Η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ)

Η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ)

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Εισαγωγή

Η μάχη του Μαραθώνα, που κατά πάσα πιθανότητα διεξήχθη την 11η Σεπτεμβρίου του έτους 490 π.Χ., υπήρξε η πρώτη από συνολικά τρεις μάχες, όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό και το ναυτικό των Περσών, με μικρή μόνον υποστήριξη από άλλες Ελληνικές πόλεις. Με τις νίκες αυτές αναχαιτίστηκε η πρώτη απόπειρα μιας φιλόδοξης Ασιατικής εισβολής στην Ευρώπη και συγχρόνως τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της Αθήνας ως κυρίαρχης δύναμης. 

Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, σχετικά με το αποτέλεσμα της, η πιο ασήμαντη, επειδή δεν οδήγησε σε καμιά πολιτική απόφαση. Χρονογράφος της είναι ο Ηρόδοτος, που περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ύφος. Όταν έγραψε την ιστορία του, είχαν περάσει ήδη πάνω από 40 χρόνια από τη μάχη και στον Ελληνικό κόσμο είχαν επέλθει τεράστιες αλλαγές. Ο Μιλτιάδης, ένας από τους «πατέρες της νίκης», είχε πεθάνει και δε γνωρίζουμε αν ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες που είχαν λάβει μέρος στη μάχη.

Μετά από 560 χρόνια, ο Παυσανίας μπόρεσε να θαυμάσει και να περιγράψει το μνημείο της μάχης στην Ποικίλη Στοά και να αναφέρει ότι «στο πεδίο της μάχης ακούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ίππων και άνδρες να μάχονται» στον Μαραθώνα. Διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.

Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης, ο Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες. Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο Περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο Περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε μια δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων.

Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων – που οφειλόταν στην στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη – και οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Ασία. Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει και πάλι στρατό, αλλά πέθανε σε λίγο. Ο γιος του Ξέρξης επιχείρησε και εισέβαλε στην Ελλάδα (το 480 π.Χ), αλλά η εισβολή του έληξε με αποτυχία. Η μάχη του Μαραθώνα έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες.

»Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν»
Το επίγραμμα αυτό του Σιμωνίδη του Κείου αποτελεί την απόλυτη επιτομή της μάχης του Μαραθώνα και της σημασίας της.

Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε μία από τις κρισιμότερες μάχες του αρχαίου κόσμου με την έκβασή της να προσδιορίζει καθοριστικά την ιστορία της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Θα γίνει σημείο αναφοράς κατά την αρχαιότητα, θα λειτουργήσει ως πρότυπο στον αγώνα της Ανεξαρτησίας από τους Τούρκους. Ο Βρετανός φιλόσοφος John Stuart Mill θα θεωρήσει (το 1846) τη μάχη αυτή ακόμη και για την ιστορία της Αγγλίας σημαντικότερη και από την αποφασιστική μάχη του Χάστινγς, που εγκαινίασε τη Νορμανδική κατάληψη της Βρετανίας το 1066 μ.Χ.

Ο χώρος της μάχης, το «Μαραθώνιον άλσος», θα μείνει στη συλλογική μνήμη των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των λογίων, των ποιητών και των ζωγράφων ανά τους αιώνες και έως τις μέρες μας ως τόπος της ανδρείας, του θαύματος και του θρύλου. Όπως έγραψε ο λόρδος Βύρων, «Marathon became a magic word». Τέλος ο θρύλος του »Μαραθωνοδρόμου» Φειδιππίδη θα συγκινήσει ποιητές, θα επιβάλει το Μαραθώνιο ως αγώνισμα στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες και θα εμπνεύσει το σύγχρονο παγκόσμιο κίνημα των Μαραθωνοδρομιών.

Τα πραγματικά ποσοτικά μεγέθη της μάχης ήταν βέβαια μικρά: 9.000 Αθηναίοι με μόνους συμμάχους 1.000 Πλαταιείς –ένα εκστρατευτικό σώμα της Σπάρτης, της μεγαλύτερης Ελληνικής δύναμης της εποχής, ήταν καθ’ οδόν, αλλά έφτασε καθυστερημένα– έδωσαν μια μάχη μίας μόνο ημέρας σε ένα μικρό πεδίο στις ακτές της ανατολικής Αττικής στις αρχές του Φθινοπώρου του 490 π.Χ. Ακόμη και τα θύματα ήταν ευάριθμα. Στον Τύμβο των Αθηναίων ενταφιάστηκαν μόνο 192 σοροί.

Ωστόσο, η μεγάλη ποσοτική υπεροχή του αντιπάλου, του Περσικού στρατού, η φήμη της ανίκητης πολεμικής μηχανής που τον συνόδευε και η βεβαιότητα ότι είχε αποβιβαστεί για να καταλάβει και να καταστρέψει την Αθήνα με διακηρυγμένη πρόθεση να υποτάξει όλον τον Ελληνικό κόσμο και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια κυριαρχία, όλα αυτά έδωσαν στην αναμέτρηση του Μαραθώνα τη διάσταση μιας σύγκρουσης Ελλήνων κατά βαρβάρων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μιας σύγκρουσης παγκόσμιων διαστάσεων.

Στην έκβαση της μάχης υπέρ των Ελλήνων καθοριστική σημασία είχαν δύο παράγοντες. Αφενός, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη, που εφάρμοσε μια εξαιρετική τακτική πολέμου και αμέσως μετά –και μέσα στη νύχτα– οδήγησε το στρατό του πίσω στην Αθήνα, πριν φτάσουν εκεί οι Πέρσες, οι οποίοι, όταν είδαν μπροστά τους τους Αθηναίους, αποφάσισαν πλέον να αποσυρθούν. Ήταν ένα εκπληκτικό κατόρθωμα. Γι’ αυτό ο Herrmann Bengtson χαρακτηρίζει το Μιλτιάδη ως τον πρώτο στρατηγό στην ιστορία της Ευρώπης.

Αφετέρου, οι οπλίτες, που εφάρμοσαν το σχέδιο μάχης με πειθαρχία, αισθάνονταν ελεύθεροι πολίτες μιας δημοκρατικής πολιτείας, που πολεμούσαν όχι για κάποιον ηγέτη, αλλά μάχονταν πολύ συγκεκριμένα και απτά «υπέρ βωμών και εστιών». Η εμπειρία της μάχης επιτάχυνε τις διεργασίες για τη διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών στην Αθήνα και την αντίστοιχη υποχώρηση της τυραννίδας σε πολλές Ελληνικές πόλεις. Κυρίως όμως ενίσχυσε τη διάθεση όλων των Ελλήνων να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο από την Ανατολή.

Η φράση “το Ελληνικόν” αποκτά για πρώτη φορά σαφή πολιτικό προσδιορισμό. Εξάλλου εν όψει της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η επικείμενη απειλή της νέας φάσης του Περσικού πολέμου, για την οποία οι προετοιμασίες των Περσών άρχισαν αμέσως μετά και με τρόπο συστηματικό και θα οδηγήσουν στη νέα εκστρατεία, που σφραγίστηκε με το έπος της ναυμαχίας της Σαλαμίνας 10 χρόνια αργότερα, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να κατασκευάσουν έναν ισχυρό στόλο, ο οποίος έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και την οικονομική πορεία των Ελλήνων.

Άλλαξε τις ισορροπίες και τις συμμαχίες, ενθάρρυνε το εμπόριο και οδήγησε στην ηγεμονία της Αθήνας. Οι Έλληνες της κυρίως Ελλάδας αντιμετώπισαν και νίκησαν για πρώτη φορά τους Πέρσες στην πεδιάδα του Μαραθώνα. O ιδιοφυής Μιλτιάδης, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη ιστορία τη διπλή υπερκέραση, χάρισε τη νίκη στα Ελληνικά όπλα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. ο χώρος που ορίζεται από τη Nότιο Bαλκανική και την εγγύς Aνατολή βρισκόταν σε φάση αναδημιουργίας.

Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις που είχαν ξεκινήσει κατά τη γεωμετρική περίοδο (9ος – 8ος αι. π.Χ.) και είχαν δημιουργήσει το θεσμό της πόλης-κράτους βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή, καθώς το σύστημα που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως «Κλασική Δημοκρατία» προέκυπτε μέσα από μία σειρά ζυμώσεων. Στις όμορες περιοχές, όμως, έφτανε στο απόγειό της η απολυταρχική μοναρχία, στο μοντέλο που είχε τις απαρχές του στη Mεσοποταμία, όπως εξελίχθηκε από τους Πέρσες.

Αυτό το μοντέλο απολυταρχίας απειλούσε τώρα να «καταπιεί» τις Ελληνικές πόλεις, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της ανθρωπότητας. H Περσική Αυτοκρατορία ήταν προσωπικό δημιούργημα ενός εξαιρετικά προικισμένου ηγέτη, του Κύρου του Μέγα, ο οποίος κατάφερε να ενώσει τους Πέρσες και τους Μήδες και στη συνέχεια, με μία σειρά κεραυνοβόλων κατακτητικών πολέμων (που συνεχίστηκαν από τους επιγόνους του) να προσθέσει στην επικράτειά του όλους τους λαούς από τον Καύκασο έως το Λίβανο και από τη Βακτρία έως τη Λυδία.

Έτσι δημιουργήθηκε μία αχανής Αυτοκρατορία, την οποία κυβερνούσε ο «Μεγάλος Βασιλεύς» (η Ελληνική απόδοση του Shahanshah, που υποδήλωνε τον τίτλο του Πέρση μονάρχη, ήταν «βασιλεύς των βασιλέων») με τη βοήθεια των Σατραπών, τοπικών διοικητών, οι οποίοι αναλάμβαναν καθήκοντα απόλυτου μονάρχη στη διοικητική περιφέρειά τους, αλλά βρίσκονταν πάντα υπό την αίρεση του επικυρίαρχού τους. Στη σφαίρα επιρροής τους είχαν περιέλθει από νωρίς οι Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, που παλαιότερα ήταν συνδεδεμένες με τη Λυδία του Κροίσου – ουσιαστικά, οι Πέρσες «κληρονόμησαν» τους Έλληνες της Ιωνίας από τον Κροίσο.

ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ

Γενικά
Στις αρχές του Φθινοπώρου του 490 π.Χ., στην πεδιάδα του Μαραθώνα, αυτοί που συγκρούστηκαν δεν ήταν απλώς ένα εκστρατευτικό σώμα και οι υπερασπιστές μιας ανεξάρτητης πόλης, αλλά δύο ολόκληροι κόσμοι, δύο διαφορετικοί τρόποι θέασης και ερμηνείας των πραγμάτων. Ο κόσμος των Ελληνικών πόλεων και η Περσική Αυτοκρατορία μετρούσαν ήδη μισό αιώνα επαφών, πολεμικών, διπλωματικών, εμπορικών ή πολιτισμικών.

