστος στον εισβολέα.
Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για το άνθος του τρομερού στρατού της Λακεδαίμονος, της ηγεμονεύουσας πόλης στην Ελλάδα, που απολάμβανε την πλήρη εμπιστοσύνη του επικεφαλής αρχιστράτηγου. Το σώμα αυτό ήταν επίλεκτο, με ηθικό υψηλό στον ανώτερο βαθμό και με πειθαρχία απόλυτη. Ήταν ασκημένο στο έπακρο, ικανό να πραγματοποιεί τις πλέον πολύπλοκες κινήσεις στο πεδίο της μάχης με χειρουργική ακρίβεια, ανταποκρινόμενο αστραπιαία και στο πλέον σύνθετο παράγγελμα των αρχηγών του.
Οι Σπαρτιάτες προχωρούσαν προς την κατεύθυνση του εχθρού και, αφού έφταναν στις γραμμές του, υποχωρούσαν, παρασύροντας με την απατηλή κίνηση υποχώρησης μεγάλο πλήθος εχθρών προς την κατεύθυνση του Ελληνικού στρατοπέδου. Σε ορισμένη στιγμή, όταν τους είχαν παρασύρει αρκετά, αναστρέφονταν απότομα και ενεργούσαν ορμητική επίθεση εναντίον των επιτιθέμενων που ήταν συσσωρευμένοι σε μεγάλο αριθμό στον επιμήκη στενό χώρο.
Ακολουθούσε ανατροπή των πρώτων γραμμών των εχθρών, με την ακαριαία σχηματισμένη φάλαγγα να συνθλίβει τις πανικόβλητες πίσω γραμμές, ενώ όσοι από τους επιτιθέμενους έπεφταν σκοτώνονταν από τις μυτερές κάτω άκρες των σπαρτιατικών δοράτων, τους σαυρωτήρες, καθώς η φάλαγγα προχωρούσε. Είχαν βέβαια στις συγκρούσεις αυτές και οι Σπαρτιάτες απώλειες, αλλά πολύ μικρές. Με την επανειλημμένη χρήση αυτής της τακτικής, οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Περσών απέτυχαν, με τρομακτικές απώλειες μέχρι το τέλος της ημέρας.
Η Δεύτερη Μέρα η Προδοσία του Εφιάλτη 18 Αυγούστου (Δεύτερο Στενό)
Την επομένη, οι Πέρσες συνέχισαν τις επιθέσεις με την ίδια σφοδρότητα, θεωρώντας ότι ο μικρός αριθμός των Ελλήνων που υπεράσπιζαν το στενό θα μειωνόταν λόγω των απωλειών, θα έπαυε να μάχεται και τελικά θα υπέκυπτε. Αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να αμύνονται αποτελεσματικά χάρη στην τακτική του Λεωνίδα, ο οποίος φρόντιζε για την τακτική εναλλαγή των τμημάτων στη μάχη. Αποτέλεσμα ήταν να τελειώσει η μέρα με βαρύτατες απώλειες για τα Περσικά τμήματα, ενώ οι Ελληνικές απώλειες ήταν ελάχιστες.
Ο ρυθμός των Ελληνικών απωλειών έδειχνε ότι οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών θα μπορούσαν θεωρητικά να αμύνονται επ’ άπειρον, ενώ ήταν ορατό το ενδεχόμενο να δεχτούν σοβαρές ενισχύσεις. Ο Ξέρξης αντιλαμβανόταν ότι βρισκόταν στα πρόθυρα ενός στρατηγικού αδιεξόδου. Τότε ακριβώς, λίγο μετά το πέρας των συγκρούσεων της δεύτερης μέρας, το απομεσήμερο, κι ενώ ο μεγάλος Βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει, εμφανίζεται στο περσικό στρατόπεδο ένας άνδρας από τη Μαλίδα με το όνομα εφιάλτης. Αποκάλυψε στους Πέρσες την ύπαρξη της Ανοπαίας Ατραπού και προσφέρθηκε να οδηγήσει σε αυτήν τμήματα του Περσικού στρατού.
Ο Ξέρξης διέθεσε περιχαρής γι’ αυτή την αποστολή το επίλεκτο σώμα των «αθανάτων» με επικεφαλής τον Υδάρνη. Το δειλινό της ίδιας μέρας, ξεκίνησε το σώμα των «αθανάτων» και με οδηγό τον εφιάλτη πέρασε τον ασωπό ποταμό, ακολούθησε την ανοπαία και έφτασε την αυγή στο υψηλότερο σημείο της. Στο σημείο αυτό ήρθε σε επαφή με τους Φωκείς, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι την προσέγγιση των «αθάνατων» από τον κρότο των βημάτων στα ξερά φύλλα, έσπευδαν να οπλιστούν και να πολεμήσουν. Ο Υδάρνης αιφνιδιάστηκε, καθώς δεν περίμενε να συναντήσει στρατό, και ρώτησε τον Εφιάλτη μήπως αυτοί που φρουρούσαν τη διάβαση ήταν Σπαρτιάτες.
Αφού έλαβε καθησυχαστική απάντηση, ανέπτυξε τα τμήματά του, τα οποία άρχισαν να βάλλουν τους αντιπάλους με πυκνά τοξεύματα. Οι Φωκείς, αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν τη βροχή από τα βέλη, αποσύρθηκαν πιο ψηλά, στην κορυφή του βουνού, προκειμένου να αμυνθούν αποτελεσματικότερα. Με τον τρόπο αυτό όμως άφησαν αφύλακτη την ατραπό. Ο Υδάρνης δεν χρονοτρίβησε με τους Φωκείς. Συνέχισε ορμητικά την πορεία του, ακολουθώντας τώρα το κατωφερές τμήμα της ανοπαίας και κινούμενος με ταχύτητα έσπευσε να ολοκληρώσει την κύκλωση.
Με την επιτυχημένη αποστολή του Υδάρνη, ο αμυντικός αγώνας στις Θερμοπύλες έπαιρνε μια νέα, τόσο κρίσιμη όσο και δραματική τροπή. Oι Έλληνες υπερασπιστές των στενών είχαν αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα των επιθέσεων με τη φονική αποτελεσματικότητα που τους εξασφάλιζαν η οπλιτική εκπαίδευση, ο ανώτερος Ελληνικός οπλισμός, το υψηλό φρόνημα και η δύναμη της ευθύνης – της ευθύνης της υπεράσπισης ολόκληρου του Ελληνικού κόσμου. Δεν το γνώριζαν, φυσικά, αλλά εκείνες τις ώρες η Ελλάδα, μέσα από τη δική τους εποποιία, ξεκινούσε μια πορεία που θα δημιουργούσε τις βάσεις για ολόκληρο το Δυτικό πολιτισμό.
Όμως εκείνη την ώρα, οι άνδρες που περιποιούνταν ο ένας τις πληγές του άλλου, που προσπαθούσαν να συντηρήσουν όπως – όπως τα τσακισμένα δόρατα, τις στομωμένες λεπίδες των σπαθιών και τις κακοπαθημένες ασπίδες, δεν σκέφτονταν τίποτε άλλο πέρα από το θάνατο, που ζύγωνε με γοργά βήματα, και την ευθύνη τους απέναντι στους οικείους τους, στους φίλους, τις οικογένειες και τους συμπατριώτες τους, τους ανθρώπους που τους είχαν χρεώσει με την υπεράσπιση της πατρίδας.
Oι Πέρσες ποτέ δεν πολεμούσαν τη νύχτα και έτσι δεν υπήρξε κάποια δυσάρεστη έκπληξη για τους υπερασπιστές των στενών. Ομως, το επόμενο πρωινό οι επιθέσεις ξεκίνησαν ξανά. O Πέρσης ηγεμόνας, πάντα πάνω στο θρόνο του, έβλεπε τη μία μετά την άλλη τις φυλές που μετείχαν στο στράτευμά του, να τσακίζονται πάνω στα Ελληνικά όπλα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σημειώνει την ανδρεία κάποιων ανδρών του και να ζητά από τους αυλικούς του να του πουν το όνομα του ενός ή του άλλου ηρωικού Πέρση, Mήδη, Σάκα, Βάκτριου, Αιγύπτιου, Βαβυλώνιου και των άλλων που διακρινόταν στη μάχη.
Hταν παράδοση για τους Πέρσες ηγεμόνες, όταν διαπίστωναν περιπτώσεις προσωπικής ανδρείας υφισταμένων τους στη μάχη, ακόμη και αν επρόκειτο για απλούς στρατιώτες, να τους τιμούν με κάθε τρόπο, υλικά και ηθικά. Oι περισσότεροι από αυτούς που θα ήθελε να τιμήσει ο Ξέρξης εκείνη τη μέρα, τη 18η Αυγούστου του 480 π.X., είχαν τη δυνατότητα να λάβουν μόνο μεταθανάτιες τιμές. Ελάχιστοι από εκείνους που έφθασαν πρόσωπο με πρόσωπο με τους Έλληνες -πόσο μάλλον εκείνοι που ήταν αρκετά γενναίοι για να εμπλακούν σε παρατεταμένο αγκέμαχο αγώνα- είχαν την ευκαιρία να φύγουν ζωντανοί.
Tόσο ήταν το θανατικό που έσπερναν τα Ελληνικά όπλα, που ο Πέρσης ηγεμόνας δεν μπορούσε να συγκρατήσει την έκπληξη, την οργή και τη θλίψη του για την τύχη των επίλεκτων σωμάτων του: «Τρεις φορές αναπήδησε στο θρόνο του φοβούμενος για το στρατό του», ο μεγάλος βασιλιάς, μας παραδίδει ο Ηρόδοτος. H δεύτερη μέρα δεν είχε φέρει τίποτε για τους Πέρσες πέρα από θάνατο και τρόμο. Για άλλη μία φορά οι υπηρέτες του Aυτοκρατορικού Στρατού έσπευσαν, μετά το πέρας των εχθροπραξιών της ημέρας, να αποσυμφορήσουν το πέρασμα από τα εκατοντάδες πτώματα των Περσών και των υποτελών που έπεσαν προσπαθώντας να διαπεράσουν τα ανθρώπινα τείχη.
Πριν να τελειώσει η δεύτερη ημέρα, το χέρι της μοίρας θα έδινε στον Πέρση ηγεμόνα μία απάντηση στο ερώτημα πώς να περάσει τις πύλες δίχως να ξοδέψει τα πλέον αξιόμαχα τμήματά του σε ατελέσφορες εφόδους. Tο χέρι της μοίρας με το πρόσωπο ενός προδότη, του Εφιάλτη του Mαλιέα, γιου του Ευρύδημου, ο οποίος υποσχέθηκε στον Ξέρξη (έναντι αδρού χρηματικού αντιτίμου) ότι μπορούσε να οδηγήσει ένα τμήμα του στρατού του στα νώτα των αμυνομένων, μέσα από ένα πέρασμα στα βουνά.
O Ξέρξης τον άκουσε και -τόση ήταν η επιθυμία του να πετύχει την απεμπλοκή του στρατού από το θανάσιμο μπρα-ντε-φερ με τους Έλληνες στα στενά- έστειλε ένα από τα πλέον επίλεκτα τμήματα του στρατού του υπό τον Υδάρνη ενώ σουρούπωνε, να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. H τρίτη ημέρα θα ξημέρωνε με τους Έλληνες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.
Ανοπαία Ατραπός και οι Φωκείς
Η Ανοπαία Ατραπός,ένα μονοπάτι στενό και απόκρημνο άρχιζε από τον Ασωπό ποταμό κοντά στην Τραχινία (Ηράκλεια) και προχωρώντας κατά μήκος της κορυφής του βουνού, (το οποίο βουνό, όπως και το ίδιο το μονοπάτι, λεγόταν «Ανοπαία», Καλλίδρομο ονομάστηκε πολύ αργότερα) κατέληγε διακλαδιζόμενο αφ’ ενός κοντά στους Αλπήνους(σημερινές Θερμοπύλες) και αφ’ ετέρου πίσω από το δεύτερο στενό. Το μονοπάτι αυτό ανακαλύφθηκε από τους ντόπιους Μαλιείς.
Το 510 π.Χ.κατά τον πόλεμο των Θεσσαλών με τους Φωκείς, το χρησιμοποίησαν για να βοηθήσουν τους Θεσσαλούς να κυκλώσουν τους Φωκείς, οι οποίοι είχαν χτίσει το τείχος στο παραλιακό πέρασμα για προστασία. Από τόσα παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στους Μαλιείς η προδοτική χρησιμότητά του. Ο Ξέρξης ενθουσιάστηκε με την αποκάλυψη του Εφιάλτη και διέταξε αμέσως την αποστολή αποσπάσματος 20.000 ανδρών υπό τον Υδάρνη το οποίο ξεκίνησε μόλις άρχισε να νυχτώνει.
«Την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια» (περίπου 20:30 σημερινή θερινή ώρα) και αφού διέσχισαν τον Ασωπό ποταμό πήραν το απόκρημνο μονοπάτι και βάδιζαν όλη τη νύχτα, με το βουνό της Οίτης στο δεξί τους χέρι και αυτά της Τραχίνας στο αριστερό. Αφού πέρασαν από την περιοχή του σημερινού Ελευθεροχωρίου, νωρίς τα ξημερώματα βρίσκονταν στην κορυφή της ράχης,όπου υπάρχει μικρό οροπέδιο (σήμερα Νεβρόπολις) κοντά στο σημείο που, όπως ανέφερα και πριν, οι Φωκείς φρουρούσαν με 1000 άνδρες. Οι Φωκείς είχαν προσφερθεί εθελοντικά στον Λεωνίδα ν’ αναλάβουν αυτή τη θέση.