Ωστόσο, με το Μαραθώνα, ξεκινά μια περίοδος κατά την οποία οι επαφές αυτές θα πάρουν τη μορφή –αρχικά μόνο για τους Έλληνες, στη συνέχεια και για τους Πέρσες– ενός αγώνα επιβίωσης και ανάγκης επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Οι Περσικοί πόλεμοι, ακόμη και μετά τις κατά καιρούς επίσημες απόπειρες λήξης τους, θα έχουν αφήσει μια υποθήκη ανεξόφλητων λογαριασμών και συνεχών αμοιβαίων παρεμβάσεων που δεν θα σταματήσουν, παρά μόνο με την οριστική πτώση της Αυτοκρατορίας στα χέρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Περσική Αυτοκρατορία

Η Αυτοκρατορία των Περσών, με την αστραπιαία εξάπλωσή της και την επί δύο αιώνες πολιτική της κυριαρχία στον κόσμο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, συνιστά τομή στον αρχαίο κόσμο. Οι πανάρχαιες ισορροπίες δυνάμεων ανατρέπονται. Τα βασίλεια της Μεσοποταμίας, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου χάνονται για πάντα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται μια κρατική δομή με αξιώσεις ενοποίησης όλου του τότε γνωστού κόσμου.

Το κράτος των Αχαιμενιδών είναι ουσιαστικά η πρώτη πολυεθνική Αυτοκρατορία και μάλιστα η πρώτη που έχει πλήρη συνείδηση αυτής της διάστασής της, με συνέπεια να επεξεργαστεί και την αντίστοιχη νομιμοποιητική ιδεολογία και ρητορική. Η Αυτοκρατορία του Κύρου Β’ του Μεγάλου και των διαδόχων του συνιστά το τέλος της »Αρχαϊκής» Ανατολής και την απαρχή ενός νέου, πιο διευρυμένου, ενωμένου κόσμου που θα βρει την πλήρη ανάπτυξή του στο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον Ελληνιστικό πολιτισμό.

 

Η Εμφάνιση των Περσών

Η εμφάνιση των Περσών στο προσκήνιο της πολιτικοστρατιωτικής ιστορίας της Εγγύς Ανατολής συναρτάται με τις τύχες όλων των προϋπαρχόντων και σύγχρονών τους κρατών ή φυλών (μετακινήσεις, συμμαχίες, ακμή ή διάλυση). Σύμφωνα με αρχαιολογικά τεκμήρια, γύρω στο 1500 π.Χ., τα Ινδοευρωπαϊκά Ιρανικά φύλα εγκαθίστανται στην οροσειρά του Ζάγρου, του ορεινού άξονα που εκτείνεται από το σημερινό Κουρδιστάν και το βόρειο Ιράν, μέχρι την ανατολική ακτή του Περσικού κόλπου. Πρόκειται για ένα φυσικό τείχος που χωρίζει γεωφυσικά και πολιτιστικά τις εύφορες πεδιάδες της Μεσοποταμίας από τα άνυδρα οροπέδια του Ιράν.

Αυτό το »τείχος», καθώς και ό,τι κρύβει πίσω του, θα είναι το πεδίο δράσης Ιρανικών φύλων, όπως οι Μήδοι, οι Πέρσες ή οι Πάρθοι, που σταδιακά θα »Ιρανοποιήσουν» την περιοχή, ενσωματώνοντας και αρκετά πολιτισμικά στοιχεία των γηγενών πληθυσμών. Την πολιτιστική ποικιλομορφία που προκύπτει από αυτό το ψηφιδωτό λαών, συνοδεύει εκ των πραγμάτων και η πολιτική κατάτμηση. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για τα Ιρανικά φύλα προέρχονται από τους »εχθρούς» τους, τις πολιτιστικά και στρατιωτικά ανεπτυγμένες Αυτοκρατορίες της »εύφορης ημισελήνου».

Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η καταγραφή εκστρατειών, κυρίως των Ασσυρίων (9ος – τέλη 7ου αιώνα π.Χ.). Στόχος τους είναι τα πολυάριθμα βασίλεια του ισχυρότερου φύλου, των Μήδων, τα οποία και υποτάσσονται. Οι φυλές όμως της νοτιοδυτικής άκρης του Ιρανικού οροπεδίου, μακριά από την περιοχή των μεγάλων στρατηγικών και οικονομικών ενδιαφερόντων των Ασσυρίων, θα επιζήσουν πολιτικά πληρώνοντας φόρο υποτέλειας στην πανίσχυρη Αυτοκρατορία του βορρά. Είναι οι Πέρσες της περιοχής της Φαρς ή Πάρσας (της Περσίδος των Ελλήνων) του ορμητηρίου της κατοπινής εξάπλωσής τους.

Οι Μήδοι

Από το β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. ο Ασσυριακός έλεγχος στην περιοχή των Μήδων εξασθενεί. Οι χαλαρά συνδεδεμένες Μηδικές φυλές συνασπίζονται σε ομοσπονδία και κατόπιν σε βασίλειο με πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική συνοχή. Η ταχύτατη εδραίωσή του (περίπου 640-600 π.Χ.) συνδέεται με την ανάγκη απόκρουσης και κατανίκησης των Ασσυρίων. Ο προτελευταίος Μήδος βασιλιάς Κυαξάρης (Umakistar, 625-585 π.Χ.), ο πρώτος με τεκμηριωμένη την ιστορική του ταυτότητα, είναι αυτός που θα καταφέρει το οριστικό πλήγμα στην καταρρέουσα Ασσυριακή Αυτοκρατορία.

Το 612 π.Χ., συμμαχώντας με τους Βαβυλωνίους, καταστρέφει την πρωτεύουσα Νινευή και καταλαμβάνει όλη την επικράτεια του εχθρού. Έτσι, στην αυγή του 6ου αι. π.Χ., το βασίλειο των Μήδων κατέχει όλη την περιοχή από τα ανατολικά της καθαυτό Μηδίας, μέχρι τη βόρεια Μεσοποταμία και τη Χαρράν στη βόρεια Συρία, καθώς και το ανατολικό τμήμα της Μικρασιατικής χερσονήσου, με τον Άλυ ποταμό να αποτελεί το δυτικό σύνορο. Πρωτεύουσά του είναι τα οχυρωμένα Εκβάτανα (Hamadan).

Η Δημιουργία της Αυτοκρατορίας (Κύρος και Καμβύσης)

Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κάποιες φαινομενικά ασήμαντες εξελίξεις στο οροπέδιο της Φαρς, θα αποτελέσουν την αφετηρία κοσμοϊστορικών αλλαγών σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Η άρχουσα οικογένεια της φυλής των Πασαργάδων εδραιώνει σταδιακά την ισχύ της και στις άλλες ημινομαδικές, ποιμενικές, Περσικές φυλές. Ο αρχηγός της, Κύρος Β΄ (Kūrosh) συγκροτεί μια συμμαχία εννέα τέτοιων φυλών και ανακηρύσσεται βασιλιάς το 559 π.Χ.

Αν η ανάδειξη των Μήδων σε ισχυρή δύναμη μέσα σε 40 χρόνια προκαλεί έκπληξη, οι κατακτήσεις του Κύρου και του Καμβύση, που κατέστησαν την Περσία τη μεγαλύτερη Αυτοκρατορία του αρχαίου κόσμου μέσα σε μόλις 25 χρόνια (550-525 π.Χ.), αποτελούν μοναδικό γεγονός. Όταν οι Πέρσες ξεκινούν την εξόρμησή τους, τέσσερα είναι τα κράτη που κυριαρχούν στον κόσμο και μοιράζονται μια εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων: το βασίλειο των Μήδων, η Αυτοκρατορία των Βαβυλωνίων, το βασίλειο των Λυδών στη δυτική Μικρά Ασία και η Αίγυπτος. Αυτούς καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δύο πρώτοι Πέρσες βασιλείς.

Λίγο μετά την άνοδο του Κύρου στο θρόνο, οι Πέρσες –αν και λιγότεροι αριθμητικά– συγκρούονται με τους Μήδους υπό τον τελευταίο τους βασιλιά, τον Αστυάγη (Ištuwigu), και τους νικούν κατά κράτος το 550 π.Χ. Τα Εκβάτανα καταλαμβάνονται και το βασίλειο ενσωματώνεται στις κτήσεις του Πέρση Μεγάλου Βασιλέα. Έτσι, η “έκρηξη” της περσικής εξάπλωσης θα διοχετευθεί μέσα από το δίαυλο του αδελφού βασιλείου των Μήδων (οι Πέρσες παραλαμβάνουν έτοιμο ένα εδαφικά μεγάλο κράτος, πολιτιστικά και φυλετικά σχεδόν ταυτόσημο με αυτούς, με προϋπάρχουσες δομές και παραδόσεις εξουσίας και κομβική στρατηγική θέση).

Οι δύο Ιρανικοί λαοί θα είναι πλέον τόσο στενά συνδεδεμένοι σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε να νέμονται από κοινού την Αυτοκρατορία. Οι Μήδοι ευγενείς θα συμμετέχουν σχεδόν ισότιμα με τους Πέρσες στη διοίκησή της. Για παράδειγμα, ο πιο έμπιστος στρατηγός του Κύρου, ο Άρπαγος και ο αρχηγός των περσικών δυνάμεων στο Μαραθώνα, ο Δάτης είναι Μήδοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι, και για τους Έλληνες, οι δύο λαοί θα αποτελούν πλέον μια ενότητα.

Τρία χρόνια αργότερα, το 547 π.Χ., ο Κύρος, εκμεταλλευόμενος την προκλητική και απερίσκεπτη πολιτική του βασιλιά των Λυδών, του Κροίσου, θα εκστρατεύσει εναντίον του, καταλαμβάνοντας αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις. Η αιχμαλωσία του Λυδού ηγεμόνα, θα σημάνει και την υπαγωγή του βασιλείου του στην Περσική επικράτεια. Οι υποτελείς στον Κροίσο Αιολικές και Ιωνικές πόλεις τιμωρούνται για την άρνησή τους να βοηθήσουν τους Πέρσες με την ολοκληρωτική ένταξή τους στην αναδυόμενη αυτοκρατορία. Η κατάκτηση των Λυδών σηματοδοτεί την έναρξη των επαφών μεταξύ Περσών και Ελλήνων σε μεγάλη κλίμακα.

Οι Πέρσες μέσω του εξελληνισμένου βασιλείου της Λυδίας και των Ελληνικών πόλεων των παραλίων, εξοικειώνονται με τον Ελληνικό υλικό πολιτισμό και τους τρόπους πολιτικής οργάνωσης. Οι χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις των Ελληνικών πόλεων θα συντρέχουν υποχρεωτικά την Αυτοκρατορία στις μελλοντικές εκστρατείες της. Ίωνες γλύπτες και λιθοξόοι θα εργαστούν για τη διακόσμηση των ανακτόρων της Αυτοκρατορίας.

Οι Περσικές αυλές στις Σάρδεις και τα Σούσα θα γίνουν το καταφύγιο κάθε ηττημένου ή δυσαρεστημένου ισχυρού Έλληνα πολιτικού ή τυράννου (Ιππίας, Δημάρατος, Θεμιστοκλής κ.ά.). Πολλοί από αυτούς, όπως έχει ήδη γίνει με σημαίνοντες Μήδους ή Λυδούς, και ανάλογα με τις συγκυρίες ή την αποφασιστικότητά τους, θα αναδειχθούν σε έμπιστους συμβούλους του Μεγάλου Βασιλέως. Τέλος, οι Βασιλείς των Περσών θα μάθουν για πρώτη φορά και για την ύπαρξη των «Ελλήνων πέρα από τη θάλασσα».
Μια γνώση που προς το παρόν συνοδεύεται μοναχά από υπεροπτική και ειρωνική αδιαφορία ‒όπως η αντίδραση του Κύρου στο Σπαρτιατικό απειλητικό “τελεσίγραφο”: «Ποίοι είναι αυτοί οι Σπαρτιάτες;». Παρά την έλλειψη σαφών ιστορικών τεκμηρίων, δεν θα ήταν άστοχο να υποστηριχθεί ότι το διάστημα 546-540 π.Χ. αφιερώθηκε από τον Κύρο στην κατάκτηση των λαών που ζούσαν στα ανατολικά της Μηδίας και της Περσίας. Η Αρία, η Αραχωσία, η Βακτριανή, η Σογδιανή (περίπου το σημερινό Αφγανιστάν) περιήλθαν στην Αυτοκρατορία.

Το ανατολικό της όριο έφτασε στη Γανδαρίδα, κοντά στον άνω ρου του Ινδού ποταμού. Μετά το τέλος αυτών των εκστρατειών, έχει απομείνει, περικυκλωμένος, ο τελευταίος και ισχυρότερος αντίπαλος για τον Κύρο, το Νεοβαβυλωνιακό βασίλειο. Ο Πέρσης βασιλιάς, εκμεταλλευόμενος –και υποδαυλίζοντας– την εσωτερική πολιτική και θρησκευτική δυσαρέσκεια των γηγενών Βαβυλωνίων προς την άρχουσα δυναστεία των Χαλδαίων, θα συντρίψει το Βαβυλωνιακό στράτευμα το 539 π.Χ.

Ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας θα σκοτωθεί άδοξα το 530 π.Χ. πολεμώντας με κάποια από τις νομαδικές φυλές της βορειοανατολικής μεθορίου. Εκτός όμως από κατακτητής, υπήρξε και ένας προικισμένος διοικητής. Όπως απέδειξε η κατάκτηση της Βαβυλώνας, στρατιωτική ευφυΐα και πολιτική διορατικότητα συνυπήρχαν στο πρόσωπό του. Παράλληλα με τις κατακτήσεις του, μερίμνησε και για την οργάνωση της Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου: τη διοίκηση, τη νομοθεσία, το φορολογικό σύστημα, τη στρατιωτική δομή.

Ακόμα σημαντικότερη είναι η επιείκεια και η διάθεση συνεργασίας που επιφυλάσσει για τους κατακτημένους. Ο αρχαίος κόσμος είχε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Έτσι, ο Κύρος θα συνοδεύεται στο εξής από το προσωνύμιο “Μέγας” και θα αναδειχθεί σε μυθικό σχεδόν πρότυπο του αριστοκρατικού ιδεώδους της δύναμης, της ευγένειας και της ειλικρίνειας. Οι δύο αυτές πολιτικές »χειρονομίες» (οργάνωση και ανοχή) του Κύρου θα γίνουν υποθήκη για τους διαδόχους του και θα σφραγίσουν το χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, στην ώριμη μορφή που αυτός θα πάρει κατά τη βασιλεία του Δαρείου.

Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο πρώτος Μέγας Βασιλεύς φρόντισε να προικίσει το λαό του και με μια σταθερή και αντάξια της ισχύος του πρωτεύουσα, τους Πασαργάδες. Εκεί, μέσα σε έναν περίκλειστο, αρδευόμενο κήπο –τον τόσο προσφιλή στους Πέρσες »παράδεισο»– τα ανάκτορα συνέχισαν να φιλοξενούν όλες τις τελετές των στέψεων των κατοπινών Μεγάλων Βασιλέων, παρόλο που η Αυλή είχε ήδη μετακινηθεί σε άλλες πρωτεύουσες: μια διαρκής αναγνώριση των οφειλών της δυναστείας απέναντι στον »Πατέρα» της.

Τέλος, στην πεδιάδα κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα, στέκεται απομονωμένος και λιτός ο τάφος του πρώτου Μεγάλου Βασιλέα. Αυτόν τον τάφο θα επισκεφθεί δύο αιώνες αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος σε ένα »προσκύνημα» συμβολικής σύνδεσης και σύγκρισης των δύο μεγάλων στρατηλατών –κυρίων της Ασίας. Ο γιος του Κύρου, Καμβύσης (Kambūjiya 530-522 π.Χ.), ολοκληρώνει την επεκτατική πολιτική και συνεχίζει τη συνετή διοίκηση του πατέρα του. Το 526 π.Χ. στρέφεται εναντίον του τελευταίου ισχυρού βασιλείου, της Αιγύπτου.

Ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Γ΄ (Psamtik) θα ηττηθεί και στις αρχές του επόμενου έτους η πρωτεύουσά του Μέμφις θα αλωθεί. Ο Καμβύσης προωθεί την Περσική κυριαρχία στη Λιβύη και την Κυρηναϊκή, με τις εκεί Ελληνικές αποικίες να δηλώνουν υποταγή. Παράλληλα, με την κατάληψη της βόρειας Νουβίας, διασφαλίζει και το νότιο σύνορο της επικράτειάς του. Ο δεύτερος Μέγας Βασιλεύς θα πεθάνει αιφνίδια, καθώς επέστρεφε στην Περσία το 522 π.Χ.

Η Παγίωση της Αυτοκρατορίας (Δαρείος)

Όταν ο Δαρείος (Dârayavahush, 522-486 π.Χ.) ανέρχεται στο θρόνο, απέχει ελάχιστα από τη θέση του σφετεριστή. Είναι απλώς ένας υψηλός στρατιωτικός αξιωματούχος, μακρινός συγγενής του Κύρου. Αναμφίβολα, οι συνθήκες κατάληψης της εξουσίας είναι σκοτεινές. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τις διαδόσεις και τους θρύλους είναι πως, με τη σύγχυση που είχε προκύψει από το θάνατο του Καμβύση, ο Δαρείος άρπαξε το θρόνο παραμερίζοντας κάθε νόμιμο ή μη διεκδικητή.

Όχι τυχαία, στα μεταγενέστερα χρόνια, ο Πέρσης μονάρχης φρόντισε να θωρακίσει την ύποπτη Αυτοκρατορική κληρονομιά του: μέσω της περίφημης λαξευτής επιγραφής των Βαγιστάνων (Behistun) –του επίσημου κειμένου παρουσίασης των πεπραγμένων του– ο Δαρείος γνωστοποίησε τη δική του εκδοχή των γεγονότων της κατάληψης του θρόνου και ταυτόχρονα προέβαλε –ίσως μάλιστα επινόησε– το μυθικό γενάρχη Αχαιμένη (Haxāmaniš), προεκτείνοντας έτσι στο παρελθόν την αίγλη του βασιλικού τίτλου, και συνδεόμενος άμεσα με τον Κύρο.

Από τώρα και στο εξής, η δυναστεία των »Αχαιμενιδών» θα χρησιμοποιεί αυτό ακριβώς το όνομα. Επιπλέον, αντίγραφα της επιγραφής, μεταφρασμένα στις τοπικές γλώσσες και με παραλλαγμένο κατά τις συνθήκες το περιεχόμενό της, θα εκτεθούν σε πολλά σημεία της Αυτοκρατορίας. Η ανάγκη του Δαρείου για νομιμοποίηση δεν είναι αβάσιμη. Το 521 π.Χ., ένα κύμα στάσεων είχε ξεσπάσει ως συνέπεια του αρχικού κενού εξουσίας και της αδύναμης ακόμα θέσης του νέου ηγεμόνα.

Οι εξεγέρσεις ήταν πολλαπλές, διαδοχικές ή και ταυτόχρονες και κάλυψαν σχεδόν όλη την επικράτεια (Βαβυλώνα, Μηδία, Αρμενία, Ελάμ, Ασσυρία, Αίγυπτος, Παρθία, Υρκανία), ακόμα και την ίδια την Περσία. Όμως, ο νέος Μέγας Βασιλεύς, εκτός από τη δυνατότητα επίκλησης της »Αχαιμενικής» καταγωγής του, έχει και την υποστήριξη του κύριου όγκου του τακτικού στρατού καθώς και της ανώτερης Περσικής αριστοκρατίας. Έτσι, θα αντεπιτεθεί και, μέσα σε ένα χρόνο, θα περικυκλώσει, θα απομονώσει και, στο τέλος, θα τιμωρήσει παραδειγματικά και απάνθρωπα τους στασιαστές.

Οι λόγοι της επιτυχίας δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στις αρετές του Δαρείου και του στρατού του, αλλά και στην ίδια τη φύση των εξεγέρσεων. Ως επί το πλείστον, δεν ήταν »εθνικές», ήταν προσωποπαγείς, οργανωμένες από κάποιον ευγενή που διεκδικούσε τον παλαιό –προ της Περσικής κατάκτησης– τοπικό θρόνο. Η επιτυχία του Δαρείου έχει τεράστια σημασία για τον κόσμο της Ανατολής. Ο νέος ηγεμόνας δεν λύνει απλώς το πρόβλημα του ποιος θα είναι ο νέος Μέγας Βασιλεύς ή του τι μορφή θα έχει η Αυτοκρατορία, αλλά απαντά στο ερώτημα για το αν θα υπάρχει αυτή η ίδια η Αυτοκρατορία.

Ουσιαστικά είναι ο δημιουργός ενός καινούριου κράτους. Εδαφικά, ξανακερδίζει όλη την επικράτεια. Θεσμικά, παραλαμβάνει τη διοικητική και οικονομική κληρονομιά του Κύρου, την εμπλουτίζει και της δίνει τη σταθερότητα που θα τη χαρακτηρίζει στα κατοπινά χρόνια. Εκεί, όμως που η βασιλεία του Δαρείου συνιστά αληθινή τομή σε σχέση με το παρελθόν, είναι η ιδεολογία, η νέα ταυτότητα της Αυτοκρατορίας. Τώρα πλέον, οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις που απαρτίζουν το κράτος θα έχουν σχέση πίστης και υποταγής απευθείας στο Θρόνο.

Ο Μέγας Βασιλεύς θα είναι ο μονάρχης ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, και όχι πια ο εθνικός βασιλιάς των Περσών που κυριαρχούν σε ένα άθροισμα κατακτημένων περιοχών. Πράγματι, με αυτή την υπέρβαση, ο Δαρείος θα δημιουργήσει την πρώτη πραγματική πολυεθνική Αυτοκρατορία. Όπως κάθε Μέγας Βασιλεύς ήταν προορισμένος να κάνει, ο Δαρείος επεκτείνει την επικράτειά του με νέες κατακτήσεις στα απώτατα όρια του γνωστού του κόσμου. Πριν από το 513 π.Χ., το βορειοανατολικό τμήμα της Ινδίας (μέχρι το Παντζάμπ και τις όχθες του Ινδού ποταμού) προστίθεται στην Αυτοκρατορία, αποτελώντας έκτοτε τη μεγαλύτερη πηγή σταθερών εσόδων για την τελευταία.

Κυρίως όμως, ήταν το δυτικό σύνορο που κέρδισε το μακροπρόθεσμο ενδιαφέρον του Πέρση βασιλιά. Το 517 π.Χ., τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κατακτώνται (Σάμος) ή υποτάσσονται ειρηνικά (Λέσβος, Χίος). Το 513 π.Χ. ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς ηγείται μιας νέας φιλόδοξης εκστρατείας. Οι Πέρσες πατούν στην Ευρώπη και προελαύνουν μέχρι το Δούναβη, κατακτώντας τις Θρακικές φυλές. Όμως, η πέραν του ποταμού προώθηση για την υποταγή των Σκυθών στις στέπες της νότιας Ρωσίας θα καταλήξει σε ήττα και αναδίπλωση στο ποτάμιο σύνορο.