Οι Πέρσες πλησίασαν στις θέσεις των Φωκέων χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, διότι η περιοχή ήταν κατάφυτη από βελανιδιές. Ωστόσο έγινε θόρυβος από τα βήματα των Περσών πάνω στα ξερά φύλλα που ήταν σκορπισμένα και καθώς επικρατούσε νηνεμία. Οι Φωκείς που κοιμόντουσαν, πετάχθηκαν όρθιοι και άρπαξαν τα όπλα τους τη στιγμή που έφτασε ο εχθρός. Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν όταν αντίκρισαν στρατιώτες να ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το πέρασμα. Ενώ δεν περίμεναν καμιά αντίσταση, ο δρόμος τους ήταν κλειστός από οπλισμένους άνδρες.
Ο Υδάρνης ρώτησε τον Εφιάλτη ποιοί ήταν, γιατί ανησυχούσε μήπως ήταν Σπαρτιάτες. Όταν όμως έμαθε την εθνικότητά τους, ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί. Τα Περσικά βέλη έπεφταν πυκνά και οι Φωκείς, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν ο στόχος της επίθεσης, βιάστηκαν να υποχωρήσουν στο ψηλότερο σημείο του βουνού, όπου ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο. Οι Πέρσες όμως, πάντα μαζί με τον Εφιάλτη, δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους, αλλά πήραν το κατηφορικό μονοπάτι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.
Οι Φωκείς γνώριζαν ότι όλα τα Ελληνικά κρατίδια,από την Μακεδονία μέχρι την Αττική,εκτός των Θεσπιών και Πλαταιών, είχαν δηλώσει υποταγή στον Ξέρξη και ότι η άμυνα στις Θερμοπύλες δεν ήταν δυνατή με τους λίγους Πελοποννησίους που έφθασαν στην περιοχή των στενών. Αν τελικά οι Φωκείς δέχθηκαν να εκστρατεύσουν, αυτό οφείλεται στις υποσχέσεις του Λεωνίδα, ότι «ημέρα με την ημέρα» αναμενόταν η άφιξη και άλλων συμμάχων.
Έστειλαν τότε οι Φωκείς στις Θερμοπύλες 1000 οπλίτες και μαζί με αυτούς ήρθαν «πανστρατιά» 1000 Οπούντιοι Λοκροί. Όταν έφθασαν στην περιοχή οι βάρβαροι και είδαν οι Πελοποννήσιοι το πλήθος τους, φοβήθηκαν και ήθελαν να φύγουν για να αμυνθούν στον Ισθμό. Οι Φωκείς και οι Λοκροί όμως τους ικέτευσαν να μείνουν στις θέσεις τους. Με τη γνώμη τους συνετάχθει και ο Λεωνίδας και έτσι η απόφαση για άμυνα στο στενό οριστικοποιήθηκε. Βέβαια οι Φωκείς και οι Λοκροί ζήτησαν αυτό γιατί αν έφευγαν οι Πελοποννήσιοι,οι χώρες τους κινδύνευαν άμεσα.
Προβλέποντας οι Φωκείς αυτά που επρόκειτο να συμβούν, σκέφθηκαν να κανονίσουν την θέση τους ώστε να σωθούν σε περίπτωση καταστροφής και να σπεύσουν ταχέως προς την χώρα τους. Γνώριζαν μάλιστα την ύπαρξη της «ατραπού», από τον πριν λίγων ετών πόλεμο τους με τους Θεσσαλούς, οι οποίοι προσπάθησαν να τους κυκλώσουν κινούμενοι από αυτήν. Έτσι ζήτησαν εθελοντικά από τον Λεωνίδα να αναλάβουν την φύλαξη της. Επειδή ο αριθμός 1000 ανδρών ήταν υπερβολικός για την φύλαξη της, ανέφεραν στον Λεωνίδα, ότι ο εχθρός μπορούσε να παρακάμψει τις δυσκολίες της ατραπού και να υπερπηδήσει την ράχη του βουνού.
Όταν λοιπόν εγρίθηκε αυτό από τον Λεωνίδα, ανέβηκαν στο βουνό, αλλά απ’ότι φαίνεται φρόντισαν για τους εαυτούς τους, γιατί αντί να λάβουν θέση στο κέντρο του οροπεδίου (Νεβρόπολις σήμερα), ώστε να έχουν κοντά τους κάθε επικίνδυνο σημείο, πήραν θέσεις στο ανατολικό του τμήμα, μπροστά από την σημερινή διάβαση Παλιοβουρού – Μουρούζου (Παλαιοδρακοσπηλιά). Πιθανώς αυτό έγινε γιατί από την διάβαση αυτή περνούσε άλλη «ατραπός» που κατέβαινε, όπως ο σημερινός δρόμος Βρύσης Τσέας – Παλιοχωρίου, που οδηγούσε στην υπάρχουσα πίσω από το βουνό πεδιάδα και έτσι θα έφευγαν για την χώρα τους σε περίπτωση δυσμενούς τροπής του αγώνα.
Όλα αυτά λοιπόν δημιουργούν υποψίες,ότι κατεχόμενοι από ηττοπάθεια, εσκεμμένα ανέλαβαν εθελοντικά την αποστολή αυτή. Αυτό συμπεραίνεται και απο το γεγονός ότι τον επόμενο χρόνο(479 π.Χ.), απρόσκλητοι πήγαν στον στρατόπεδο του Μαρδόνιου στις Πλαταιές για να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων.
Νύκτα 18 προς 19 Αυγούστου
Οι Έλληνες μετά την κουραστική ημέρα που πέρασαν μαχόμενοι συνεχώς,χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για όσα είχαν συμβεί,εγκατέστησαν φρουρούς στο τείχος και έπεσαν για να αναπαυτούν. Οι πρώτες δυσοίωνες προβλέψεις ήλθαν στους Έλληνες από τον μάντη Μεγιστία τον Ακαρνάνα, «ο οποίος αφού εξέτασε τα σπλάχνα των θυμάτων τους ανακοίνωσε τον θάνατο που τους περίμενε την αυγή.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα ένας αυτόμολος Ίωνας από το στρατόπεδο των Περσών, πλησίασε τις Ελληνικές προφυλακές. Ήταν ο Τυρραστιάδας από την Αιολική Κύμη,άνδρας «φιλόκαλος δε και τον τρόπον αγαθόν» κατά τον ιστορικό Διόδωρο. Ο Τυρραστιάδας παρουσιάστηκε ενώπιον του Λεωνίδα και τον ενημέρωσε για την προδοσία και την προετοιμασία των Περσών. Την πληροφορία ήλθαν τρέχοντας από τις κορυφές του βουνού να επιβεβαιώσουν κατά την αυγή και οι «ημεροσκόποι» (παρατηρητές). Ο Λεωνίδας αμέσως μετά τα μεσάνυχτα συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο.
Τι ακριβώς αποφασίσθηκε και ποιο σχέδιο δράσης υιοθετήθηκε δεν είναι απόλυτα σαφές. Βέβαιο ωστόσο είναι πως δύο απόψεις συζητήθηκαν στο συμβούλιο. Η μία πρέσβευε την άρνηση εγκατάληψης της θέσης (άποψη του Λεωνίδα και των Λακεδαιμονίων) και η άλλη την άποψη των υπολοίπων συμμάχων για άμεση αποχώρηση. Η διχογνωμία είχε σαν αποτέλεσμα να διασπασθούν οι Ελληνικές δυνάμεις και έτσι οι περισσότεροι να αποχωρήσουν αμέσως,μέσα στην νύχτα, για τις πόλεις τους. Σύμφωνα όμως με τον Ηρόδοτο ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε γιατί θεώρησε περιττή την απώλεια τους.
Ο ίδιος όμως με τους 300 Σπαρτιάτες,βάση των νόμων της Σπάρτης, δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει την θέση του. Ο ίδιος θεώρησε σαν αίσχος την φυγή,ενώ αντίθετα αν έμενε εκεί και το όνομα του θα δοξάζετο και η τιμή της Σπάρτης. Άλλωστε η Πυθία είχε δώσει τον χρησμό ότι ή η Σπάρτη θα καταστραφεί ή αν δεν συμβεί αυτό θα πενθήσει τον εκ του γένους του Ηρακλή βασιλιά της. Έτσι ο Λεωνίδας επειδή επιθυμούσε να εξασφαλίσει την δόξα για τους Σπαρτιάτες, έδιωξε τους συμμάχους, προτιμώντας αυτό παρά να τους αφήσει να φύγουν μόνοι τους, παραβιάζοντας και τους κανόνες πειθαρχίας.
Οι 700 Θεσπιείς με στρατηγό τον Δημόφιλο του Διαδρόμου, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τους Σπαρτιάτες και παρέμειναν για να αγωνισθούν μέχρι το τέλος στις «θέσεις όπου ετάχθησαν «παρότι κανένας νόμος της πατρίδας τους δεν τους το επέβαλε αυτό. Η πόλη των Θεσπιών ήταν από τις αρχαιότατες πόλεις της Βοιωτίας και βρίσκεται νοτιοδυτικά της Θήβας (σημερινός δήμος Θεσπιέων). Ο Λεωνίδας κράτησε με τη βία και τους 400 Θηβαίους, που τους θεωρούσε ομήρους γιατί «εμήδιζαν».
Η πιθανότερη λοιπόν εκδοχή είναι, ότι ο Λεωνίδας βλέποντας πλέον το μάταιο του αγώνα, διέταξε τους συμμάχους να αποχωρήσουν, ώστε να μην θυσιασθούν άσκοπα πολύτιμοι μαχητές που θα χρειάζονταν αλλού για τον περαιτέρο αγώνα. Αυτός όμως με τους Σπαρτιάτες και με τους εθελοντικά παραμείναντες Θεσπιείς, αποφάσισε να παραμείνει εκεί τηρώντας τους νόμους της Σπάρτης, αγωνιζόμενος μέχρις εσχάτων. Πολλοί σύγχρονοι κυρίως μελετητές τον κατηγόρησαν για την απόφαση του αυτή.
Ωστόσο ήταν επιβεβλημένο να παραμείνουν οι άνδρες του στις θέσεις τους, όχι γιατί έτσι πρόσταζε ο νόμος της Σπάρτης, αλλά γιατί έτσι πρόσταζε η λογική και το κοινό συμφέρον. Αν η οπισθοφυλακή του Λεωνίδα δεν συγκρατούσε, με όποιο τίμημα, τους εχθρούς για αρκετό χρόνο, είναι βέβαιο ότι με το πρώτο φως της 19ης Αυγούστου το εχθρικό ιππικό θα αναλάμβανε την καταδίωξη των διαφευγόντων Ελλήνων. Σίγουρα θα τους προλάβαινε και στο αναπεπταμένο πεδίο, μετά τα στενά, θα τους εξόντωνε.
Αφ’ ενός για τον λόγο αυτό ο Λεωνίδας έπρεπε να πολεμήσει και να παράσχει τον αναγκαίο χρόνο διολίσθησης στους γενναίους συμμάχους του και αφ’ ετέρου για να επηρεάσει το ηθικό των βαρβάρων αφήνοντας τους κατάπληκτους από την μαχητικότητα των Ελλήνων. Πράγματι πέτυχε και τους δύο σκοπούς του. Ο Λεωνίδας θέλησε να διώξει και τον μάντη Μεγιστία τον Ακαρνάνα, που είχε εξετάσει τα σπλάγχνα και είχε πει αυτά που θα συμβούν, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε, παρά μόνο έδιωξε τον μονογενή γιο του που συμμετείχε στην εκστρατεία.
Ο Λεωνίδας είχε πλέον μείνει με 1400 οπλίτες (οι 400 Θηβαίοι αμφιβόλου υπακοής), αν και λόγω των απωλειών θα ήταν λιγότεροι, και πιθανώς με 300 είλωτες – ψιλούς, αν υποθέσουμε ότι κάθε Σπαρτιάτης είχε από έναν είλωτα υπηρέτη ελαφρά οπλισμένο. Κανείς ιστορικός δεν μας δίνει τον αριθμό των ειλώτων. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει αναφέρει ότι μετά την αναχώρηση των συμμάχων, νύχτα ακόμη, ο Λεωνίδας εκτέλεσε νυκτερινή έφοδο (καταδρομή) στο στρατόπεδο των Περσών και τους έπιασε στον ύπνο.
Οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν και μέσα στην σύγχυση και τον πανικό που επικράτησε, άρχισαν να αλληλοσκοτώνονται. Γράφει μάλιστα πως οι Έλληνες κυρίευσαν και τη σκηνή του Πέρση βασιλιά, από την οποία όμως ο Ξέρξης είχε προλάβει να απομακρυνθεί. H διήγηση ωστόσο του Διόδωρου δεν επιβεβαιώνεται από τους άλλους ιστορικούς. Σύγχρονοι όμως ιστορικοί – μελετητές της μάχης σε συνδυασμό με την κοινή λογική θεωρούν ότι,η νυκτερινή καταδρομή ενός ειδικού τμήματος των Σπαρτιατών με αντικειμενικό σκοπό την εξόντωση του Ξέρξη, κατά πάσα πιθανότητα είναι αληθινό γεγονός. Άλλωστε ο Σπαρτιατικός στρατός εκπαιδευόταν σε τέτοιες επιχειρήσεις.
Η Πορεία του Εφιάλτη
Ξέρξης δέ, ἐπεὶ ἤρεσε τὰ ὑπέσχετο ὁ Ἐπιάλτης κατεργάσασθαι, αὐτίκα περιχαρὴς γενόμενος ἔπεμπε Ὑδάρνεα καὶ τῶν ἐστρατήγεε Ὑδάρνης· ὁρμέατο δὲ περὶ λύχνων ἁφὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τὴν δὲ ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες, ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας, τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες τείχεϊ τὴν ἐσβολὴν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου· ἔκ τε τόσου δὴ κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι.