Στα χρόνια που ακολουθούν, οι στρατηγοί του Δαρείου θα ολοκληρώσουν τον έλεγχο στη Θράκη, θα εξασφαλίσουν την υποταγή του βασιλιά των Μακεδόνων, Αμύντα Α΄, και τέλος θα καταλάβουν όλες τις σημαντικές Ελληνικές πόλεις στο βόρειο Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, διαμορφώνοντας το προγεφύρωμα της Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και θέτοντας τις μητροπόλεις της κεντρικής και τις νότιας Ελλάδας σε ασφυκτικό διπλωματικό και πολιτικό κλοιό. Η εύθραυστη, γεμάτη ένταση και αναμονή, ειρήνη θα διακοπεί με το ξέσπασμα της Ιωνικής επανάστασης (499-494 π.Χ.).

Η ανάγκη εξουδετέρωσης της δυνατότητας των πόλεων της κυρίως Ελλάδας να παρεμβαίνουν στην Περσική κυριαρχία στην Ιωνία, καθώς και της παραδειγματικής τιμωρίας των κύριων υποστηρικτών της επανάστασης, δηλαδή της Ερέτριας και της Αθήνας, θα οδηγήσει στην πρώτη φάση της τεράστιας σύγκρουσης των Περσών με τον Ελληνικό κόσμο, που θα μείνει γνωστή ως Περσικοί πόλεμοι. Η πρώτη, από βορρά, αμφίβια επιχείρηση υπό το Μαρδόνιο, το 492 π.Χ., θα τερματιστεί πρόωρα, με μόνο κέρδος την εδραίωση της Περσικής κυριαρχίας στην περιοχή.

Η δεύτερη, αιφνιδιαστική –διά μέσου των Κυκλάδων– εκστρατεία θα τελειώσει άδοξα στην πεδιάδα του Μαραθώνα, στην πρώτη μεγάλη κατά μέτωπο σύγκρουση των δύο κόσμων. Ο Δαρείος δεν θα προλάβει να εκδικηθεί. Θα πεθάνει το 486 π.Χ. Όπως ακριβώς κατά τη βασιλεία του ο Δαρείος φρόντιζε να γνωστοποιεί και να επιβάλλει στους υπηκόους του τη δική του ερμηνεία του κόσμου και της Αυτοκρατορίας, έτσι και μετά θάνατον συνέχισε να τους απευθύνεται διαιωνίζοντας το Περσικό κοσμοείδωλο. Ο μεγάλος λαξευτός του τάφος στους βράχους του Νακς-ι Ρουστέμ (Naqsh-i Rustam) υπηρετεί την πολιτική του ενοίκου του.

Θα γίνει το πρότυπο και για άλλους τέσσερις Μεγάλους Βασιλείς που θα επιλέξουν τους ίδιους βράχους για να αναπαυθούν και να απευθυνθούν στις επερχόμενες γενιές των Περσών και των υπόδουλων λαών. Ο διάλογος του Δαρείου με τον Κύρο συνεχίζεται σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Εάν ο »Πατέρας» των Περσών τούς προσέφερε μια πρωτεύουσα, τους Πασαργάδες, ο νέος θεμελιωτής του κράτους έπρεπε να πλειοδοτήσει. Και το πραγματοποιεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο ιδρύοντας την Περσέπολη (Parsa), το μεγαλοπρεπέστερο μάρτυρα της Αυτοκρατορικής του ισχύος.

Η ίδια η πόλη δεν σώζεται. Μόνο τα ανάκτορα επάνω στη γιγάντια, εν μέρει τεχνητή, εξέδρα διατηρούνται. Είναι όμως αρκετά για να πιστοποιήσουν τη δύναμη των Μεγάλων Βασιλέων. Ο χώρος τους θα αποτελέσει πεδίο άμιλλας μεταξύ των διαδόχων του Δαρείου, καθώς θα προσθέτουν συνεχώς νέα, όλο και πιο μεγαλοπρεπή κτίσματα στην προσπάθεια του καθενός να αφήσει τη σφραγίδα του στην ιστορία της αυτοκρατορίας. Η Περσέπολη λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο σε δύο επίπεδα.

Στην ανώτατη κλίμακα, τα περίφημα ανάγλυφα των ανακτόρων με τις παραστάσεις των Μεγάλων Βασιλέων, των αυλικών, των Περσών και Μήδων ευγενών, του στρατού και των αντιπροσωπειών των υπόδουλων λαών, εκφράζουν την επίσημη ιδεολογία των Περσών σχετικά με την Αυτοκρατορία τους και την αντίληψή τους για την ιδανική κοινωνία. Αντίστοιχα, οι ποικίλες επιγραφές που έχουν εντοπιστεί σε πολλά σημεία των κτηρίων και των τειχών του συγκροτήματος καλύπτουν τομείς της οικοδομικής, διοικητικής ή οικονομικής δραστηριότητας και προσφέρουν μια εναργή και ασφαλή εικόνα της καθημερινής ζωής της πόλης και κατ’ επέκταση, της ίδιας της Αυτοκρατορίας.

Αυτοκρατορική Ιδεολογία

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαρείου, η Αυτοκρατορία παγιώνει τη μορφή της και αποκτά την οριστική της ταυτότητα. Οι περισσότεροι θεσμοί που είχε ιδρύσει ο Κύρος, με το Δαρείο τελειοποιούνται και τίθενται σε λειτουργία. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί την Αυτοκρατορία από οτιδήποτε προγενέστερο, είναι η ιδεολογία της, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της αλλά και ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται ή συστήνεται στους υπόδουλούς της λαούς. Όπως στο επίπεδο των θεσμών, έτσι και σε αυτό των ιδεών, η σπορά έχει γίνει από τον Κύρο και ο θερισμός από το Δαρείο.

Όλα τα ισχυρά κράτη με Αυτοκρατορικές αξιώσεις που αναδύθηκαν στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, και ιδίως στο χώρο της »εύφορης ημισελήνου», πριν από την εξάπλωση των Περσών, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είχαν επιβληθεί στους γείτονές τους με τη βία, και συνέχισαν να μεταχειρίζονται τη βία ή την απειλή της για να κυβερνήσουν. Ολόκληρη η εξουσιαστική τους ιδεολογία πηγάζει από την επιδεικνυόμενη δυνατότητά τους να νικούν και να σκοτώνουν.

Παρόλο που πρόκειται για κράτη που έχουν εδαφική έκταση πολύ μικρότερη από αυτήν της Περσικής αΑτοκρατορίας και κυβερνούν λαούς με μεγαλύτερη ομοιογένεια, η μόνη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους, καθώς και το μόνο συνεκτικό τους στοιχείο βρισκόταν στη διαρκή υπενθύμιση στους υπόδουλους των στρατιωτικών τους ηττών. Οι νικητές βασιλείς της Ασσυρίας ή της Βαβυλώνας στις επιγραφές που χαράσσουν, διαιωνίζουν –συχνά με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες– τις στρατιωτικές τους επιτυχίες.

Αντίστοιχα, στην άσκηση της πολιτικής τους, η καταστολή, η σφαγή των αιχμαλώτων και οι μαζικές αιχμαλωσίες και μετακινήσεις ολόκληρων λαών, αποτελούν δοκιμασμένες πρακτικές, όπως φαίνεται στην περίπτωση της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας των Ιουδαίων (587-538 π.Χ.). Οι Πέρσες καινοτομούν επιλέγοντας την εντελώς αντίθετη προσέγγιση. Για πρώτη φορά οι ηγέτες του κυρίαρχου λαού μιας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας προβάλλουν ως νομιμοποιητικές της εξουσίας τους την εμπέδωση της ειρήνης, της χρηστής διακυβέρνησης και της ευνομίας, τη συνδυασμένη προβολή της δύναμης και της ανεκτικότητας.

Αυτό βέβαια δεν προέρχεται μόνο από μια καθαρή ιδεολογική επιλογή, αλλά είναι αποτέλεσμα και της στάθμισης ρεαλιστικών αναγκών. Η Αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαρτά την όποια συνοχή της μόνο από τη διαρκή απειλή των όπλων και από ένα ατελείωτο κυνηγητό επαναστατών: οι λαοί έπρεπε να »πεισθούν» να παραμείνουν κατακτημένοι. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Πέρσες δεν προέβαιναν σε πράξεις σκληρότητας. Υπάρχουν περιπτώσεις υποχρεωτικής μετακίνησης πληθυσμών, όπως αυτές των Παιόνων, των Μιλησίων μετά την καταστολή της Ιωνικής επανάστασης ή των Ερετριέων στο πλαίσιο της εκστρατείας-τιμωρίας αυτών και των Αθηναίων το 490 π.Χ.

Αντίστοιχα, και μεμονωμένα άτομα, όταν αποτυγχάνουν στο παιχνίδι της εξουσίας, βρίσκουν το θάνατο ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Ωστόσο, οι παραπάνω συμπεριφορές είναι συγκριτικά λίγες σε σχέση με την ιστορία και την έκταση της Αυτοκρατορίας, και αφορούν κυρίως περιπτώσεις εκδίκησης για εκδηλώσεις αμφισβήτησης της εξουσίας. Κατά κανόνα, δεν είναι μέθοδοι που συνοδεύουν μια κατάκτηση. Ανεξάρτητα όμως από το ερώτημα του κατά πόσο η Περσική εξουσία ήταν όντως καταπιεστική, αυτό που έχει σημασία είναι το τι επιλέγει να προβάλει και τι να υπενθυμίσει στους κατακτημένους.

Έτσι, η νέα ρητορική της ειρήνης, της ευνομίας και της συναίνεσης μαζί με την άμεση εξάρτηση του κάθε λαού κατευθείαν από το Θρόνο, θα αποτελέσουν την ιδεολογική επωδό των περισσότερων από τις μεταγενέστερες πολυεθνικές Αυτοκρατορίες που θα κυριαρχήσουν στον κόσμο. Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης της κυριαρχίας από τη μεριά των Περσών, ερμηνεύει την επιτυχία τους στις κατακτήσεις αλλά και στη διοίκηση του τεράστιου κράτους τους. Οι Μεγάλοι Βασιλείς φροντίζουν να επιτίθενται στους κύριους αντιπάλους τους, όταν η εξουσία των τελευταίων ήδη αμφισβητείται από τους λαούς τους.

Μετά την κατάκτηση, ο ρόλος που καλούνται να υποδυθούν οι νέοι κύριοι είναι απλός. Πρέπει να σεβαστούν και να υιοθετήσουν τους τοπικούς πολιούχους θεούς-προστάτες και, κατά συνέπεια, να αυτοπαρουσιαστούν σαν οι συνεχιστές και ανανεωτές των προγενέστερων δυναστειών, των οποίων ο ηττημένος τελευταίος εκπρόσωπος δεν ήταν παρά μια παρέκβαση. Δεν εμφανίζονται ως Πέρσες εισβολείς, αλλά σαν νόμιμοι βασιλείς και ελευθερωτές. Έτσι, ο Κύρος »σώζει» τους Βαβυλωνίους από την ξένη και »ιερόσυλη» Χαλδαϊκή δυναστεία και αποκαθιστά τη λατρεία του πολιούχου Μπελ-Μαρντούκ.

Αντίστοιχα, για τους Εβραίους, με το να τους απελευθερώσει και να τους επιτρέψει την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντα, ο Πέρσης βασιλιάς γίνεται ο εκλεκτός του δικού τους εθνικού θεού. «Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῷ χριστῷ μου Κύρῳ, οὗ ἐκράτησα τῆς δεξιᾶς ἐπακοῦσαι ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἔθνη» («Έτσι ο Κύριος λέει στον χρισμένο του, τον Κύρο, του οποίου τη δεξιά χείρα εκράτησα διά να υποτάξω τα έθνη έμπροσθεν αυτού»). Και οι μεταμορφώσεις των Περσών βασιλέων συνεχίζονται, ενώπιον κάθε αρχαίου λαού, χωριστά.

Για τους Αιγυπτίους, ο Καμβύσης θα είναι ο νέος νόμιμος Φαραώ, υπό το όνομα Remesuti («ο γιος του θεού Ρα»), ενώ για τους Έλληνες της Ιωνίας, ο Δαρείος επιφυλάσσει μια σχέση αλληλοσεβασμού με τον πατρώο θεό τους, Απόλλωνα, και το εκεί ιερατείο του (επιστολή Δαρείου στο σατράπη Γαδάτα). Άλλη μέθοδος στρατιωτικής επιτυχίας ή διατήρησης της ειρήνης είναι ο προσεταιρισμός των τοπικών ελίτ ως συνεργατών. Ο στρατηγός του Κύρου που μπαίνει πρώτος στη Βαβυλώνα είναι ο Βαβυλώνιος αποστάτης Γωβρύας (Ugbaru).

Ο ηττημένος Κροίσος θα γίνει σύμβουλος του Πέρση βασιλιά, ενώ σε έναν άλλο Λυδό, τον Πακτύη, θα ανατεθεί η φύλαξη του θησαυρού του. Στην Αίγυπτο, ο διοικητής των μισθοφόρων του Φαραώ, ο Φάνης από την Αλικαρνασσό και ο Αιγύπτιος ναύαρχος Uzahor-resenet λιποτακτούν και συνεργάζονται με τον Καμβύση. Αντίστοιχα, προοπτικές συνεργασίας ή συνειδητής υποταγής είχαν αρχίσει να περιβάλλουν από την πρώτη στιγμή και τις επαφές της Αυτοκρατορίας με τον Ελληνικό κόσμο.

Λαοί και Σατραπείες

Όλοι αυτοί οι υποταγμένοι λαοί τους οποίους η βασιλική ιδεολογία καταβάλλει τόση φροντίδα να κρατά δεμένους με το Θρόνο, αποτελούν την ουσία της Αυτοκρατορίας. Η μοίρα του ενός είναι δεμένη με του άλλου και του καθενός χωριστά, άμεσα με το Μέγα Βασιλέα. Οι «λαοί» (dabyāva) είναι η βασική και επίσημη συστατική μονάδα του κράτους, και ως τέτοιοι καταγράφονται με σπουδή στις αυτοκρατορικές επιγραφές των Αχαιμενιδών.

Από τους πλέον μακρινούς στα ανατολικά, τους Ινδούς (Hiduya) και τους Σόγδιους (Sugda), μέχρι τους «Έλληνες που ζουν παρά τη θάλασσα» (Yaunâ takabara) και τους Θράκες (Skudra) στα δυτικά, και από τους Αρμένιους (Arminiya) στο βορρά, μέχρι τους Νούβιους (Kushiya) στο νότιο σύνορο της Αφρικής, όλοι συμμετέχουν στη λειτουργία της Αυτοκρατορίας. Φυσικά, η προνομιούχος κορυφή αυτού του πολυεθνικού οικοδομήματος ανήκει στους λαούς του μητροπολιτικού πυρήνα, τους Πέρσες (Parsa), τους Μήδους (Mâda) και τους μη Ιρανούς, αλλά άμεσους συνεργάτες τους, τους Ελαμίτες (Uvjiya, από την περιοχή των Σούσων).

Οι υποταγμένοι οφείλουν να πληρώνουν φόρους, να συμμετέχουν στις ένοπλες δυνάμεις και να υπακούουν στην κεντρική και τις περιφερειακές διοικήσεις. Παράλληλα, εμφανίζονται και λαοί, οι οποίοι, ενώ προσφέρουν δώρα, δηλαδή φόρο υποτέλειας, και συμμετέχουν στο στρατό, δεν θεωρούνται κατεκτημένοι, όπως για παράδειγμα οι διάφορες Αραβικές φυλές (Arabaya). Τη διοικητική έκφανση του συστήματος των υποταγμένων λαών, συνιστούν οι Σατραπείες. Είχαν ήδη δημιουργηθεί από τον Κύρο, αλλά αποκρυσταλλώνονται και λειτουργούν επί Δαρείου.

Οι σατραπείες είναι 20 συνολικά. Είναι προφανές ότι δεν αντιστοιχούν σε κάθε ένα λαό. Η δομή τους είναι χαλαρή και τα γεωγραφικά τους όρια συχνά ασαφή ή και αυθαίρετα. Επικεφαλής κάθε τέτοιας διοικητικής περιφέρειας είναι ο σατράπης (xšaçapāvan, προστάτης του βασιλείου). Διορίζεται, με θητεία απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, και παύεται πάντοτε κατά τη βούληση του Μεγάλου Βασιλέως. Στην ουσία αποτελεί τον πολιτικό και στρατιωτικό αρχηγό της περιοχής ευθύνης του –μόνο οι φρουρές μερικών από τα σημαντικότερα οχυρά της επικράτειας έχουν χωριστούς διοικητές, που απευθύνονται άμεσα στο βασιλιά.

Συνεπικουρούμενος από την επαρχιακή αυλή του, λαμβάνει όλες τις αποφάσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα, ενώ συχνά, όντας ο ίδιος μέλος της ανώτερης αριστοκρατικής τάξης των Περσών, χρησιμοποιεί και την προσωπική του περιουσία για την κάλυψη των ποικίλων δαπανών της σατραπείας. Ωστόσο, η εικόνα μιας αποκεντρωμένης διοίκησης που λειτουργεί μέσω ενός δικτύου σατραπειών, είναι απατηλή: η Αυτοκρατορία παραμένει ένα ακραία συγκεντρωτικό κράτος, με επίκεντρό του το Μέγα Βασιλέα και τις υπηρεσίες της Αυλής του.

Η απόλυτη εξάρτηση των σατραπών από την Αυτοκρατορική Αυλή καταδεικνύεται από τη συνεχή αμφίδρομη κίνηση ελεγκτικών οργάνων μεταξύ μονάρχη και σατραπών: ο Μέγας Βασιλεύς στέλνει κάθε είδους και βαθμού επιθεωρητές (οι γραφείς, τα μάτια και τα αυτιά του Βασιλιά) στους Σατράπες, και αυτοί, με τη σειρά τους, ενημερώνουν (με αγγελιαφόρους όπως οι εκλεκτοί οδηγοί και οι γρήγοροι μεταφορείς) και παραπέμπουν σε αυτόν, με ταχύτητα, την επίλυση σχεδόν όλων των θεμάτων –ακόμα και των φαινομενικά ασήμαντων.


Ο σφιχτός εναγκαλισμός των Σατραπών από την κεντρική εξουσία, ανατρέπεται μόνο σε περιπτώσεις εξασθένισης της τελευταίας. Οι Σατράπες κυρίως των απομακρυσμένων περιφερειών, όπως για παράδειγμα του Δασκύλειου ή των Σάρδεων, στη δύση, συχνά αυτονομούνται, ακολουθούν τη δική τους καιροσκοπική πολιτική, υπονομεύουν ο ένας τον άλλο, και τείνουν να μετατρέψουν το αξίωμά τους σε κληρονομικό. Τέλος, ένας Σατράπης, όποτε κρίνει ότι η συγκυρία τον ευνοεί, δεν διστάζει να επαναστατήσει. Ωστόσο, υπό κανονικές συνθήκες διακυβέρνησης, όπως στην υπό εξέταση περίοδο, οι σατράπες παραμένουν υπάκουες προεκτάσεις του Μεγάλου Βασιλέα.

Στρατός

Η πιο επιβλητική εκδήλωση της ισχύος της Αυτοκρατορίας είναι φυσικά ο στρατός. Αποτελεί συνδυασμό μόνιμων, επαγγελματικών δυνάμεων και εφέδρων. Ο έμπιστος και αξιόμαχος πυρήνας του γιγάντιου στρατού επανδρώνεται από τους ίδιους τους Πέρσες και τους άμεσους συνοδοιπόρους τους, τους Μήδους και τους Ελαμίτες. Από αυτούς συγκροτούνται τα επίλεκτα σώματα των 10.000 αθανάτων πεζών και των 10.000 ιππέων. Επικεφαλής των »αθανάτων» είναι οι 1.000 συγγενείς, η σωματοφυλακή του Μεγάλου Βασιλέως με διοικητή το χιλίαρχο (hazārapatiš).

Οι επίλεκτοι στρατιώτες πολεμούν με δόρυ και τόξο, ενώ προστατεύονται από ασπίδα από ξύλο λυγαριάς ή δέρμα. Η προστασία του σώματος περιορίζεται σε ελαφρά υλικά ή σπανιότερα σε φολιδωτούς μεταλλικούς θώρακες. Μάρτυρα της πολυτελούς και εσκεμμένα μεγαλοπρεπούς εμφάνισης των »αθανάτων» αποτελεί η περίφημη Ζωφόρος των Τοξοτών από το ανάκτορο των Σούσων (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Ο μόνιμος στρατός συμπληρώνεται από τις Περσικές μονάδες που εδρεύουν στις σατραπείες και τις αντίστοιχες που επανδρώνουν τα μεγάλα οχυρά.

Τέλος, αποστολές φρούρησης ανατίθενται και σε μόνιμα σώματα μισθοφόρων με συγκεκριμένη εθνική προέλευση, όπως, για παράδειγμα, των Εβραίων. Ο στρατός συμπλήρωνε το περιβόητο μέγεθός του με την έκτακτη προσθήκη εφεδρικών σωμάτων. Αυτά καλούνται στα όπλα στο πλαίσιο συγκεκριμένων εκστρατειών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον των Ελληνικών πόλεων το 480-479 π.Χ. Η περιγραφή του Ηροδότου είναι ενδεικτική της ποικιλίας και των αριθμών των στρατιωτών που οι Μεγάλοι Βασιλείς είχαν στη διάθεσή τους.

Η επάνδρωση αυτών των έκτακτων σωμάτων αποτελεί μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις κάθε υπόδουλου λαού απέναντι στην αυτοκρατορία. Είναι οπλισμένοι και μάχονται με το δικό τους, χωριστό, πατροπαράδοτο τρόπο, αλλά διοικούνται από Πέρσες αξιωματικούς. Ωστόσο, λόγω αυτού του τρόπου σύνθεσης, ο στρατός τείνει να γίνει μια ετερόκλητη και ανομοιόμορφη μάζα. Ο άνισος εξοπλισμός, οι διαφορετικοί τρόποι πολέμου και εκπαίδευσης, οι διαφορετικές γλώσσες (μεταξύ διοικητών και στρατιωτών), δημιουργούν ένα στρατό αναποτελεσματικό, χωρίς αυτοματισμούς και δυνατότητα ελιγμών, με αμφίβολη αφοσίωση και προβληματική επιμελητεία.

Όχι τυχαία, ακριβώς στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Δαρείου, η Αυτοκρατορία θα φτάσει στα όρια της εδαφικής της επέκτασης. Ανάλογη δομή συναντάται και στις ναυτικές δυνάμεις. Ο σταθερός κορμός του στόλου (περίπου 600 πλοία) απαρτίζεται από Φοινικικές, Αιγυπτιακές και Κυπριακές μονάδες. Σε περιπτώσεις εκστρατειών ο αριθμός μπορεί και να διπλασιαστεί με την προσθήκη εφεδρειών κυρίως από τις Ελληνικές πόλεις των ακτών του Αιγαίου.