216 ἔχει δὲ ὧδε ἡ ἀτραπὸς αὕτη· ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ ποταμοῦ τοῦ διὰ τῆς διασφάγος ῥέοντος, οὔνομα δὲ τῷ ὄρεϊ τούτῳ καὶ τῇ ἀτραπῷ τὠυτὸ κεῖται, Ἀνόπαια· τείνει δὲ ἡ Ἀνόπαια αὕτη κατὰ ῥάχιν τοῦ ὄρεος, λήγει δὲ κατά τε Ἀλπηνὸν πόλιν, πρώτην ἐοῦσαν τῶν Λοκρίδων πρὸς τῶν Μηλιέων, καὶ κατὰ Μελαμπύγου τε καλεόμενον λίθον καὶ κατὰ Κερκώπων ἕδρας, τῇ καὶ τὸ στεινότατον ἐστί.
217 κατὰ ταύτην δὴ τὴν ἀτραπὸν καὶ οὕτω ἔχουσαν οἱ Πέρσαι, τὸν Ἀσωπὸν διαβάντες, ἐπορεύοντο πᾶσαν τὴν νύκτα, ἐν δεξιῇ μὲν ἔχοντες ὄρεα τὰ Οἰταίων, ἐν ἀριστερῇ δὲ τὰ Τρηχινίων. ἠώς τε δὴ διέφαινε καὶ οἳ ἐγένοντο ἐπ᾽ ἀκρωτηρίῳ τοῦ ὄρεος. Κατὰ δὲ τοῦτο τοῦ ὄρεος ἐφύλασσον, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Φωκέων χίλιοι ὁπλῖται, ῥυόμενοί τε τὴν σφετέρην χώρην καὶ φρουρέοντες τὴν ἀτραπόν. ἡ μὲν γὰρ κάτω ἐσβολὴ ἐφυλάσσετο ὑπὸ τῶν εἴρηται· τὴν δὲ διὰ τοῦ ὄρεος ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον.
Η Τρίτη Μέρα της Μάχης 19 Αυγούστου (Πρώτο και Δεύτερο Στενό)
Tο μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από το βουνό Ανόπαια πέρα από το πέρασμα των Θερμοπυλών, δεν ήταν άγνωστο στους ντόπιους, ούτε φυσικά και στο στρατό του Λεωνίδα. O Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε αναθέσει στους Φωκείς τη φρούρηση αυτού του μονοπατιού, προβλέποντας ότι οι Πέρσες μπορεί να το ανακάλυπταν κάποια στιγμή και να το χρησιμοποιούσαν για να έλθουν στα νώτα των υπερασπιστών του στενού.
Δυστυχώς, η μικρή δύναμη των Φωκέων -περί τους 1.000 άνδρες- δεν ήταν δυνατό να σταματήσει το πολύ μεγαλύτερο απόσπασμα των Περσών που, κινούμενοι μέσα στη νύχτα, έφθασαν στην κορυφή του υψώματος, στο σημείο που φρουρούσαν οι Φωκείς, την ώρα που χάραζε. Oι Πέρσες δεν φαίνονταν από την κορυφή του βουνού, καθώς τους έκρυβε το δάσος μέσα από το οποίο ανέβαιναν. Ωστόσο, οι Φωκείς αντιλήφθηκαν το εχθρικό στράτευμα από το θόρυβο που έκαναν οι στρατιώτες και ευθύς αρματώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς.
O Υδάρνης, όταν με τη σειρά του είδε τους Έλληνες παραταγμένους για μάχη, διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν. Από σχετικά κοντινή απόσταση και με το ανοιχτό πεδίο στη, με μικρή κλίση, πλαγιά του βουνού χιλιάδες Πέρσες έβγαλαν τα τόξα τους και άρχισαν να ρίχνουν ομοβροντίες βελών στους σαστισμένους Έλληνες οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν, καλυπτόμενοι πίσω από τις ασπίδες τους. Αφού είχαν απωθήσει το Ελληνικό τμήμα, οι Πέρσες συνέχισαν το δρόμο τους για να αντιμετωπίσουν τον κύριο όγκο των Ελληνικών στρατευμάτων στα στενά.
Αυτόμολοι Έλληνες που είχαν «συνεκστρατεύσει» (αναγκάστηκαν να λάβουν τα όπλα και να τους συνοδεύσουν) με τους Πέρσες ως υποτελείς, ενημέρωσαν τον Λεωνίδα για την προδοσία και την υπερκέραση της αμυντικής τοποθεσίας των Θερμοπυλών. H κίνηση ενός μεγάλου τμήματος στρατού στο παρακείμενο βουνό και με κατεύθυνση το πίσω μέρος του τείχους, επιβεβαιώθηκε και από σκοπούς που είχαν ταχθεί στους γύρω λόφους. Oι Έλληνες συσκέφθηκαν με βαριά καρδιά, γνωρίζοντας ότι πλέον ο χρόνος δούλευε εναντίον τους. Tι θα έκαναν;
Θα παρέμεναν στις θέσεις τους και θα σφαγιάζονταν μέχρις ενός ή θα έσπευδαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους για να πολεμήσουν μια άλλη μέρα ενάντια στον εισβολέα; Oι περισσότεροι αποφάσισαν -μετά και την παρότρυνση του Λεωνίδα- να πράξουν το δεύτερο. O ίδιος όμως, με τους εναπομείναντες Σπαρτιάτες Ομοίους (σίγουρα πολύ λιγότεροι από τους αρχικούς 300, μετά από δύο ημέρες σκληρότατων μαχών) αποφάσισε να παραμείνει στη θέση του. Μαζί του, εκτός από τους Σπαρτιάτες, παρέμειναν οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι.
Oι πρώτοι, με αρχηγό το Δημόφιλο, παρέταξαν στις Θερμοπύλες το σύνολο της οπλιτικής δύναμης που μπορούσε να συγκεντρώσει η μικρή πόλη τους, δηλαδή μόλις 700 άνδρες, οι οποίοι επίσης είχαν ήδη τρομακτικές απώλειες από τις μάχες. Oι Θηβαίοι, από την άλλη, που ήταν αρχικά 400, παρέμειναν παρά τη θέλησή τους. Ίσως ο Λεωνίδας πίστευε ότι οι συμπατριώτες τους, αν είχαν χάσει 400 από τους καλύτερους άνδρες τους από τους Πέρσες, δεν θα ήταν τόσο πρόθυμοι να συνταχθούν μαζί τους στη συνέχεια.
O Πέρσης βασιλιάς είχε ήδη ετοιμάσει το στρατό για τη διπλή επίθεση, περιμένοντας «την ώρα που γεμίζει με κόσμο η αγορά», την οποία είχε προσδιορίσει ο προδότης Εφιάλτης ως την ώρα που θα ξεπρόβαλαν στα νώτα των Ελλήνων οι Πέρσες που οδηγούσε από το βουνίσιο πέρασμα. Την προκαθορισμένη ώρα, ο Ξέρξης εξαπέλυσε τα στρατεύματά του που άρχισαν να συνωθούνται στο στενό πέρασμα.
Αυτοί που οδηγούσε ο Εφιάλτης δεν είχαν ακόμη φθάσει, οπότε ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες του, μαζί με τους Θεσπιείς, όχι μόνο τους απέκρουσαν, αλλά άρχισαν να προωθούνται στα στενά, προς ένα πλατύτερο σημείο, επιδιώκοντας να παρασύρουν μαζί τους στο θάνατο όσο περισσότερους Πέρσες μπορούσαν. Αμέτρητα κατορθώματα ύψιστης αντρειοσύνης έλαβαν χώρα στα στενά εκείνο το μεσημέρι. Κάτω από τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο, μια χούφτα Έλληνες -λιγότεροι ίσως και από 800 πλέον- πολεμούσαν όχι πλέον για τη ζωή τους, αλλά για την ιστορία τους, υπέρ ιερών και οσίων, υπέρ πατρίδας, βωμών και εστιών.
Tα μεγαλύτερα ανδραγαθήματα ήταν έργο -όπως παραδίδει η παράδοση- του Σπαρτιάτη Διηνέκη, του ίδιου που λίγη ώρα πριν αρχίσει η μάχη, όταν ένας Τραχίνιος του είπε ότι, όταν οι βάρβαροι εκτοξεύσουν τα βέλη τους, θα είναι τόσα πολλά που θα σκιάσουν τον ήλιο, είχε απαντήσει: «μα αυτά είναι καλά νέα, γιατί αν οι Μήδοι κρύψουν τον ήλιο, θα πολεμήσουμε στη σκιά και όχι κάτω από τον καυτό ήλιο». Περίφημα έμειναν στην ιστορία τα κατορθώματα των Λακεδαιμόνιων αδελφών Αλφειού και Μάρωνα, όπως και του Θεσπιέα Διθυράμβου.
O Λεωνίδας, πολεμώντας σαν πραγματικό λιοντάρι, έπεσε από τους πρώτους στην έφοδο εκείνη και γύρω από το νεκρό του σώμα ξέσπασε λυσσαλέος αγώνας μεταξύ Περσών και Ελλήνων. Tόση ήταν η ένταση της μάχης, που, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζει ο Ηρόδοτος, δύο από τα αδέλφια του Ξέρξη, ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να αποσπάσουν από τους Έλληνες το νεκρό σώμα του Σπαρτιάτη.
Oταν έφθασαν εν τέλει τα στρατεύματα που είχαν αναλάβει την κυκλωτική κίνηση, οι Έλληνες άρχισαν να δέχονται το βάρος της επίθεσης από δύο πλευρές. Γρήγορα αποσύρθηκαν από το πλατύ μέρος του στενού και κατέφυγαν σε ένα λόφο, στο σημείο που αργότερα στήθηκε το πέτρινο λιοντάρι. Εκεί βρήκαν το θάνατο μέχρι ενός, όταν οι Πέρσες, με ανοιχτό πλέον πεδίο, τους τόξευσαν από μικρή απόσταση και αφού στα τελευταία στάδια της μάχης τα δόρατα όλων είχαν σπάσει και οι περισσότεροι δεν είχαν πλέον ούτε τα σπαθιά τους.
Oι Θηβαίοι, όσοι απέμειναν μετά την αρχική μάχη στην οποία είχαν «αναγκαστεί» να λάβουν μέρος, έσπευσαν να εγκαταλείψουν τους υπόλοιπους Έλληνες, πριν αυτοί ανέβουν στο λόφο και πετώντας τα όπλα τους διαβεβαίωναν τους Πέρσες ότι θέλουν να παραδοθούν. Αρκετοί από αυτούς σφαγιάστηκαν από τους Πέρσες επί τόπου, ενώ οι περισσότεροι από όσους γλίτωσαν σημαδεύτηκαν και στάλθηκαν πίσω στη Θήβα, που έδωσε έτσι γη και ύδωρ στον Ξέρξη.
H επική μάχη είχε τελειώσει. H πρώτη από τις τέσσερις μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Περσών σε αυτήν την εκστρατεία -δύο στη στεριά και δύο στη θάλασσα- είχε λήξει με τακτική ήττα των Ελλήνων. Μια ήττα που όμως οι Πέρσες πλήρωσαν ακριβά, χάνοντας χιλιάδες άνδρες, οι αρχαίες πηγές μας παραδίδουν ότι πάνω από 20.000 Πέρσες έχασαν τη ζωή τους στα στενά των Θερμοπυλών. Tο τι κέρδισαν οι Έλληνες, εκτός από ένα αιώνιο μνημείο ηρωισμού και γενναιότητας, θα το δούμε στη συνέχεια.
Ο Λεωνίδας και οι υπόλοιποι Έλληνες αρχηγοί στις Θερμοπύλες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τον κυκλωτικό ελιγμό των Περσών. Ο Ακαρνάνας μάντης Μεγιστίας, προσωπικός φίλος του Λεωνίδα, προείπε ότι οι Έλληνες θα πεθάνουν την αυγή. Έλληνες αυτόμολοι από το Περσικό στρατόπεδο είχαν ενημερώσει για τις κινήσεις του Υδάρνη. Λίγο μετά την αυγή, οι τοποθετημένοι σκοποί τρέχοντας έφεραν την είδηση ότι οι «αθάνατοι» είχαν ξεπεράσει το εμπόδιο των Φωκέων και κατέβαιναν το βουνό.
Η σύσκεψη των Ελλήνων αρχηγών, που είχε αρχίσει από τη νύχτα, υπήρξε θυελλώδης λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Οι γνώμες ήταν διχασμένες. Κάποιοι, με κριτήρια καθαρά στρατιωτικά, πίστευαν ότι από τη στιγμή που δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για επιτυχή συνέχιση της άμυνας όφειλαν να αποσυρθούν, ώστε να σωθεί το στράτευμα. Ο Λεωνίδας, έχοντας κάποιους υποστηρικτές, θεώρησε ότι έπρεπε να παραμείνουν στις θέσεις τους. Τελικά ο Λεωνίδας ήταν αυτός που έδωσε τη λύση.
Αντιλαμβανόμενος την απροθυμία των υπόλοιπων Ελληνικών σωμάτων να διακινδυνεύσουν και θέλοντας να τους περισώσει για να πολεμήσουν αργότερα, τους διέταξε επισήμως να αποχωρήσουν. Ο ίδιος με τους τριακόσιους Σπαρτιάτες θα παρέμεναν να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τέλους, γιατί αυτό υπαγόρευαν η στρατιωτική τιμή και ο νόμος της Σπάρτης. Οπωσδήποτε, τα κίνητρα του Λεωνίδα, εκτός από πατριωτικά, είχαν και τη στρατιωτικοπολιτική τους εξήγηση. Από πολιτική άποψη, η γενικότερη κατάσταση ήταν κρίσιμη.
Η Σπάρτη έπρεπε εμπράκτως να δείξει τη θέλησή της να αντισταθεί, προκειμένου να συγκρατήσει το ρεύμα του Μηδισμού στις Ελληνικές πόλεις. Μετά την υποχώρηση στα Τέμπη, ολόκληρη η Θεσσαλία είχε υποταχθεί, ενώ οι ενέργειες του εφιάλτη ήταν ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εξάλλου, η παρουσία στις Θερμοπύλες αντιπροσώπευε και την έμπρακτη υποστήριξη στον άλλο μεγάλο εταίρο της πανελλήνιας Συμμαχίας, την Αθήνα. Σκοπός της άμυνας ήταν η προστασία της νότιας Ελλάδας και ιδίως της Αττικής.
Εκτός αυτού, παράλληλα με τις χερσαίες επιχειρήσεις στις Θερμοπύλες, διεξαγόταν και ο ναυτικός αγώνας στο Αρτεμίσιο, όπως αναλυτικά θα δούμε παρακάτω. Από στρατιωτικής άποψης, λοιπόν, η συνέχιση του αμυντικού αγώνα θα προσέφερε μια ακόμα ευκαιρία στον Ελληνικό στόλο, ραχοκοκαλιά του οποίου αποτελούσαν οι Αθηναϊκές τριήρεις, να προκαλέσει ακόμα περισσότερες φθορές στον αντίστοιχο Περσικό.
Άλλωστε, τα υποχωρούντα τμήματα στις Θερμοπύλες χρειάζονταν κάλυψη και ο Λεωνίδας ως στρατηγός ήξερε πώς να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη φθορά στον Περσικό στρατό, όπως θα φανεί από τις ενέργειές του παρακάτω. Οι σύμμαχοι αποχώρησαν πράγματι εγκαίρως κατευθυνόμενοι χωριστά στις πόλεις τους. Δεν έφυγαν όμως όλοι. Οι επτακόσιοι Θεσπιείς με αρχηγό τον Δημόφιλο του Διαδρόμου επέλεξαν να σταθούν δίπλα στον Λεωνίδα, θεωρώντας μικρό το αντάλλαγμα να μοιραστούν το θάνατό του, προκειμένου να λάβουν το μερίδιο στη δόξα του.
Εκτός αυτού, όπως θα δούμε παρακάτω, σε περίπτωση υποχώρησής τους, η πόλη τους θα παρέμενε εκτεθειμένη στον εχθρό και οι ίδιοι θα έπαιρναν το δρόμο της εξορίας. Έμειναν επίσης και τετρακόσιοι Θηβαίοι, αν και ορισμένες πηγές μας αντιλαμβάνονται την παραμονή τους ως αναγκαστική, επειδή η πόλη τους ήταν ύποπτη Μηδισμού. Αυτή την πληροφορία μας τη μεταφέρει ο Ηρόδοτος.
Ο μεταγενέστερος Πλούταρχος στο έργο του «Περί της Ηροδότου κακοηθείας» τον αντικρούει λέγοντας ότι, αν ήταν ύποπτοι, ο Λεωνίδας δεν θα είχε την πολυτέλεια να διαθέσει φρουρά γι’ αυτούς ούτε θα έπαιρνε στη μάχη αφερέγγυους συμπολεμιστές που μπορούσαν πάντα να του επιτεθούν ξαφνικά. Υπάρχει, τέλος, και η πιθανότητα να επέλεξαν οι Θηβαίοι να παραμείνουν για να αποσείσουν ακριβώς την κατηγορία του Μηδισμού από την πόλη τους, δίνοντάς της με την πράξη τους το πλεονέκτημα της αμφιβολίας στα μάτια των υπόλοιπων Ελλήνων.
Ο φίλος του Λεωνίδα Μάντης Μεγιστίας επέδειξε μια στάση προσωπικού ηρωισμού επιλέγοντας να παραμείνει στο πλευρό του, ενώ διασφάλισε την αποχώρηση του μοναδικού γιου του μαζί με τους υπόλοιπους Ακαρνάνες. Πιθανώς παρέμειναν μαζί με τον Λεωνίδα 1.000 ή 900 περίοικοι, κάτοικοι της Λακεδαίμονος, χωρίς πολιτικά δικαιώματα στην ίδια τη Σπάρτη, αλλά με υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας ως οπλίτες, και 300 είλωτες (δημόσιοι δούλοι), ένας για κάθε Σπαρτιάτη. Το σύνολο, δηλαδή, των δυνάμεων που διέθετε ο Λεωνίδας πλησίαζε τις 2.300 ή 2.400 οπλιτών. Μια νέα φάση της μάχης των Θερμοπυλών, η ενδοξότερη, άρχιζε τώρα.
Προοπτική νίκης ή σωτηρίας των εναπομεινάντων τμημάτων δεν υπήρχε. Και ήταν προδιαγραμμένα όχι μόνο η τύχη των Ελλήνων πολεμιστών, που παρέμειναν εθελοντικά να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, αλλά και η έκβαση της μάχης και τα χρονικά όρια. Λίγες ώρες αγώνα έμεναν μέχρι να φτάσουν οι «αθάνατοι» του Υδάρνη. Η εκπλήρωση της βασικής αποστολής της παραμονής στις Θερμοπύλες, δηλαδή η παρεμπόδιση της διάβασης των Περσών, είχε καταστεί πλέον αδύνατη. Μπορούσε, όμως, ακόμα ο Λεωνίδας να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή φθορά στον εχθρό.
Αυτή ήταν τώρα η αποστολή του. για να επιτύχει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα μετακίνησε τις δυνάμεις του το πρωί της τρίτης μέρας, προς τις θέσεις των Περσών, πιο μπροστά από το στενό που διεξήχθησαν οι συγκρούσεις των δύο πρώτων ημερών. Στο σημείο που επέλεξε η στενωπός ευρυνόταν σημαντικά. Εκεί παρέταξε το σύνολο των ανδρών που διέθετε, σε σχηματισμό φάλαγγας, εκτός από ελάχιστους που άφησε ως φρουρά στο τείχος των Φωκέων. Με τον τρόπο αυτό οι οπλίτες θα αγωνίζονταν όλοι μαζί ολόκληρο το χρόνο που απέμενε με τον περισσότερο αποδοτικό σχηματισμό μάχης και όχι εναλλασσόμενοι διαδοχικά όπως τις δύο προηγούμενες μέρες.
Έτσι θα προκαλούσαν ως την άφιξη των «αθανάτων» τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες στον εχθρό. Η μετακίνηση αυτή σε ευρύ πεδίο συνιστούσε για τους εναπομείναντες Έλληνες έξοδο θανάτου. Όταν λοιπόν άρχισε η σύγκρουση με τους επιτιθέμενους Πέρσες, η συμπλοκή πήρε ευθύς εξαρχής την πιο άγρια μορφή. Οι Πέρσες αξιωματικοί όχι μόνο έριχναν τους άνδρες τους κατά κύματα πάνω στην Ελληνική φάλαγγα, αλλά τους μαστίγωναν για να προχωρούν μπροστά, όταν τα ανθρώπινα κύματα συντρίβονταν στο μεταλλικό τείχος των Ελλήνων οπλιτών.
Η παραφορά και το πολεμικό μένος των Ελλήνων για άλλη μια φορά προκάλεσαν βαρύτατες απώλειες στα Περσικά τμήματα. Όσοι Πέρσες δεν έπεφταν απωθούμενοι από τα μακρύτερα Ελληνικά δόρατα στη θάλασσα, συντρίβονταν ανάμεσα στα επερχόμενα νέα τμήματα του δικού τους στρατού και το αρραγές μέτωπο της φάλαγγας. Όμως οι Πέρσες είναι αμέτρητοι. τα Ελληνικά δόρατα σπάνε και οι οπλίτες τώρα πολεμούν με τα ξίφη τους. Ο Λεωνίδας, σαν πραγματικός Σπαρτιάτης βασιλιάς, μάχεται ως πρόμαχος, δηλαδή στην κεφαλή της παράταξης.
Η αριθμητική υπεροχή των Περσών, όμως, αρχίζει να επηρεάζει την έκβαση της μάχης. ο Λεωνίδας και όσοι είναι γύρω του υποκύπτουν στα χτυπήματα των υπεράριθμων εχθρών. οι Πέρσες σπεύδουν να αποσπάσουν το πτώμα του. Έχουν όμως να κάνουν με τη λυσσαλέα αντίσταση των επιζώντων οπλιτών. Τέσσερις φορές προσπάθησαν και τις τέσσερις φορές απωθήθηκαν με φρικτές απώλειες, ενώ οι Έλληνες κατόρθωσαν να σύρουν την ηρωική σορό προς το μέρος τους. Ανάμεσα στους υψηλόβαθμους Πέρσες που σκοτώνονται, βρίσκονται και δύο αδελφοί του Ξέρξη.
Εκείνη όμως τη στιγμή οι Θηβαίοι πετούν τις ασπίδες τους, όπως ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος παράδοσης των οπλιτών, και φωνάζουν ότι παραδίνονται. Οι Πέρσες δεν καταλαβαίνουν και σκοτώνουν αρκετούς, αλλά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θεσσαλοί σώζουν τους Θηβαίους, πληροφορώντας τον Ξέρξη ότι οι Θηβαίοι παραδίδονται. Και πάλι ο Πλούταρχος αντικρούει τον Ηρόδοτο, λέγοντας ότι μέσα στη σύγχυση της μάχης αυτό δεν ήταν δυνατό. Άλλωστε, υποστηρίζει, οι Θεσσαλοί ήταν εχθρικοί προς τους Θηβαίους λόγω πολέμου που είχε λάβει χώρα πριν από την Περσική εισβολή.
Όπως και να έχει, ο Ξέρξης διέταξε να συλληφθούν οι Θηβαίοι και να στιγματιστούν με πυρωμένο σίδερο, να υποστούν δηλαδή την τιμωρία των απείθαρχων απέναντι στον αφέντη τους δούλων. Ολιγάριθμοι, ματωμένοι, οι περισσότεροι χωρίς δόρατα, με τους επικεφαλής τους νεκρούς, οι υπόλοιποι Έλληνες παραμένουν κύριοι του πεδίου συμπλοκής. Δεν παύουν να είναι νικητές.
Η Τελική Σύγκρουση – ο Τιμημένος Θάνατος και η Αιώνια Δόξα
Η τύχη, όμως, της μάχης αντιστρέφεται ραγδαία με την άφιξη των «αθανάτων» στα νώτα των επιζώντων Ελλήνων. Πολεμώντας μέχρι τη στιγμή εκείνη σε ένα μέτωπο, οι καταπονημένοι οπλίτες παρέμεναν αδιαμφισβήτητοι νικητές. τώρα όμως αναγκάζονται να συμπτυχθούν, με επιτυχία παρ’ όλα ταύτα, προς τη στενή δίοδο των Θερμοπυλών. περνούν το τείχος των Φωκέων και παρατάσσονται ελάχιστα πίσω του σε ένα μικρό λόφο, τον Κολωνό.
Με κυκλική διάταξη, προκειμένου να διατηρούν επαφή με όλα τα μέτωπα, αποφασίζουν να δώσουν εκεί την τελική μάχη με όσα όπλα τους απέμεναν, ακόμα με τα χέρια ή τα δόντια. Αλλά ακόμα και χωρίς όπλα προκαλούν τρόμο στον εχθρό. Τόσο οι Πέρσες που επιτίθεντο κατά μέτωπο όσο και οι επίλεκτοι «αθάνατοι» που έφθασαν από την Ανοπαία δεν τόλμησαν να πλησιάσουν για μάχη εκ του συστάδην. Πρώτα γκρέμισαν το τείχος των φωκέων, τους κύκλωσαν από όλα τα σημεία και τους χτυπούσαν με ακόντια και με βέλη έως τη στιγμή που έπεσαν νεκροί και οι τελευταίοι. ετσι τέλειωσε η μάχη.
Ο Ξέρξης μετά το πέρας της σύγκρουσης διέταξε να αναζητηθεί το πτώμα του Λεωνίδα. Ηταν τόσο εξοργισμένος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ώστε διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το κρεμάσουν σε έναν πάσσαλο. Η ατίμωση αυτή του ηρωικού νεκρού δείχνει το μέγεθος της οργής του μεγάλου Βασιλιά, τόσο μεγάλου, ώστε να αγνοήσει την Περσική συνήθεια να τιμώνται πάρα πολύ οι θαρραλέοι πολεμιστές, έστω κι αν είναι αντίπαλοι. Και η οργή του Ξέρξη ήταν δικαιολογημένη. Η μάχη έληξε με ήττα των ελλήνων και οι πέρσες έγιναν κύριοι της διόδου.
Η ήττα μάλιστα ήταν κρίσιμη, καθώς άνοιγε το δρόμο στον περσικό στρατό να κατακλύσει και να ερημώσει τη νότια ελλάδα, με πρώτη την αττική. Ο ηθικός αντίκτυπος όμως της στάσης του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του ήταν τεράστιος. Η αφοσίωση στο καθήκον και η υπέρτατη θυσία των μαχητών στις Θερμοπύλες χαλύβδωσαν την υπόλοιπη Ελλάδα και απέδειξαν ότι οι Πέρσες δεν ήταν αήττητοι. Η ηθική αυτή νίκη συνέβαλε σημαντικά στην τελική έκβαση του πολέμου.