Νομοθεσία και Οικονομία

Η Αυτοκρατορία του Δαρείου είναι μια »Αυτοκρατορία του πλούτου». Η διοίκηση και η νομοθεσία είναι συναρμοσμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπηρετούν την οικονομία και την αναγκαία της προϋπόθεση, την εσωτερική ειρήνη. Οι Πέρσες είχαν τη φήμη σωφρόνων νομοθετών, ακριβώς γιατί δεν επιχείρησαν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στα νομοθετικά ή εθιμικά συστήματα των υποταγμένων λαών. Η σταθερότητα είναι το κύριο ζητούμενο. Άλλωστε, όπου εμφανιζόταν η ανάγκη επιβολής μιας άμεσης λύσης, η απόφαση του ίδιου του Μεγάλου Βασιλέως είχε την ισχύ υπέρτατου νόμου.

Συνεπώς, την πρωτοκαθεδρία στα ενδιαφέροντα της Περσικής διοίκησης έχουν τα δημόσια οικονομικά. Ένα περίπλοκο διοικητικό σύστημα φροντίζει με κάθε λεπτομέρεια για τη φορολογία, τις δαπάνες, το εμπόριο, την αγροτική παραγωγή. Όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, ακόμη και οι Πέρσες, υπάγονται σε ένα οργανωμένο αλλά ετερογενές σύστημα φορολογίας (φόροι για τους κατόχους κρατικών γαιών, ετήσιοι φόροι των σατραπειών, φόροι υποτέλειας για ορισμένους λαούς, τελωνειακοί δασμοί, φόροι επί των πωλήσεων κ.ά.).

Κεντρική κυβέρνηση και λαοί βρίσκονται σε μια σταθερή σχέση δούναι και λαβείν: η πρώτη αποσπά από αυτούς φόρους και την αναγνώριση της κυριαρχίας της και, σε αντάλλαγμα, τους προσφέρει την ανάμειξή της στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή (παραχώρηση κρατικών γαιών, προσφορά σπόρων, βελτίωση τεχνικών ύδρευσης, τροφοδοσία με πρώτες ύλες σε ομάδες εργατών κ.ά.), ένα επαρκές δίκτυο συγκοινωνιών (βασιλικές οδοί, θαλάσσιες εξερευνήσεις –όπως αυτή του Έλληνα Σκύλακος του Καρυανδέως προς τις Ινδικές ακτές και μια »ενιαία αγορά» νομισματικής οικονομίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι χρυσοί »Δαρεικοί» (darayāka) –το νόμισμα που έκοψε ο Δαρείος, με τη χαρακτηριστική αναπαράσταση του Μεγάλου Βασιλέα ως τοξότη– κυκλοφορούν, όχι μόνο σε όλη την Αυτοκρατορία, αλλά και έξω από αυτήν. Το κράτος είναι πανταχού παρόν. Αυτοκρατορικοί υπάλληλοι (databara) επιβλέπουν όλες τις εμπορικές συναλλαγές και εφαρμόζουν τα σχετικά βασιλικά διατάγματα (datu), ενώ πάσης φύσεως οικονομικοί αξιωματούχοι και θησαυροφύλακες (ganzabara) καταγράφουν έσοδα και δαπάνες.

Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο σημαντικότερες προτεραιότητες του κράτους, η πολιτική τάξη και η οικονομική ευημερία, είναι αλληλένδετες και αμοιβαία εξαρτημένες. Αυτό το ενιαίο σύνολο ειρήνης και πλούτου που οικοδομεί ο Δαρείος θα του προσδώσει και την περίφημη προσωνυμία του »κάπηλου» (εμπόρου) βασιλιά.

Ο Μέγας Βασιλεύς

Όλος αυτός ο περίπλοκος κόσμος της διοίκησης και της οικονομικής γραφειοκρατίας, των σατραπών και των υπόδουλων λαών, του γιγάντιου πολυεθνικού στρατού και των κατακτητικών πολέμων εξαρτάται και υπηρετεί το Μέγα Βασιλέα. Αυτός είναι η κορυφή ολόκληρου του κοινωνικού οικοδομήματος. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του αρχαίου κόσμου, ένα φυσικό πρόσωπο και ένας θεσμός δεν είχε συγκεντρώσει τόση εξουσία στα χέρια του.

Μαζί με την Αυλή του, την κεντρική δηλαδή Αυτοκρατορική κυβέρνηση, ο Μέγας Βασιλεύς ζει σε ένα κόσμο τελετουργιών, αυστηρού πρωτοκόλλου, μυστηρίου και απομόνωσης. Η τεχνητή αναβάθμιση του ρόλου της κεντρικής Αυλής προστατεύει ουσιαστικά το κράτος, είτε από φυγόκεντρες τάσεις (μόνο μέσω της Αυλής μπορεί ένας φιλόδοξος αξιωματούχος να ανέλθει στα ανώτερα επίπεδα της ιεραρχίας), είτε από πιθανές φυσικές αδυναμίες του ίδιου του Βασιλέα.

Ανώτατοι στρατιωτικοί ηγέτες, τελετάρχες, σύμβουλοι, υπασπιστές του Βασιλέα (ο ακοντιστής, ο τοξότης), συγγενείς και φίλοι ουσιαστικά του τελευταίου, όλοι μέλη της ανώτατης Περσικής και μηδικής αριστοκρατίας, καθώς και ξένοι έμπιστοι σύμβουλοι, υψηλόβαθμοι γραμματείς και μορφωμένοι Ελαμίτες και Αραμαίοι γραφείς, θησαυροφύλακες όλων των βαθμίδων και ποικίλοι επιστάτες (κατανομείς, πράκτορες, αρχηγοί) συνθέτουν την καρδιά του κράτους.

Τέλος, σημαντικός παράγοντας της Αυλής είναι η επίσημη σύζυγος του Μεγάλου Βασιλέως και το πολυπληθές χαρέμι του, μέσω του οποίου ο τελευταίος δημιουργεί μια τεράστια οικογένεια από όπου μπορεί να αντλεί μελλοντικούς έμπιστους συνεργάτες και να επιλέγει τον καταλληλότερο διάδοχο.

Ο Βασιλεύς και η Αυλή του

Τα Σούσα είναι η διοικητική πρωτεύουσα κατά τους χειμερινούς μήνες. Η αντίστοιχη θερινή βρίσκεται στα Εκβάτανα, ενώ η εκλεκτή Περσέπολη φιλοξενεί το Βασιλέα την άνοιξη και έχει ρόλο κυρίως τελετουργικό: εδώ λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη ετήσια τελετή της Αυτοκρατορίας, κατά τον εορτασμό του νέου έτους (20-21 Μαρτίου). Οι Πασαργάδες, παραμένουν ο τόπος στέψης των Μεγάλων Βασιλέων. Τέλος, όταν το ενδιαφέρον στρέφεται στα δυτικά, η Βαβυλώνα έχει επίσης τις κατάλληλες υποδομές για να δεχτεί το Βασιλέα και την Αυλή του.

Ο Μέγας Βασιλεύς είναι ιερός. Είναι ο πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, ο πρώτος ιερέας και θυσιαστής Περιβάλλεται από τη βασιλική δόξα (khvarnā), που προστατεύει τόσο τον ίδιο ως φυσικό πρόσωπο, όσο και το θεσμό της μοναρχίας. Δεν είναι όμως θεός. Είναι ο εκλεκτός, ο εντολοδόχος του υπέρτατου θεού του Ιρανικού πανθέου, του Αχούρα-Μάζντα (Ahuramazda, Ωρομάσδης, ο σοφός Κύριος). Ήδη στην Αυλή του Δαρείου, οι παλαιές Ιρανικές θεότητες έχουν σταματήσει να μνημονεύονται επισήμως, με αποτέλεσμα η θρησκεία αυτού του υπερβατικού θεού του καλού να τείνει προς τον καθαρό μονοθεϊσμό.

Ο Μέγας Βασιλεύς, λοιπόν, νομιμοποιείται να κατακτά και να κυβερνά τους λαούς, αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του θεού για εξάπλωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Είναι η ίδια διαδικασία με τις αντίστοιχες που επιφυλάσσονταν στους θεούς των κατακτημένων λαών, αυτή τη φορά όμως σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές από τις αναπαραστάσεις των Μεγάλων Βασιλέων, ίπταται από πάνω τους ο πτερωτός δίσκος του υπέρτατου θεού, ως διαρκής υπενθύμιση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης.

Ζωτικό συμπλήρωμα στην επίσημη περσική λατρεία αποτελεί ο κώδικας του Ζωροαστρισμού. Ήδη στην υπό εξέταση περίοδο, οι επιταγές του Ζωροάστρη (Zarathustra), διδασκάλου του λόγου του θεού, έχουν ενταχθεί, έστω ανεπίσημα, στον κόσμο της ανώτερης Περσικής αριστοκρατίας και κατ’ επέκταση των Μεγάλων Βασιλέων. Είναι ουσιαστικά η ηθική και πρακτική προέκταση του Μαζνταϊσμού.

Ο έντονος δυϊσμός της με την εμμονή στη Δικαιοσύνη (Aša) και την Αλήθεια (Arta) εναντίον του Ψεύδους (Drug), την πίστη σε πνεύματα καλά (aburas) και κακά (daēvas), καθώς και ο κεντρικός στη λατρεία ρόλος της φωτιάς, ως φορέα αγνότητας, θα ορίσουν το πρότυπο της ιδανικής ζωής: ο Πέρσης ευγενής πρέπει να «ιππεύει καλά, να είναι εύστοχος με το τόξο του και να λέει πάντα την αλήθεια». Κατά πάσα πιθανότητα, από το Δαρείο και μετά, οι Μεγάλοι Βασιλείς είναι εκτός από Μαζνταϊστές (māzdayasni) και Ζωροαστριστές (zarathuštri).


Έτσι συγκροτείται ο κόσμος της Περσικής Αυτοκρατορίας και του πανίσχυρου ηγέτη της Δαρείου, «Μεγάλου Βασιλέως, Βασιλέως των Βασιλέων» (Khshayathiya Khshayathiyanam). Φαινομενικά μπορεί να επεκτείνεται συνεχώς και, το κυριότερο, νιώθει πως έχει το ηθικό δικαίωμα, το ιερό καθήκον, να το κάνει. Ο ίδιος και οι υπήκοοί του έχουν πλήρη συνείδηση της δύναμής του. Έτσι, θα τονίσει με περηφάνια στην επιτύμβια επιγραφή του τάφου του:

«Αυτές είναι οι χώρες που κατέλαβα εκτός της Περσίας. Τις κυβέρνησα. Μου έδωσαν φόρο υποτέλειας. Αυτό που τους είπα, αυτό έκαναν. Ο νόμος μου, αυτός τους κράτησε ενωμένους». 
Όσοι έχουν υποταχθεί χωρίς αντίσταση, έχουν ανταμειφθεί. Όσοι ξεσηκώνονται, τιμωρούνται. Η ειρήνη βασιλεύει και η οικονομία ανθεί. Θα πρέπει να προκάλεσε μεγάλη έκπληξη η άρνηση κάποιων φτωχών πόλεων στη δύση, πέρα από τη θάλασσα, να ενταχθούν σε αυτόν τον κόσμο.