Απόδειξη του σεβασμού, της αναγνώρισης και του λιτού και μεστού τρόπου με τον οποίο η Ελλάδα ξέρει να τιμά τους νεκρούς ήρωές της είναι τα τρία επιγράμματα που χαράχτηκαν στους τάφους των ηρωικών νεκρών, οι οποίοι θάφτηκαν στον τόπο της μάχης. Τα συνέθεσε ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής, ο Σιμωνίδης από την Κέα, και μας τα διέσωσε ο Ηρόδοτος. Ένα κατά παραγγελία της αμφικτιονίας των Δελφών προς τιμήν των Πελοποννησίων που έπεσαν τις δύο πρώτες μέρες: «εδώ πολέμησαν κάποτε με τρία εκατομμύρια Περσών τέσσερις χιλιάδες Πελοποννήσιοι».
Ένα δεύτερο επίγραμμα χάραξε ο ίδιος ο Σιμωνίδης στον τάφο του προσωπικού του φίλου Μάντη Μεγιστία: «Αυτός είναι ο τάφος του δοξασμένου Μεγιστία, που κάποτε σκότωσαν οι Μήδοι, όταν πέρασαν τον Σπερχειό, του Μάντη, που ενώ γνώριζε καλά πως πλησίαζε ο θάνατος, δεν δέχτηκε να εγκαταλείψει το βασιλιά της Σπάρτης». Το τρίτο επίγραμμα, που είναι και το πιο γνωστό, σεμνό κόσμημα ανδρείας και πίστης στην πατρίδα, χαράχτηκε στον τάφο των τριακοσίων και του Λεωνίδα και πάλι κατά παραγγελία της αμφικτιονίας των Δελφών.
Ο γράφων δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό ούτε καν να επιχειρήσει να αποδώσει στα νέα ελληνικά την αρμονία και τη λιτότητα που απηχεί έναν ηρωισμό άφθαρτο στο χρόνο: «Ὦ ξεῖν, ἀγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι». Σύμφωνα με μεταγενέστερες παραδόσεις, ανάλογα επιγράμματα στήθηκαν για να τιμηθούν οι θεσπιείς και οι οπούντιοι Λοκροί.
Τα Μετά την Μάχη
Αφού έληξε η μάχη ο Ξερξης κάλεσε το πρώην βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο,ο οποίος όπως είπαμε τον ακολουθούσε στην εκστρατεία και τον ρώτησε πόσοι Λακεδαιμόνιοι απομένουν ακόμα και πόσοι απ’ αυτούς αξίζουν στον πόλεμο όπως αυτοί που τον πολέμησαν στις Θερμοπύλες. Εκείνος του απάντησε ότι στην Λακεδαίμονα υπάρχουν πολλές πόλεις με μεγάλο πλήθος. Υπάρχει και η πόλις της Σπάρτης που από μόνη της διαθέτει 8000 περίπου άνδρες, αλλά όλοι τους δεν είναι ίδιοι με αυτούς που αντιμετώπισες εδώ, αλλά είναι όμως γενναίοι.
Ο Ξέρξης απάντησε: Αφού είχες κάνει βασιλιάς τους θα ξέρεις με ποιό τρόπο μπορούμε να τους καταλάβουμε με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Ο Δημάρατος τότε τον συμβούλεψε: «Στείλε 300 πλοία του στόλου σου στις ακτές της Λακωνίας. Κοντά σ’αυτές υπάρχει η νήσος Κύθηρα. Γι’αυτή την νήσο ο σοφός Χίλων είχε πει ότι ήταν καλύτερα να μην υπήρχε, διότι οποιοσδήποτε εχθρός θα την χρησιμοποιούσε σαν ορμητήριο για τρομοκράτηση των Λακεδαιμονίων.
Έτσι λοιπόν μπορείς να την καταλάβεις και ενώ το πεζικό σου θα κατακτά την υπόλοιπη Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες θα μένουν εκεί φυλάσσοντας την πόλη τους. Αφού λοιπόν υποδουλώσεις την Ελλάδα, οι Λακωνικές δυνάμεις θα είναι ανεπαρκείς, για την άμυνα. Αν δεν το κάνεις αυτό, θα αναγκασθείς να δώσεις σκληρές μάχες στον Ισθμό, όπου θα βρίσκονται οι συμμαχικές δυνάμεις των Πελοποννησίων. Αν όμως ακούσεις την συμβουλή μου τότε ο Ισθμός και οι υπόλοιπες πόλεις θα παραδοθούν χωρίς μάχη».
Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο αρχηγός του στόλου και αδελφός του Ξέρξη Αχαιμένης που επειδή φοβήθηκε μήπως πεισθεί ο βασιλιάς του είπε: «Βασιλιά,σε βλέπω να επηρεάζεσαι από άνδρα που φθονεί τις επιτυχίες σου και σε προδίδει, γιατί στους Έλληνες αρέσουν αυτά τα πράγματα. Μέχρι σήμερα μας έχουν ναυαγήσει 400 πλοία (φαίνεται ότι ξεχνάει άλλα 200 συν τα 45 αιχμαλωτησθέντα) και αν αποσπάσεις από τον στόλο άλλα 300 για τον περίπλου της Πελοποννήσου, τότε οι αντίπαλοι μας θα γίνουν ισόπαλοι.Ενώ αν μείνει ο στόλος συγκεντωμένος, θα αποτελεί φόβητρο για τους Έλληνες οι οποίοι μειονεκτούν σε αριθμό πλοίων.
Επί πλέον εφ’ όσον ο στόλος και ο στρατός ξηράς κινούνται παράλληλα, ολόκληρος ο στόλος θα υποστηρίξει το πεζικό και το πεζικό τον στόλο. Όσον αφορά τους Λακεδαιμόνιους, εφ’ όσον δώσουν μάχη εναντίον μας δεν θα μπορέσουν να επανορθώσουν τις ζημιές που έπαθαν». Σ’ αυτά τα λόγια συνηγόρησε και η βασίλισσα της Αλικαρνασού, Αρτεμισία, την οποία εκτιμούσε πολύ ο Ξέρξης. Ο Ξέρξης απάντησε: «Νομίζω ότι είναι σωστά αυτά που είπες και θα ακολουθήσω την γνώμη σου. Ο Δημάρατος με συμβούλευσε εκείνα που έκρινε συμφερότερα για μένα, η γνώμη σου όμως είναι προτιμότερη».
Σατανική πράγματι η συμβουλή του Δημάρατου. Είναι ευτύχημα που η Ασιατική ματαιοδοξία απέτρεψε τον Ξέρξη από την εφαρμογή του πράγματι μεγαλοφυούς εκείνου σχεδίου. Καταλαμβάνεται όμως από θλίψη κάθε Έλληνας, διαβάζοντας ότι Έλληνας και μάλιστα από βασιλικό γένος καταγόμενος, από προσωπική και μόνο εμπάθεια προδίδει με τόσο επαίσχυντο τρόπο την πατρίδα του. Από την άλλη όμως ο Δημάρατος όταν βρισκόταν στα Σούσα και πληροφορήθηκε τα σχέδια του Ξέρξη για την Ελλάδα, προειδοποίησε τους Σπαρτιάτες με τον εξής τρόπο.
Πήρε δίπτυχο πινακίδα και έξησε το κερί που υπήρχε επάνω της (το κερί χρησίμευε για γραφή) και στη σανίδα της έγραψε τα σχέδια του Ξέρξη. Μετά έλυωσε κερί επάνω στην πινακίδα,ώστε να φαίνεται άγραφη και έτσι αυτός που θα την μετέφερε δεν θα τον ενοχλούσαν οι οδοφύλακες. Η πινακίδα έφθασε στην Σπάρτη αλλά οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε απορία γιατί δεν καταλάβαιναν περί τίνος πρόκειται. Το πρόβλημα το έλυσε η γυναίκα του Λεωνίδα, Γοργώ η οποία συμβούλεψε να ξύσουν το κερί από την πινακίδα. Έτσι αποκαλύφθηκε το μήνυμα του Δημάρατου.
Αμέσως μετά ο Ξέρξης πήγε στο σημείο όπου κείτονταν οι νεκροί Σπαρτιάτες, αναζητώντας το πτώμα του Λεωνίδα. Όταν αυτό βρέθηκε, διέταξε να του κόψουν το κεφάλι και να το μπήξουν σε έναν πάσσαλο. Δεδομένου ότι οι Πέρσες τιμούσαν περισσότερο από κάθε άλλο τους γενναίους πολεμιστές, έστω και αν ήταν αντίπαλοι τους, το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόσο πολύ είχε θυμώσει με τον γενναίο Σπαρτιάτη βασιλιά που αμφισβήτησε την εξουσία του και την δύναμη του.
Αλλά η πράξη αυτή του Ξέρξη είχε σαφέστατα ένα συμβολισμό, δεδομένου ότι αφορούσε στον βασιλιά του σημαντικότερου αντιπάλου της Περσίας στην Ελλάδα. Αυτό ήταν το τέλος του εξηντάχρονου Λεωνίδα, ενός ελεύθερου άνδρα, που ακόμη και σαν νεκρός δεν άφηνε ήσυχη την ψυχή του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά, του ισχυρότερου άνδρα της εποχής εκείνης.
Ο Ξέρξης στην συνέχεια διέταξε να θάψουν τους νεκρούς άνδρες του (περί τους 20.000, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο) εκτός από 1.000, σε τάφρους οι οποίες καλύφθηκαν με φύλλα για να αποκρυβούν. Τους σκοτωμένους Έλληνες, περίπου 4000 χιλιάδες τους στοίβαξε όλους μαζί. Κατόπιν έστειλε κήρυκα στην Ιστιαία που βρισκόταν ο στόλος,ο οποίος συγκέντρωσε τους άνδρες που βρισκόταν εκεί και τους είπε:»Άνδρες σύμμαχοι, ο βασιλεύς Ξέρξης επιτρέπει σε όποιον από εσάς επιθυμεί, να αφήσει τις τάξεις του και να έλθει (στις Θερμοπύλες) για να δει, πως πολεμά τους ανόητους εκείνους, οι οποίοι φαντάζονται ότι μπορούν να νικήσουν τις δυνάμεις του βασιλέως».
Πολλοί ήταν εκείνοι που επιθυμούσαν να πάνε για να δουν, ώστε τα μεταφορικά πλοία έγιναν τα «σπανιότερων των πραγμάτων». Όταν έφθασαν στο πεδίο της μάχης, παρατηρούσαν τους νεκρούς των Ελλήνων και επειδή μεταξύ των νεκρών υπήρχαν και είλωτες, πίστευαν ότι όλοι ήταν Λακεδαιμόνιοι και Θεσπιείς. Δεν διέφυγε βέβαια από όλους, εκείνο που έκανε ο Ξέρξης με τους δικούς του νεκρούς. Και ήταν πράγματι γελοίο το φαινόμενο, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, να κείνται διασκορπισμένοι μόνον 1.000 νεκροί από τους βαρβάρους,ενώ από τους Έλληνες όλοι μαζί συσσωρευμένοι σε ένα μέρος 4.000.
Την επομένη ημέρα οι ναύτες επέστρεψαν στην Ιστιαία. Ο αριθμός των 4.000 Ελλήνων νεκρών στις Θερμοπύλες φαντάζει εξογκωμένος και αμφισβητείται από πολλούς μελετητές. Γνωρίζουμε με σιγουριά ότι οι νεκροί της τελευταίας ημέρας της μάχης ήταν τουλάχιστον 1.000. Δεν γνωρίζουμε όμως τις Ελληνικές απώλειες κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ημερών της μάχης. Είναι ωστόσο απίθανο οι απώλειες αυτές να ήταν της τάξης των 3.000 ανδρών. Σύμφωνα με μελετητές της μάχης,η αναφορά του Ηροδότου είναι εντελώς εξωπραγματική και υπολογίζουν τις απώλειες των Ελλήνων στις 2.000 περίπου.
Με δεδομένο ότι οι νεκροί των πρώτων δύο ημερών της μάχης εθάπτοντο άμεσα, για λόγους υγιεινής, από τους Έλληνες, θα ήταν απίθανο να υπάρχουν 4.000 πτώματα Ελλήνων στο πεδίο της μάχης ακόμα και αν στον αριθμό αυτό προστεθούν και οι νεκροί είλωτες (μη ξεχνάμε ότι ήταν κατακαλόκαιρο). Άλλοι ερευνητές αμφιβάλλουν για αυτή την ίδια τη γνησιότητα του αριθμού των 4.000 και αποδίδουν την αναφορά στο κείμενο του Ηροδότου σε σύγχυση του αρχαίου ιστορικού που προήλθε από τον αριθμό των ανδρών που δίδεται σε επίγραμμα για «4000 χιλιάδες» Πελοποννησίους.
Κατά την διάρκεια της μάχης μερικοί Αρκάδες οπλίτες αυτομόλησαν στους Πέρσες και ζητούσαν εργασία. Αυτούς τους έφεραν ενώπιον του Ξέρξη ο οποίος τους ρώτησε τι έκαναν αυτοί την περίοδο οι Έλληνες. Αυτοί του απάντησαν ότι οι Έλληνες εόρταζαν τα «Ολύμπια» (Ολυμπιακούς αγώνες) και παρακολουθούσαν γυμνικούς και ιππικούς αγώνες. Όταν ο Ξέρξης τους ρώτησε ποιο ήταν το έπαθλο για το οποίο αγωνίζονται,αυτοί του απάντησαν ότι στον νικητή απενέμετο στεφάνι από ελιά.
Ο Πέρσης «Τρινταίχμης του Αρταβάνου», όταν άκουσε αυτό,το περί στεφάνου, δεν μπόρεσε να κρατήσει την σιωπή του και είπε ενώπιον όλων «Αλίμονον Μαρδόνιε, κατά ποίων ανδρών μας έφερες να πολεμήσωμεν οίτινες δεν αγωνίζονται δια χρήματα αλλά δια την αρετήν». !!!
Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Μετά την μάχη των Θερμοπυλών οι Θεσσαλοί που είχαν, -όπως προαναφέραμε- ενταχθεί οικειοθελώς στις Περσικές δυνάμεις,έστειλαν κήρυκα στην χώρα των Φωκέων ζητώντας πενήντα αργυρά τάλαντα, με την υπόσχεση ότι θα αποτρέψουν τα επερχόμενα δεινά του πολέμου στην χώρα τους. Υπήρχε ανέκαθεν μίσος των Θεσσαλών προς τους Φωκείς, διότι στον πόλεμο που είχαν μεταξύ τους το 510 π.Χ, οι Φωκείς με διάφορα τεχνάσματα τους είχαν νικήσει.
Οι Φωκείς δεν δέχθηκαν να πληρώσουν και τους είπαν ότι πολύ εύκολα θα μπορούσαν και αυτοί να είχαν Μηδίσει, αλλά ποτέ δεν μπορούσαν να γίνουν προδότες της Ελλάδας. Μετά απ’ αυτή την απάντηση οι Θεσσαλοί θύμωσαν πολύ και έγιναν οι οδηγοί των βαρβάρων στην πορεία τους προς την νότια Ελλάδα. Εισέβαλαν λοιπόν οι βάρβαροι στην Δωρίδα από την περιοχή της πόλης Τραχίνας (σήμερα περιοχή Μπράλου). Η Δωρίδα είναι η επίπεδη στενωπός πλάτους 6 χλμ περίπου, μεταξύ του Καλλίδρομου και του Παρνασσού. Αυτή ήταν η μητρόπολις των Δωριέων της Πελοποννήσου.
Οι βάρβαροι δεν την έβλαψαν,αφ’ ενός γιατί είχε μηδίσει και αφ’ ετέρου γιατί έτσι έκριναν οι Θεσσαλοί. Στη συνέχεια εισέβαλαν στην Φωκίδα αλλά δεν κατόρθωσαν να συλλάβουν τους Φωκείς, καθ’ όσον άλλοι απ’αυτούς μεταφέροντας και τα πράγματα τους,ανέβηκαν στις κορυφές του Παρνασσού όπου υπήρχε η πόλις Νέων (Τιθορέα) που μπορούσε να φιλοξενήσει αρκετούς και οι υπόλοιποι και περισσότεροι, κατέφυγαν στην Άμφισσα.
Οι βάρβαροι διέσχισαν ολόκληρη την Φωκίδα οδηγούμενοι από τους Θεσσαλούς, κατά μήκος του ποταμού Κηφισσού καίγοντας και κόπτωντας τα πάντα,την πρωτεύουσα Οπούντα,τις υπόλοιπες πόλεις και τα ιερά. Στην πόλη Άβαν (σημερινή Αταλάντη) υπήρχε ιερό του Απόλλωνα και μαντείο πλούσιο σε θησαυρούς και αναθήματα (τάματα), το οποίο το έκαψαν αφού προηγουμένως το εσύλησαν (λεηλάτησαν).
Καταδιώκοντες τους Φωκείς συνέλαβαν μερικές γυναίκες τις οποίες αφού τις βίασαν πάρα πολλοί βάρβαροι,τις φόνευσαν. Οι βάρβαροι συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στην πόλη Πανοπέα (σημερινό χωριό Άγιος Βλάσιος ΒΔ της Λειβαδιάς). Εκεί ο Περσικός στρατός χωρίσθηκε σε δύο τμήματα.
Προς Δελφούς
Το ένα τμήμα με την βοήθεια οδηγών κινήθηκε προς τους Δελφούς,έχοντας τον Παρνασσό δεξιά του.Κανείς ιστορικός δεν αναφέρει την δύναμη του, σύγχρονοι όμως μελετητές το υπολογίζουν γύρω στις 4.000. Η αποστολή του ήταν να λεηλατήσει τα ιερά των Δελφών και να τα προσκομίσει στον Ξέρξη. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Ξέρξης όλα τα αξιόλογα πράγματα που υπήρχαν στους Δελφούς τα γνώριζε καλύτερα από εκείνα που άφησε στην οικία του, επειδή πάντα πολλοί του έλεγαν γι’αυτά.
Γνώριζε επίσης με κάθε λεπτομέρεια τα αφιερώματα στους Δελφούς του πάμπλουτου βασιλιά της Λύδίας «Κροίσου του Αλυάτου». Το τμήμα αυτό κατά την κίνηση του κατέστρεφε τα πάντα. Έτσι πυρπόλησε τις πόλεις των Πανοπέων, των Δαυλίων και των Αιτωλιδών. Οι κάτοικοι των Δελφών όταν πληροφορήθηκαν ότι έρχονται οι Πέρσες κατατρόμαξαν και πανικόβλητοι ρωτούσαν το μαντείο για το τι πρέπει να κάνουν για τα ιερά πράγματα. Αν δηλαδή έπρεπε να ανοίξουν τρύπες στο έδαφος και να τα κρύψουν ή να τα μεταφέρουν σε άλλο τόπο.
Ο θεός Απόλλων όμως δεν τους άφησε να τα κινήσουν και είπε ότι αυτός είναι ικανός να προστατεύσει τα πράγματα του (μέσω χρησμού βέβαια). Όταν τα άκουσαν αυτά οι κάτοικοι των Δελφών φρόντισαν μόνο για τους εαυτούς τους και τα μεν παιδιά τους και τις γυναίκες τους έστειλαν απέναντι στην Αχαία της Πελοποννήσου και οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατέφυγαν στις κορυφές του Παρνασσού, αφού μετέφεραν τα πράγματα τους στο «Κωρύκιο Άνδρον». Άλλοι κατέφυγαν στην Άμφισσα της Λοκρίδας. Μόνον εξήντα έμειναν στους Δελφούς μαζί με τον μάντη.
Το Κωρύκειο άνδρο ήταν Σπήλαιο του Παρνασσού που βρίσκεται στην άκρη οροπεδίου σε ύψος 1400μ. Ήταν το πλέον περίφημο σπήλαιο στην Ελλάδα και ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και τις Κωρύκιες νύμφες. Στην επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκε από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σαν καταφύγιο της οικογένειας του.
Όταν οι βάρβαροι έφθασαν στο σημείο απ’όπου ήταν ορατός ο ναός του Απόλλωνα,τότε ο μάντης Ακύρατος είδε τα ιερά όπλα, τα οποία απαγορεύετο να τα αγγίξει κάποιος, να έχουν βγει από τα άδυτα του ναού και να έχουν στηθεί εμπρός από τον ναό. Τότε ο μάντης πήγε να γνωρίσει το γεγονός αυτό στους κατοίκους των Δελφών που είχαν μείνει. Το γεγονός αυτό ο Ηρόδοτος το χαρακτηρίζει «μεγάλο θαύμα».
Όταν οι βάρβαροι έφθασαν κοντά στο ιερό της Προναίας Αθηνάς, συνέβησαν θεϊκά γεγονότα περισσότερο σπουδαία της εξόδου των όπλων από τον ναό. Από τον ουρανό άρχισαν να πέφτουν κεραυνοί επάνω στους βαρβάρους και από τον Παρνασσό αποσπάσθηκαν δύο κορυφές οι οποίες με πολύ μεγάλο θόρυβο έπεσαν επάνω τους και τους καταπλάκωσαν. Συγχρόνως από τον ναό της Προναίας ακουγόταν » βοή και αλαλαγμός». !!!
Όλα αυτά, που έγιναν συγχρόνως,δημιούργησαν μεγάλο φόβο στους βαρβάρους και όταν οι κάτοικοι των Δελφών πληροφορήθηκαν ότι έφευγαν οι εχθροί κατέβηκαν από το Παρνασσό και φόνευσαν πολλούς. Όσοι βάρβαροι σώθηκαν έφυγαν κατ’ ευθείαν για την Βοιωτία. Αυτοί διηγούντο ότι εκτός από τα υπερφυσικά πράγματα που έγιναν, δύο οπλίτες υπερφυσικού μεγέθους τους καταδίωξαν και φόνευσαν πολλούς.
Γι’ αυτούς τους οπλίτες οι κάτοικοι των Δελφών είπαν ότι είναι οι ντόπιοι ήρωες «Φύλακος» και «Αυτόνοος» των οποίων τα τεμένη βρίσκοντο του μεν Φύλακος πάνω από το ιερό της Προναίας Αθηνάς, του δε Αυτόνοου κοντά στην Κασταλία πηγή και κάτω από την Υάμπεια κορυφή (σήμερα Φλαμπούκος). Σήμερα μόνο τα ερείπια τους υπάρχουν. Ανάλογη τύχη με τους Πέρσες είχαν και οι Γαλάτες οι οποίοι επίσης προσπάθησαν να συλήσουν το μαντείο των Δελφών διακόσια ένα χρόνια αργότερα, το 279 π.Χ.
Προς Αττική
Το μεγαλύτερο τμήμα με επικεφαλής τον Ξέρξη,εισέβαλε από την περιοχή του Ορχομενού στην Βοιωτία. Όλοι οι Βοιωτοί Μήδιζαν και για την φύλαξη της πόλεως του Ορχομενού είχαν τοποθετηθεί Μακεδόνες στρατιώτες που τους είχε στείλει ο βασιλιάς τους Αλέξανδρος Α’. Η φύλαξη αυτή είχε σκοπό να δείξει στον Ξέρξη, ότι οι Βοιωτοί ήταν φιλικοί προς τους Μήδους.
Στη συνέχεια προελαύνωντας μέσα από την Βοιωτία, αφού πυρπόλησε την πόλη των Θεσπιέων, της οποίας οι κάτοικοι είχαν διαφύγει στην Πελοπόννησο και στην συνέχεια και την πόλη των Πλαταιών, έφθασε στην Αθήνα καταστρέφοντας και πυρπολώντας τα πάντα κατά την διαδρομή του. Τις Θεσπιές και τις Πλαταιές τις πυρπόλησαν διότι πληροφορήθηκαν από τους Θεσσαλούς ότι δεν είχαν Μηδίσει. Από την διάβαση του Ελλησπόντου, στην περιοχή του οποίου έμειναν ένα μήνα μέχρι να τον διαβούν όλοι, χρειάσθηκαν άλλοι τρεις μήνες για να φθάσουν στην Αττική, όταν άρχοντας των Αθηνών ήταν ο «Καλλιάδης».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί μια από τις πλέον γνωστές και σημαντικές μάχες στην παγκόσμια ιστορία.Από στρατηγική άποψη, η κατάρρευση της γραμμής άμυνας των Θερμοπυλών ήταν μια βαριά, αλλά ένδοξη ήττα για τους Έλληνες οι οποίοι αν δεν προδίδοντο και άντεχαν ακόμα μερικές μέρες, οι Πέρσες θα είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν λόγω έλλειψης φαγητού και νερού. Η Ελληνική άμυνα σκόρπισε τον τρόμο στον Περσικό στρατό και ταυτόχρονα, με την αμυντική προσπάθεια, κέρδισε πολύτιμο χρόνο ώστε να κριθεί ο πόλεμος στη θάλασσα,μετά ένα μήνα, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο Σπαρτιατικός στρατός ήταν πράγματι αήττητος. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να γυρίσει την πλάτη στον εχθρό, να φύγει νικημένος από το πεδίο της μάχης και να αφήσει τους Πέρσες να περάσουν ανενόχλητοι από τα στενά. Οι Σπαρτιάτες, υπακούοντας στους νόμους της πατρίδας τους, δεν είχαν άλλη επιλογή. Το «ή ταν ή επί τας» ήταν χαραγμένο στην ψυχή τους από τα παιδικά τους χρόνια και είχε έρθει η ώρα το δοξάσουν.
Ελάχιστοι όμως θυμούνται ότι μαζί τους πολέμησαν και 700 Θεσπιείς. Οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν υποχρέωσή τους να μάχονται για την πατρίδα και να πεθαίνουν γι’ αυτήν. Οι Θεσπιείς όμως, αν και δεν ήταν υποχρεωμένοι με κανέναν τρόπο, προσφέρθηκαν εθελοντικά να θυσιαστούν και συνεπώς επέδειξαν πολύ μεγαλύτερο θάρρος, προσφέροντας με δική τους θέληση τον εαυτό τους για την πατρίδα. Μέχρι και σήμερα, η θυσία του Λεωνίδα και των αντρών του στις Θερμοπύλες, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ηρωισμού και αλτρουισμού παγκοσμίως.
Η θυσία αυτή έγινε αντικείμενο εξύψωσης ηθικού πολλών στρατών από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή μέχρι σήμερα. Αρχαίοι και νεώτεροι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει την μάχη των Θερμοπυλών ως εξαιρετικό παράδειγμα ανδρείας, αυτοθυσίας και άκαμπτης πίστης ενάντια σε δυσμενείς περιστάσεις. Οι επιδόσεις που επέδειξαν οι αμυνόμενοι της μάχης των Θερμοπυλών, κάτω από αντίξοες συνθήκες, έχουν χρησιμοποιηθεί ως αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης και σχολιασμού σε θέματα εκπαίδευσης, εξοπλισμού στρατού, εκμετάλλευσης των φυσικών τοποθεσιών.