Ο Κόσμος των Ελληνικών Πόλεων

Ο Ελληνικός κόσμος κατά την περίοδο πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, παρουσιάζει εικόνα πολιτικού κατακερματισμού. Πολλοί και διαφορετικοί τύποι κρατών και πολιτευμάτων συνυπάρχουν, άλλοι σε φάση ανόδου και άλλοι σε υποχώρηση. Είναι ένας κόσμος πολιτικά ζωντανός σε διαρκή μεταβολή. Στα περισσότερα κράτη, η αριστοκρατία βρίσκεται στο τελικό στάδιο της αποχώρησής της από το πολιτικό προσκήνιο.

Επιβιώνει ακόμη μόνο στην περιφέρεια αυτού του κόσμου. Σε ακόμη πιο σπάνιες περιπτώσεις, επιζεί και η βασιλεία, έως τον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια εποχή ελάσσονα αγροτικά κράτη με στοιχειώδη πολιτικό βίο λειτουργούν ως πρώιμες »γεωργικές» δημοκρατίες. Ο κυρίαρχος, όμως, τύπος κράτους είναι πλέον η πόλις.

Οι Πόλεις – Κράτη

Οι πόλεις που σταδιακά διαμορφώθηκαν ανά τον Ελληνικό κόσμο κατά την Αρχαϊκή περίοδο, γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν και ενεργούν ως ανεξάρτητα κράτη, αυτόνομα και, κατά το δυνατόν, αυτάρκη όσον αφορά τις αμυντικές αλλά και τις βιοτικές ανάγκες των πληθυσμών τους.

Στην, έστω επισφαλή, αντιμετώπιση ακριβώς αυτών των βιοτικών αναγκών, και επομένως και στην εκτόνωση του πολιτικού αναβρασμού που μοιραία συνδέεται με αυτές, έχει ήδη συμβάλει το τεράστιο κύμα της ίδρυσης υπερπόντιων αποικιών. Στην υπό εξέταση περίοδο ο αποικισμός έχει πλέον ολοκληρωθεί (ήδη περίπου από το 550 π.Χ.), έχοντας διαγράψει πορεία δύο αιώνων. Η διαδικασία συγκρότησης των πόλεων-κρατών δεν υπήρξε ομοιόμορφη και οι εξελίξεις συντελέστηκαν προσαρμοζόμενες στις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες της καθεμιάς.

Πάντως, παρά το διαφορετικό βαθμό οικονομικής αυτάρκειας που πέτυχε η κάθε μία από αυτές και παρά τις μεταξύ τους πολιτειακές διαφορές, ένα από τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά τους είναι η ανάδειξή τους σε »κοινότητες πολιτών» με πίστη στη θεία Δίκη και τους ανθρώπινους Νόμους, που θεσπίζουν οι κοινωνίες τους χάριν της εσωτερικής Τάξεως της πόλεως, της Αυτονομίας και της Ελευθερίας.

Οι Τύραννοι

Η εποχή των μεγάλων –μυθικών ή υπαρκτών– νομοθετών στους οποίους ανέτρεχαν οι κοινωνίες των πόλεων, προκειμένου να συσσωματωθούν και να επικυρωθούν οι παραπάνω μακροχρόνιες πολιτειακές και νομοθετικές διαδικασίες, έχει παρέλθει προ πολλού. Τη θέση τους ως πόλων του δημόσιου βίου έχουν πάρει, σε πολλές περιπτώσεις, οι τύραννοι. Οι τυραννίδες, εκφυλιστικές μορφές (παρεκβάσεις) του πολιτεύματος της μοναρχίας που εγκαθιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά σε καταπιεστικές αρχές.

Οι τύραννοι ήταν πολίτες που υπό ποικίλες συνθήκες και πάντως σε περιόδους κρίσης αναλάμβαναν τον έλεγχο της πόλης τους και ασκούσαν εξουσία χωρίς επίσημο αξίωμα· συνήθως δεν αναθεωρούσαν τους νόμους και τους θεσμούς της πόλεως. Με κοινό μεταξύ τους γνώρισμα τη μεγαλοπρέπεια και τη δίψα για επίδειξη πλούτου και δύναμης, οι πιο ονομαστοί από αυτούς –ο Φείδων του Άργους, ο Κύψελος και ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Κλεισθένης της Σικυώνας, ο Πεισίστρατος της Αθήνας, ο Πολυκράτης της Σάμου, ο Θεαγένης των Μεγάρων, ο Λύγδαμις της Νάξου– λάμπρυναν τις πόλεις τους με εορτές, μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και μεγάλα κοινωφελή έργα.

Στήριξαν τις τέχνες, τη βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο και, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο νέες πηγές βιοπορισμού στα αστικά κέντρα των πόλεών τους, συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού και τη ραγδαία ανάπτυξή τους. Προώθησαν αλλαγές που ευνόησαν τη συσσώρευση καταναλωτικών αγαθών και νέου είδους πλούτου, με καθοριστικότερη από αυτές τη στροφή και τη στήριξη της οικονομικής πολιτικής τους στο νόμισμα.

Με ισχυρές συμμαχίες στο εξωτερικό (π.χ. με την Αίγυπτο και την ίδια την Αυτοκρατορία των Περσών) και πλούσιες προσφορές στα πανελλήνια ιερά, ενίσχυσαν το κύρος της πόλης τους και καταξιώθηκαν οι ίδιοι προσωπικά. Αν και οι περισσότερες τυραννίδες θα καταλυθούν πριν από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., τα παλαιά αριστοκρατικά καθεστώτα δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν, έχοντας ηττηθεί οριστικά από τους τυράννους. Τα πολιτεύματα που θα προκύψουν θα είναι κυρίως ολιγαρχικά.

Οπλίτης και Οπλιτική Φάλαγγα

Ο τρόπος μάχης στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων χαρακτηρίζεται από μία επαναστατική καινοτομία: την καθιέρωση του οπλίτη και της μάχης σε φάλαγγα. Όπως σημειώνουν οι περισσότεροι ερευνητές που ασχολούνται με τη στρατιωτική ιστορία, στην Ελλάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο τύπος του βαρέος πεζού που πολεμά συντεταγμένα σε παράταξη.

H παράταξη – φάλαγξ – είναι ένας αποφασιστικός πολλαπλασιαστής ισχύος του ήδη ισχυρού (καλά θωρακισμένου και οπλισμένου, ενίοτε εκπαιδευμένου) οπλίτη και στη σύγκρουση που εξετάζουμε αλλά και σε πολλές άλλες μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων», αποτέλεσε την παράμετρο που σε συνδυασμό με τις πολεμικές αρετές του οπλίτη, έδωσε τη νίκη στα Ελληνικά όπλα. O οπλίτης έλκει την καταγωγή του από τους Mυκηναίους πολεμιστές, αλλά φαίνεται ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην περιοχή του Aργους, στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 8ου ή τις αρχές του 7ου αιώνα π.X.

O τύπος αυτός του πολεμιστή εμφανίστηκε σε μία εποχή που η κοινωνική αναταραχή και η έλλειψη κεντρικής εξουσίας που χαρακτήρισαν την περίοδο που είναι γνωστή ως «Γεωμετρική» ή «Σκοτεινοί Αιώνες» του Ελληνικού πολιτισμού, συνετέλεσαν στη δημιουργία του Άστεως και του θεσμού της Πόλεως. Oι οπλίτες ήταν ο πυρήνας, η καρδιά του πολιτεύματος της Δημοκρατίας. O οπλισμένος πολίτης, με ευθύνη που ξεπερνά τις πρωτόγονες κοινωνικές δομές των φυλετών, είναι υπεύθυνος για την τήρηση του πολιτεύματός του.

Αγοράζει και συντηρεί ο ίδιος τον οπλισμό του, πολεμά και κερδίζει ή πεθαίνει πλάι στους συντρόφους του, στους συμπολεμιστές που έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με εκείνον. H ίδια κοινωνική εξέλιξη που έφερε στο προσκήνιο τον οπλίτη, έθεσε στο περιθώριο – στη Nότια Eλλάδα – τον παλιό τύπο του αριστοκράτη-πολεμιστή. H ταύτιση οπλίτη-πολίτη έφθασε στο απόγειό της στην κλασική Σπάρτη. Aντίθετα, στις περισσότερες άλλες πόλεις-κράτη, όπου το σώμα των πολιτών δεν περιορίζεται από τεχνητές προδιαγραφές αλλά συμπεριλαμβάνει όλους τους ελεύθερους ενήλικες άρρενες εξ αίματος πολίτες του

Άστεως, η εξίσωση οπλίτης = πολίτης δεν ισχύει. Στην Aθήνα της εποχής του Mαραθώνα, οι οπλίτες που μπορούσε να παρατάξει η πόλη μόλις ξεπερνούσαν τους 10.000. Aλλά οι κωπηλάτες των πολυάριθμων πλοίων που επάνδρωσαν οι Aθηναίοι μέσα στα επόμενα χρόνια, ήταν επίσης ελεύθεροι πολίτες, όπως ήταν και οι «ψιλοί», οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί που συμπλήρωναν την οπλιτική φάλαγγα στο πεδίο της μάχης. Tην περίοδο που ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η Aθήνα ήταν σε θέση να παρατάξει περί τους 15.000 οπλίτες, ενώ το σύνολο των ελεύθερων πολιτών της ξεπερνούσε τις 45.000, ίσως και τις 50.000.

Oι οπλίτες ήταν συνήθως μικροκαλλιεργητές ή άλλοι επιτηδευματίες, που είχαν αρκετό εισόδημα ώστε να μπορούν να αγοράσουν και να συντηρήσουν την – ακριβή για τα δεδομένα της εποχής – οπλιτική πανοπλία. H πανοπλία αποτελείτο από τον αμυντικό και τον επιθετικό οπλισμό. Την Αρχαϊκή εποχή, όταν καθιερώθηκε ο οπλίτης, οι μάχες είχαν έναν εξαιρετικά στατικό χαρακτήρα, γνώρισμα που θα το βλέπαμε και στους επόμενους αιώνες και θα άρχιζε να περιορίζεται μερικώς μόνο στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Mε αυτό το δεδομένο, τα αμυντικά απάρτια του οπλίτη ήταν βαριά και είχαν ως στόχο την απόλυτη προστασία του στο πεδίο της μάχης.

O θώρακας την εποχή αυτή ήταν ολομεταλλικός, κατασκευασμένος συνήθως από ορείχαλκο, «κωδωνόσχημος» και αποτελείτο από δύο φύλλα μετάλλου τα οποία ενώνονταν στα πλάγια. Προφύλασσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κορμό. Για την προστασία του ισχίου είχαν υιοθετηθεί από νωρίς πτέρυγες, είτε μεταλλικές είτε συνηθέστερα δερμάτινες με μεταλλικές ενισχύσεις, οι οποίες σχημάτιζαν μία μικρή «φούστα». Tην προστασία της κεφαλής αναλάμβανε ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό κράνος.