Παράγοντες, που με την σωστή χρήση τους αποτελούν πολλαπλασιαστές ισχύος στο πεδίο της μάχης. Το πρότυπο ηρωισμού που αντιπροσωπεύει ο Λακεδαιμόνιος βασιλιάς Λεωνίδας έμεινε διαχρονικό, ενώ αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς καλλιτέχνες και συγγραφείς. Η απάντηση του, «Μολών Λαβέ» έμεινε αθάνατη στην παγκόσμια ιστορία, χαρίζοντας του υστεροφημία ως πρότυπο γενναιότητας, θεματοφύλακα πάτριων αρχών, νόμων και καθήκοντος.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑΛΕΩΝΙΔΑΣ »Ο ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ» ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Σύμβολο της γενναιότητας, της αυτοθυσίας, της αυταπάρνησης και του θάρρους ανά τους αιώνες, ο ηγέτης των Σπαρτιατών στη μάχη των Θερμοπυλών, Λεωνίδας, ήταν ο 17ος στη μακρά γραμμή των Αιγιαδών βασιλέων της Σπάρτης. Oπως είναι γνωστό, από τους δύο βασιλείς που μοιράζονταν το θρόνο της Σπάρτης, ο ένας προερχόταν από τη γενιά των Αιγιαδών και ο δεύτερος από τη γενιά των Ευρυποντιδών.
Γιος του Αναξανδρίδα, διαδέχτηκε το 488 π.Χ. ή το 489 π.Χ. τον ετεροθαλή του αδελφό Κλεομένη, του οποίου την κόρη Γοργώ είχε παντρευτεί. Βασίλεψε μόλις για 8 ή 9 χρόνια πριν από το θάνατό του. Λίγα στοιχεία είναι γνωστά από τη ζωή του, αφού η ιστορία έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην πορεία των γεγονότων που οδήγησαν στην υπέρτατη θυσία του ίδιου και των 300 Σπαρτιατών, μαζί με τους 700 Θεσπιείς, στο στενό των Θερμοπυλών. Kατά πάσα πιθανότητα την εποχή των Περσικών πολέμων διήγε την πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
Δυστυχώς, δεν διασώθηκε ο «Βίος» του Λεωνίδα από τον Πλούταρχο, που προφανώς θα έριχνε φως σε πολλές πλευρές της προσωπικότητας της σπουδαίας αυτής μορφής. O Λεωνίδας, μετά την περικύκλωση των δυνάμεών του από τους Πέρσες, αγωνίστηκε γενναία με τους λίγους εναπομείναντες Έλληνες, αλλά σύντομα οι τεράστιοι αριθμοί των Περσών έφεραν το αποτέλεσμα που ο ηγέτης τους περίμενε: ο Λεωνίδας έπεσε μαχόμενος και γύρω από το πτώμα του ξέσπασε τρομακτικός αγώνας για την κατοχή του.
Oι Πέρσες φυσικά εξόντωσαν τους υπερασπιστές των στενών μέχρι τον τελευταίο άνδρα και, σύμφωνα με τα όσα παραδίδει ο Ηρόδοτος, κατόπιν εντολής του Ξέρξη έκοψαν το κεφάλι του Λεωνίδα και σταύρωσαν το σώμα του. O Λεωνίδας, καθώς ελάχιστες πληροφορίες επιβιώνουν για την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του, έχει καταστεί λίγο ή πολύ μια αρχετυπική μορφή Σπαρτιάτη, ο τυπικός αδρός, ολιγόλογος, σοβαρός, μετρημένος, γενναιόφρων και ανδρείος πολεμιστής, που έχει συνηθίσει παιδιόθεν σε μία ζωή στερήσεων και υψηλών απαιτήσεων.
O Ηρόδοτος απαθανάτισε την προσωπικότητα του Λεωνίδα μέσα από τη διάσημή ρήση του και ένα από το πλέον γνωστά ρητά όλων των εποχών, την απάντηση που έδωσε ο περήφανος Λακεδαιμόνιος ηγήτορας, όταν οι Πέρσες τού ζήτησαν να παραδώσει τα όπλα του στο Μεγάλο Βασιλιά, δηλώνοντας υποταγή. Oι δύο λέξεις που μας παραδίδει η ιστορία ότι εκστόμισε ο Σπαρτιάτης βασιλιάς όντας αντιμέτωπος με τις ατέλειωτες ορδές του Πέρση ηγεμόνα, αποτελούν την πιο συμπυκνωμένη δήλωση γενναιοφροσύνης, θάρρους και αποφασιστικότητας. »Mολών Λαβέ», δηλαδή «έλα να τα πάρεις».
ΞΕΡΞΗΣ »Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ»
Γιος του Δαρείου και της Άτοσσα, ο Ξέρξης γεννήθηκε το 519 π.X. και έγινε ηγέτης του αχανούς κράτους των Αχαιμενιδών το 486 π.Χ., σε ηλικία 33 ετών. Oταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ξέρξης, η Περσική Αυτοκρατορία είχε γνωρίσει πολλές ταπεινώσεις σε μικρό διάστημα και αντιμετώπιζε σημαντικούς κινδύνους. O πατέρας του είχε ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια στρατολόγησης για την εκστρατεία στην Ελλάδα, αλλά οι Βαβυλώνιοι -για πολλοστή φορά- και οι Αιγύπτιοι είχαν επαναστατήσει και έθεταν σε κίνδυνο τη συνοχή της Αυτοκρατορίας.
O Ξέρξης αποδείχτηκε αποφασιστικός και σκληρός ηγεμόνας, αναλαμβάνοντας άμεσα στρατιωτική δράση ενάντια στους επαναστατημένους. Έπνιξε στο αίμα το κίνημα της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας, επιβάλλοντας βαρείς όρους στους ηττημένους και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ολοκλήρωση του ημιτελούς έργου του προκατόχου του, δηλαδή την κατάκτηση της Ελλάδας. H εκστρατεία στην Eλλάδα υπήρξε ένα τρομακτικό χτύπημα στον εγωισμό του πανίσχυρου Πέρση ηγεμόνα.
O Ξέρξης, αφού είδε το στρατό του να υποφέρει τρομακτικές απώλειες για να καταβάλει ένα μικρό τμήμα των Ελληνικών δυνάμεων στις Θερμοπύλες, πορεύθηκε μέχρι την Αθήνα, την οποία και πυρπόλησε, «εκδικούμενος» την ήττα στο Μαραθώνα και την «προδοτική» -για τους Πέρσες- στάση των Αθηναίων στην Ιωνική επανάσταση. O Πέρσης μονάρχης παρακολούθησε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας από τον θρόνο που είχε στηθεί για αυτόν στο όρος Αιγάλεω, ωστόσο η καταστροφή του στόλου του αποτέλεσε ουσιαστικά το τέλος της εκστρατείας του στην Ελλάδα.
Mε τους Έλληνες να κυριαρχούν στη θάλασσα, το τεράστιο στράτευμα δεν ήταν δυνατό να συντηρηθεί. Oπότε, σοφά πράττων, ο Ξέρξης αποφάσισε να πάρει ένα μέρος του στρατού και να επιστρέψει στην Περσία, αφήνοντας πίσω το Μαρδόνιο επικεφαλής ενός στρατεύματος αρκετά μεγάλου για να ολοκληρώσει την κατάκτηση αλλά και αρκετά μικρού για να συντηρηθεί δίχως την καθημερινή εισροή ατέλειωτων τόνων εφοδίων από τη Mικρά Aσία.
O Πέρσης ηγεμόνας έμαθε αργότερα την ήττα και το θάνατο του Μαρδόνιου στις Πλαταιές και την ολοκληρωτική καταστροφή του εκστρατευτικού του σώματος, ενώ αυτό υποχωρούσε μέσα από τη Μακεδονία. Απογοητευμένος, αποσύρθηκε στην Περσέπολη και στα Σούσα και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ανεγείροντας εντυπωσιακά οικοδομήματα.
Tα τελευταία του χρόνια είχε γίνει, όπως συμφωνούν οι πηγές, ένας μέθυσος που πολύ λίγη επαφή είχε με την πραγματική διακυβέρνηση της χώρας. Eως ότου αποφασίσει ο αρχηγός της φρουράς του να τον δολοφονήσει -κάτι που έκανε το 465 π.Χ. στα Σούσα- ο Πέρσης ηγεμόνας είχε γίνει σκιά του εαυτού του και ένα απλό πιόνι στα χέρια των πανίσχυρων αυλικών του.
ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
ΜΝΗΜΕΙΑ – ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ
Μετά την αποχώρηση των Περσών από τις Θερμοπύλες,οι Έλληνες, έθαψαν τους νεκρούς της μάχης. Αυτοί που με τα επιγράμματα και τις στήλες τίμησαν τους πεσόντες και πιθανώς αυτοί που τους έθαψαν, ήταν οι Αμφικτύονες που τότε είχαν την έδρα τους στην Ανθήλη (Πυλαία) (μετέπειτα μεταφέρθηκε στους Δελφούς). Έτσι τις τιμές δεν τις απένειμε ορισμένη πόλις, αλλά οι εκπρόσωποι του Πανελληνίου. Προς τιμή των ανδρών αυτών που έπεσαν μαχόμενοι και των άλλων που φονεύθηκαν πριν φύγουν τα τμήματα που έδιωξε ο Λεωνίδας, χαράχθηκαν επιγράμματα από τον Σιμωνίδη τον Κείο.
(Εδώ κάποτε πολεμούσαν με τριάντα μυριάδες τέσσερις χιλιάδες Πελοποννήσιοι).
Στο λόφο του Κολωνού στον οποίο θάφτηκαν ο Λεωνίδας και οι 300 :
(Ξένε,να πεις στους Λακεδαιμόνιους ότι είμαστε εδώ θαμμένοι υπακούοντες στους νόμους εκείνων).
Επίσης τοποθετήθηκε στον Κολωνό από τους Αμφικτύονες προς τιμή του Λεωνίδα, λίθινο άγαλμα λονταριού, το οποίο δε σώζεται σήμερα, με επίγραμμα του Σιμωνίδη:
(Από τα θηρία,εγώ είμαι ο πιο γενναίος.Από τους θνητούς, αυτός που τώρα φυλάω στον τάφο που στέκω. Διότι αν ο Λεωνίδας δεν είχε την ψυχή μου, όπως έχει το όνομα μου, σ’αυτόν τον τάφο, δεν θα πατούσα τα πόδια μου).
Οι Θεσπιείς θάφθηκαν ξεχωριστά και στο μνημείο τους χαράχθηκε το παρακάτω επίγραμμα:
(Άνδρες κατοικούσαν κάποτε στις πλαγιές του Ελικώνα για την γενναιότητα των καυχάται η πλούσια Θεσπιάς).
Για τους πεσόντες Λοκρούς :
(Αυτούς που κάποτε πέθαναν υπέρ της Ελλάδος κατά των Μήδων,καλύπτει η μητρόπολις των Λοκρών Οπούντα ).
Για τον μάντη Μεγιστία τον Ακαρνάνα :
(Το μνημείο τούτο είναι του ξακουστού Μεγιστία,τον οποίον κάποτε οι Μήδοι που διέβησαν τον Σπερχειό ποταμό, τον εφόνευσαν, ο οποίος μάντης προέβλεψε τον επερχόμενο θάνατο του αρνήθηκε να εκαταλείψει τον βασιλιά της Σπάρτης).Ο Σιμωνίδης ήταν φίλος του Μεγιστία και γι’αυτό του έγραψε ιδιαίτερο επίγραμμα !!!
Το 440 π.Χ.έγινε μετακομιδή των οστών του Λεωνίδα και των τριακοσίων Σπαρτιατών στη Σπάρτη, όπου και ετάφησαν σε ειδικό μνημείο πάνω στο οποίο τοποθετήθηκε στήλη που ήταν γραμμένα τα ονόματα και των τριακοσίων. Ο Ηρόδοτος, παρ’ οτι αναφέρει ότι τα ήξερε, δεν τα έγραψε στο βιβλίο του. Η μετακομιδή των οστών έγινε με πρωτοβουλία του βασιλιά της Σπάρτης «Παυσανία» που εβασίλεψε κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Προς τιμή του Λεωνίδα στην Ελληνιστική περίοδο οι Σπαρτιάτες ανήγειραν στην πόλη τους ένα ναό, το Λεωνιδαίο, και τελούσαν μια ετήσια γιορτή, τα «Λεωνίδαια». Η γιορτή αυτή ατόνησε όταν άρχισε να παρακμάζει η Σπάρτη, αλλά αναβίωσε ξανά την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο Τραϊανός το έκανε αυτό και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει ο πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και των Πάρθων, συνεχιστές του κράτους των Περσών και ήθελε να θυμίσει την ηρωική στάση των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους. Μάλιστα ένας Ρωμαίος ευγενής, ο Γάιος Ιούλιος Αγησίλαος, έκανε μεγάλη οικονομική δωρεά στην εορτή.
Το 1920 ανακαλύφθηκε στη Σπάρτη από την Βρετανική αρχαιολογική σχολή, άγαλμα παριστάνοντας ένα πολεμιστή χωρίς μουστάκι, με Αττικού τύπου περικεφαλαία, έργο των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. και από τη στάση του σώματος μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κρατούσε στο αριστερό χέρι ανασηκωμένη ασπίδα, ενώ στο δεξί είχε ανυψωμένο το δόρυ. Ταυτίστηκε με το Λεωνίδα από την πρώτη στιγμή αν και δεν υπήρχε επιγραφή που να το αποδεικνύει.
Οι ανασκαφές του μεγάλου αρχαιολόγου Σπυρίδωνος Μαρινάτου στις Θερμοπύλες το 1939 επέτρεψαν την ταύτιση της θέσης της τελικής πτώσης των Σπαρτιατών με τον λόφο Κολωνό, όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός από αιχμές βελών. Αυτά τα βέλη επαλήθευσαν την αφήγηση του Ηρόδοτου,και τη μετέπειτα λαϊκή απεικόνιση με τους τελευταίους οπλίτες να πολιορκούνται από παντού, πνιγμένοι σε μια βροχή από εκτοξευόμενα βέλη.
Το 1955, μετά 2435 χρόνια από την μάχη, η Ελληνική πολιτεία ανέγηρε στις Θερμοπύλες, στην θέση του δεύτερου στενού, το μνημείο των 300 Σπαρτιατών, δημιούργημα του γλύπτη Βάσου Φαληρέα. Στο κεντρικό βάθρο υπάρχει ένα ορειχάλκινο γυμνό άγαλμα του βασιλιά Λεωνίδα με δόρυ και ασπίδα. Δύο αγάλματα τον συντροφεύουν, οι αναπαραστάσεις του Πάρνωνα και του Ταΰγετου. Στη βάση τοποθετήθηκε πλάκα η οποία αναγράφει:
Επίσης στην κορυφή του λόφου του Κολωνού,εκεί που τα αρχαία χρόνια υπήρχε πέτρινο λιοντάρι,τοποθετήθηκε πέτρινη πλάκα με το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη προς τιμή των 300.
Το 1997, μετά από 2477 χρόνια από τη μάχη στις Θερμοπύλες, με την ανέγερση του απλού συμβολικού αγάλματος του φτερωτού νεανία, δίπλα στο άγαλμα του Σπαρτιάτη Λεωνίδα και των συντρόφων του στις Θερμοπύλες, έγινε το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση τις μνήμης των 700 παλικαριών από τις Θεσπιές. Το ανεγερθέν μνημείο χαρακτηρίζεται από τον παρακάτω συμβολισμό:
Ακέφαλη ανδρική κεφαλή: Ανώνυμη εθελουσία εισφορά των 700 Θεσπιεών για την ελευθερία.
Προτεταμένα στήθη: Αγώνα, ανδρεία, δύναμη, γενναιότητα θάρρος.
Ανασηκωμένο φτερό: Νίκη, δόξα, ψυχή, πνεύμα και την ελευθερία.
Φτερό τσακισμένο: Εκούσια θυσία και θάνατος.
Γυμνό κορμί: Έρωτας, που ήταν Θεός των Θεσπιών, Θεός της δημιουργίας, της ομορφιάς και της ζωής.
Μνημείο με άγαλμα του Λεωνίδα έχει ανεγερθεί και στη Σπάρτη και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης μαζί με το κενοτάφιο του βασιλέα. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η μορφή του βασιλιά Λεωνίδα και στα δύο αγάλματα, στη Σπάρτη και στις Θερμοπύλες, έχει βασιστεί στην αναπαράσταση του πολεμιστή που ανακάλυψε η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή το 1920 στη Σπάρτη.
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ (ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ)
Βρίσκονται στο Νομό Φθιώτιδος. Απέχουν από Αθήνα 199 χλμ. Από Λαμία 15 χλμ. Οι πηγές είναι υδροθειο-νατριούχες θερμοκρασίας 410C και ραδιενέργειας 0,6 Mach. Ανήκουν στον ΕΟΤ. Εκτός από την Λουτροθεραπεία που συνίσταται για παθήσεις νεύρων – ρευματικές – γυναικολογικές γίνεται και εισπνεοθεραπεία με τα αέρια της πηγής, ρινοπλύσεις για τις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος.
Τα Λουτρά Καλλιδρόμου ή Ψωρονέρια ενδείκνυνται για δερματικές παθήσεις, εκζέματα – ψωρίαση. Τα στενά των Θερμοπυλών που το 480 π.Χ. ήταν πράγματι στενά, γνωστά για την μάχη των Θερμοπυλών, όπου έπεσαν οι 300 υπό τον Λεωνίδα με 700 Θεσπιείς που έμειναν όχι από ανάγκη αλλά από χρέος κινούμενοι. Τελευταία στήθηκε και μνημείο για τους Θεσπιείς πλάϊ στο μνημείο του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών.
Η ονομασία της περιοχής όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος 59 π.Χ. οφείλεται στην ύπαρξη των θερμών ιαματικών πηγών που έρρεαν ανάμεσα από το Στενό τις «Πύλες». Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να δει αντικρυστά και να θαυμάσει τον καταρράχτη με το άφθονο ζεστό νερό, κατάλληλο και φίλιο προς το δέρμα για τη χρήση σε σαμπουάν και για κρέμες ευεργετικές για το δέρμα. Κατά την μυθολογία τις πηγές τις δημιούργησε ο Ήφαιστος, κατόπιν παράκλησης της Αθηνάς για να λούζεται εκεί ο Ηρακλής και να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του και το Λίμπιντο μετά τους Άθλους του.
Σ’ αυτή την περιοχή, αφού άρπαξε την Ιόλη, υπάρχει στην Οίτη και επώνυμος πηγή. Στη χώρα γύρω από τα βουνά της Οίτης ο Ηρακλής απεσύρθει με τους δικούς του και την Ιόλη. Η Δηιάνειρα, γυναίκα του Ηρακλή για να εκδικηθεί του έδωσε σαν δώρο μεγαλόπρεπο ρούχο δηλητηριασμένο με αίμα του Κένταυρου Μέσσου. Ο Ηρακλής το φόρεσε και τότε άρχισε το μαρτύριο του. Αυτό κόλλησε επάνω στο δέρμα του και εκείνος για να το βγάλει αποσπούσε μαζί και κομμάτια δέρματος και ιστών του σώματος του.
Ο πόνος και η μανία του ήταν τόσο μεγάλη που ξερίζωνε δέντρα ( έλατα) και τα πέταγε κάτω από το βουνό και μέχρι το Μαλιακό Κόλπο. Τότε άναψε μεγάλη φωτιά και έπεσε επάνω για να καεί για να γλιτώσει από τους φριχτούς πόνους. Αμέσως πήγασε ποταμός, ο Γοργοπόταμος, έτρεξε και έσβησε την φωτιά. Τότε ο Ηρακλής ανελήφθη στους ουρανούς. Τυλίχθηκε μέσα σε σύννεφο και έφθασε στον Όλυμπο, όπου έμεινε έκτοτε μαζί με τους θεούς, που τον έχρισαν Ημίθεο.
Λεωνίδας – Διάκος – Βελουχιώτης
Στενό των Θερμοπυλών μεγάλης στρατιωτικής σημασίας για τους χρόνους της Ελληνικής Αρχαιότητας αλλά και για μετέπειτα. Στενό πέρασμα μεταξύ Καλλίδρομου (παραφυάδα της Οίτης) και της Θάλασσας. Το μήκος της διόδου ήταν 1 χιλιόμετρο. Στα δύο άκρα ήταν τόσο στενή ώστε μόνο μια άμαξα μπορούσε να περάσει. Το 480 π.Χ. έγινε η μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών υπό την αρχηγία του Ξέρξη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο στρατός των Περσών ανήρχετο σε 1.700.000 με 3000 μεταγωγικά πλοία και 1200 πολεμικά και 80000 ιππείς.
Οι Έλληνες αποφάσισαν να αμυνθούν αρχικά στο στενό των Τεμπών, όταν όμως έμαθαν ότι οι Θεσσαλοί «εμήδησαν» υποχώρησαν στο στενό των Θερμοπυλών όπου και τελικά έδωσαν την μάχη. Όταν περικυκλώθηκαν κατόπιν της προδοσίας του Εφιάλτη, ο Λεωνίδας διέταξε τότε τους άλλους να φύγουν, γιατί του ήταν αδύνατον να φύγει διότι «τοις κοινών ρήμασι πυθόμενοι», δηλαδή ήταν υποχρεωμένοι να μείνουν. Εκεί παρέμειναν εθελοντικά και οι 700 Θεσπιείς. Όλοι σκοτώθηκαν.
Ο Διάκος από την Μουσουνίτσα μετά από την υποχώρηση του Πανουργια και Δυοβουνιώτη που τον εγκατέλειψαν αποφάσισε να μείνει, αν και δεν ήταν υποχρεωμένος να λογοδοτήσει σε κάποια κυβέρνηση, εν αντιθέση με τον Λεωνίδα που έπρεπε να μείνει διότι «τοις κοινων ρήμασι πειθομενοι». Αυτό είναι και το μεγαλείο του Διάκου που τον ανυψώνει υπεράνω και αυτού ακόμη του Λεωνίδα.
Πιο πάνω, κοντά στο χωριό Γοργοπόταμος, στην ομώνυμη γέφυρα του Γοργοποτάμου, άλλος ένας αετός της Ρούμελης, ο Θανάσης Κλάρας – Άρης Βελουχιώτης καραδοκεί και στην κατάλληλη στιγμή χτυπάει μαζί με τον Ζέρβα τη Γέφυρα του Γοργοποτάμου, όπου ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό όπως τραγουδούσαν οι Αντάρτες της Ρούμελης. Αυτό είχε σαν συνέπεια αφ’ ενός να καθυστερήσει ο ανεφοδιασμός του Ρόμελ στην Αφρική για ένα τουλάχιστον πολύτιμο μήνα και αφετέρου έδωσε το έναυσμα να φουντώσει το αντάρτικο στα βουνά της Ρούμελης και όχι μόνο.
Ιαματικές Πηγές Υπάτης (Ιστορία και Μυθολογία)
Η ιαματική πηγή της Υπάτης είναι υδροθειο-χλωριούχος και αλκαλικών γαιών οξυπηγή θερμοκρασίας 33,5 0C, ραδιενέργειας 0,11 Mach. Αναβλύζει από βάθος 18μ. μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή της πεδιάδας του Σπερχειού στους πρόποδες της Οίτης.
Έχει θερμοκρασία παραπλήσια του σώματος. Φυσικοχημικά μοιάζει με τις πηγές ROUAT της Γαλλίας. Τα νερά της ενδείκνυνται για δερματικά, ρευματικά, ασθένειες κυκλοφοριακού συστήματος και νευροφυτικού συστήματος, φλεβίτιδες, παθήσεις βαλβίδων καρδιάς. Από επιγραφές του 4ου π.Χ. αιώνα που σώζονται, γνωρίζουμε ότι τα λουτρά της Υπάτης ήταν αφιερωμένα στη θεά Αφροδίτη. Μια επιγραφή γράφει «Ληθην τ’ όπισθεν ος ιθι ελευσεται»
Απέκτησε μεγάλη φήμη λόγω των μαγισσών, ιέρειων που τον κατοικούσαν και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους λουόμενους. Υπήρχε εδώ ολοκληρωμένο θεραπευτικό σύστημα, ανάλογο με τα Ασκληπεία, όπου κατά τον Πλίνιο και Θεόφραστο θεράπευαν τους ασθενείς χρησιμοποιώντας σε συνδυασμό με Λουτροθεραπεία και ποσιθεραπεία το φυτό Ελλέβορος (Elleborus nigra), που φυτρώνει στις πλαγιές της Οίτης και έχει καταπραϋντικές και απαλυντικές στο δέρμα ιδιότητες, όθεν παρακαλούνται οι βοτανοσκόποι της Εθνοφαρμακολογίας να εντοπίσουν και αναγνωρίσουν το φυτό κατά τον περίπατο στις πλαγιές της Οίτης.
Χαρακτηριστικό της πηγής είναι ότι έχει μεγάλη ποσότητα ανθρακικών αλάτων και επομένως CO2 , το οποίο κατόπιν παρατηρήσεων και μελετών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνίου, προκαλεί διεύρυνση των πόρων του δέρματος με αποτέλεσμα την καλύτερη αναπνοή αλλά και τη διείσδυση ουσιών αιθέριων ελαίων διαμέσου του δέρματος μετά την Λουτροθεραπεία.
Στις Κομποτάδες στα πλατάνια, που βλέπουμε και την σχετική επιγραφή, στις 18 Απριλίου 1821 συναντήθηκαν οι Διάκος – Πανουργιάς Δυοβουνιώτης με 2500 άνδρες. Εδώ κατέστρωσαν τα σχέδια που σαν σκοπό είχαν να ανακόψουν την κάθοδο του Ομέρ Βρυώνη, που θα ξεκινούσε από το Ζητούνι (Λαμία). Στο Γεφύρι της Αλαμάνας στάθηκε ο Διάκος με 600. Ο Δυοβουνιώτης έπιασε το γεφύρι του Γοργοποτάμου με 400. Στις 22 Απριλίου ο Ομέρ Βρυώνης έφθασε στη θέση που κατείχε ο Δυοβουνιώτης.
Με την δεύτερη επίθεση οι του Δυοβουνιώτη το έβαλαν στα πόδια. Το ίδιο έγινε και με τον Πανουργιά, αφού έχασε αρκετούς άνδρες. Έτσι έμεινε μόνος του ο Διάκος, αφού σκότωσαν αρκετούς Τούρκους τότε με εντολή του Ομέρ Βρυώνη συνελήφθη αφού τον καπάκωσαν δένοντας μεταξύ των 4 κάπες. Τον ήθελε ζωντανό γιατί ήταν φίλος του από τα χρόνια του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Οδηγήθηκε στο Ζητούνι και του προτάθηκε να κρατήσει το αρματολίκι του αρκεί να αποκηρύξει τον αγώνα.
Ο Διάκος αρνήθηκε και τότε εσουβλήσθη κατά τρόπο που περιγράφει ο Σέρβος Ιβο Αντρις στο βιβλίο «Το γεφύρι του Δρίνα». Έπρεπε το σουβλί να περάσει διαμέσου των ιστών του σώματος, ώστε να μην βλάψει καίρια όργανα, το μαρτύριο να διαρκεί και ο θάνατος να μην επέρχεται. Σ’ αυτή την θέση τον βρήκε Αρβανίτης, γνωστός του Διάκου από τα χρόνια του Αλή Πασά και κατόπιν παρακλήσεως του Διάκου τον πυροβόλησε και τον απήλαξε από το μαρτύριο.
ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