Την περίοδο που εξετάζουμε ήταν σε ευρεία χρήση σε ολόκληρη την Ελλάδα το λεγόμενο Κορινθιακό κράνος, μία στιβαρή κατασκευή που προφύλασσε ολόκληρο το κεφάλι αλλά περιόριζε αισθητά την όραση και ακόμη περισσότερο την ακοή. Tο κράνος που αφιέρωσε ο Mιλτιάδης για τη νίκη στο Mαραθώνα είναι αυτού του τύπου. Τα πόδια καλύπτονταν με περικνημίδες, που προστάτευαν τη γάμπα μέχρι κάτω από το γόνατο, ενώ μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα φαίνεται ότι ήταν σε χρήση και άλλα αμυντικά απάρτια, όπως ελάσματα που προστάτευαν τους βραχίονες, τα οποία όμως την περίοδο που εξετάζουμε είχαν εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά.

Oι περισσότεροι θώρακες της κλασικής εποχής ήταν είτε εφαπλωματοποιημένοι «λινοθώρακες» συχνά με μεταλλικές ενισχύσεις, είτε δερμάτινοι («σπολάς») με μεταλλικά ελάσματα προσαρμοσμένα στα πλέον ευάλωτα σημεία. Tο κύριο αμυντικό όπλο ήταν η κυκλική αργολική ασπίς, που έγινε γνωστή ως «όπλον». Πρόκειται για μία μεγάλη κυκλική ασπίδα (διαμέτρου από 0.85 εκ. έως 1 μέτρο) που συνήθως ήταν κατασκευασμένη γύρω από έναν πυρήνα ξύλου, με την προσαρμογή χάλκινων φύλλων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ολομεταλλική.


H ασπίδα κρατιόταν από τον οπλίτη με σταθερή λαβή, καθώς περνούσε το βραχίονά του από ένα μεταλλικό έλασμα, τον πόρπακα, ενώ την κρατούσε από ένα δερμάτινο λουρί, την αντιλαβή. Mε τον τρόπο αυτό, η ασπίδα δεν μπορούσε να περιστραφεί για να καλύψει όλο το σώμα του οπλίτη, αλλά κυρίως προστάτευε την αριστερή πλευρά του οπλίτη, καθώς και τη δεξιά πλευρά του διπλανού του στην παράταξη.

Mε αυτόν τον τρόπο ορίστηκε η κλασική παράταξη της φάλαγγας, καθώς με δεδομένη αυτήν την αδυναμία του «όπλου», η δύναμη των οπλιτών ήταν ακριβώς η δυνατότητά τους να κρατούν άρρηκτη την παράταξη. Ο ορισμός της μάχης κατά παράταξη, με έμφαση ακριβώς στη διατήρηση της συνοχής της παράταξης, είναι Ελληνική εφεύρεση, όπως είναι και ο βαριά οπλισμένος και θωρακισμένος πεζός. Για πολλούς αιώνες, αυτός ο τρόπος μάχης κυριάρχησε στο πεδίο της μάχης, ενώ τα βασικά γνωρίσματά του βρίσκονταν σε χρήση έως και δύο αιώνες πριν από την εποχή μας.

Κύριο μέσο υπεράσπισης της ελευθερίας των πόλεων είναι η οπλιτική φάλαγγα. Οι οπλίτες είναι ελεύθεροι, αυτοσυντήρητοι πολίτες. Είναι κάτοχοι μικρών ή μεσαίων έγγειων ιδιοκτησιών και συνεπώς διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για να αγοράζουν και να συντηρούν το δαπανηρό οπλισμό τους («οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι»). Πολεμούν πεζοί, σε παράταξη, με πειθαρχία και συντονισμό. Κύριο επιθετικό όπλο τους είναι το μακρύ δόρυ και δευτερεύον, το σιδερένιο ξίφος. Η προστασία τους εξασφαλίζεται από το κράνος, τις περικνημίδες και τον ορειχάλκινο θώρακα.

Ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και ιδίως μετά την εμπειρία των Περσικών πολέμων, διακρίνεται η ανάγκη να περιοριστεί το βάρος της εξάρτυσης προς χάριν της ευελιξίας. Σε αυτό το πλαίσιο, εισάγονται οι ελαφριοί λινοθώρακες (από επάλληλες στρώσεις λινού ή δέρματος). Είναι μάλιστα πιθανό τέτοιου νέου τύπου θώρακες να επέτρεψαν στους Αθηναίους οπλίτες στο Μαραθώνα να πραγματοποιήσουν την περίφημη ταχύτατη προέλασή τους, προκειμένου να αποφύγουν τα Περσικά βέλη.

Άλλωστε, ο οπλίτης μπορεί εύκολα να θυσιάσει το θώρακά του, καθώς, έτσι κι αλλιώς, η προστασία του βασίζεται πρωτίστως στην περίφημη, μεγάλη, ξύλινη, στρογγυλή ασπίδα, το όπλον. Τα “όπλα”, με την ευκολία που έχουν στη χρήση τους χάρη στο διπλό σύστημα λαβής (πόρπαξ και αντιλαβή) είναι αυτά που καθιστούν τη φάλαγγα ακαταμάχητη. Με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες, οι οπλίτες των Ελληνικών πόλεων είναι ερασιτέχνες πολεμιστές. Επιστρατεύονται όποτε υπάρχει ανάγκη.

Η συχνότητα όμως των πολέμων μεταξύ των πόλεων, η συνεχής άσκηση μέσω των αθλητικών αγώνων και οι σκληρές συνθήκες ζωής, καθιστούν τους οπλίτες έμπειρους και θαρραλέους στρατιώτες. Η ισχύς τους προέρχεται από τη συλλογική τους δράση: η ασπίδα του κάθε οπλίτη προστατεύει μόνο το αριστερό τμήμα του σώματός του. Η προστασία του δεξιού εξαρτάται από το αριστερό μισό της ασπίδας του διπλανού του. Έτσι, δημιουργείται ένα αδιαπέραστο τείχος από ασπίδες. Συνεπώς, η λειτουργικότητα της φάλαγγας εξαρτάται από την πειθαρχία και την αλληλεγγύη των μελών της, των πολιτών-αγροτών.

Αυτοί, μέσω της συμμετοχής τους σε ένα τέτοιο είδος μάχης, εμπεδώνουν το αίσθημα του συνανήκειν, συνειδητοποιούν τη σημασία τους για την πόλη και, προσφέροντας τη ζωή τους για την υπεράσπισή της, διεκδικούν αυτοδικαίως το δικαίωμα να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για τις τύχες της. Κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., η σταδιακή άνοδος της οπλιτικής φάλαγγας συμπίπτει με την αντίστοιχη υποχώρηση των αριστοκρατών, ανοίγοντας εντέλει το δρόμο για νέες, πιο συμμετοχικές μορφές πολιτευμάτων, όπως η ολιγαρχία ή η “οπλιτική πολιτεία”.

Παρόλο που η αιτιακή σχέση μεταξύ πολιτικοκοινωνικών διεκδικήσεων και τεχνικών καινοτομιών στον πόλεμο δεν είναι ακόμη σαφής, είναι γεγονός ότι οι οπλίτες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της δημοκρατίας.

Ο Κοινός Πολιτισμός των Πόλεων

Σε πείσμα της πολιτικής διάσπασης, ο Ελληνικός κόσμος κατορθώνει να διατηρεί τη συνοχή του μέσω του κοινού πολιτισμού του, υλικού και πνευματικού, και της κοινής θρησκείας. Η βαθμιαία τεχνική πρόοδος, η οικονομική άνοδος και ο πλούτος του Ελληνικού κόσμου κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. έδωσαν στις πόλεις, τόσο της μητρόπολης όσο και των αποικιών, τη δυνατότητα να κατακτήσουν το θαυμαστό επίπεδο πολιτισμικής άνθησης και κοινωνικής ευημερίας που μαρτυρούν, λίγο πριν αναφανεί ο κίνδυνος της Περσικής εισβολής.

Για παράδειγμα στην αρχιτεκτονική, οι πρώτοι μνημειώδεις δωρικοί ναοί και τα εντυπωσιακά σύνολα των γλυπτών συνθέσεων που τους κοσμούσαν: ο Πώρινος Εκατόμπεδος και ο Αρχαίος Ναός της πολιούχου Αθηνάς στην Αθηναϊκή Ακρόπολη, οι ναοί της Αθηνάς στα ιερά της Αφαίας στην Αίγινα και της Προναίας στους Δελφούς, οι ναοί του Απόλλωνος στην Κόρινθο, την Ερέτρια και τους Δελφούς, και μαζί οι κολοσσιαίοι Δωρικοί ναοί της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, ο επιβλητικός δίπτερος Ιωνικός ναός του Ηραίου της Σάμου και οι πελώριοι Ιωνικοί του Αρτεμισίου της Εφέσου και του Διδυμαίου της Μιλήτου.

Επίσης, οι κομψοί ναόσχημοι θησαυροί (αναθηματικά κτήρια φύλαξης των αφιερωμάτων κάθε πόλης προς στους θεούς των αντίστοιχων πανελλήνιων ιερών) στα ιερά των Δελφών και της Ολυμπίας, και ακόμη, τα θαυμαστά τεχνικά έργα ύδρευσης με πρώτα το Σαμιακό Ευπαλίνειο υδραγωγείο και τις ονομαστές περίτεχνες κρήνες των Αθηνών, της Κορίνθου και των Μεγάρων, συμπληρώνουν την εικόνα των αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων της εποχής.

Γλυπτική, ζωγραφική και μεταλλοτεχνία ανταποκρίνονται σε αυτή την πραγματικότητα αντιστοίχως, με αριστουργηματικά αγάλματα κορών και κούρων, λαμπρά ελεύθερα ανάγλυφα, αναθηματικά και επιτύμβια, κορυφαία δημιουργήματα της ερυθρόμορφης αττικής αγγειογραφίας, παντός είδους και εκπληκτικής δεξιοτεχνίας μικροτεχνήματα, πολυτελή σκεύη και κομψοτεχνήματα. Ο κόσμος των ύστερων Αρχαϊκών χρόνων είναι ένας κόσμος όπου οι εγγράμματοι αυξάνονται συνεχώς.

Έχει δημιουργηθεί ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου, άρρηκτα συνυφασμένος με την επιθυμία ανάδειξης του ονόματος του καλλιτέχνη ή του στοχαστή. Παράλληλα, η διάδοση της γραφής υπηρετεί και την άνοδο των δημοκρατικών θεσμών. Οι σωστοί πολίτες είναι οι ενημερωμένοι πολίτες, αυτοί που μπορούν να διαβάσουν τα ψηφίσματα των συνελεύσεών τους. Σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, η τέχνη του Λόγου και ο Στοχασμός υπηρετούνται στον ίδιο αξιοθαύμαστο βαθμό, όπως και ο υλικός πολιτισμός.

Η Ιωνία συνεχίζει να έχει την πρωτοκαθεδρία της φιλοσοφικής και της επιστημονικής σκέψης που απολάμβανε ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τους Μιλήσιους Αναξίμανδρο και Αναξιμένη έρχονται να συμπληρώσουν, στο τέλος του αιώνα, ο Ηράκλειτος από την Έφεσο, και αντίστοιχα, στη δύση, οι Ελεάτες Παρμενίδης και Ζήνων, και ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα. Όλοι αυτοί οι »προσωκρατικοί» φιλόσοφοι θα διερευνήσουν τα γνωσιολογικά όρια του ανθρώπου, θα αναζητήσουν τη φύση του κόσμου και τη συνεκτική του τάξη, το λόγο.

Το σημαντικότερο είναι πως, σε αυτή τους την αναζήτηση, θα τολμήσουν να κάνουν αναγωγές και συγκρίσεις μεταξύ του φυσικού κόσμου και της πολιτικής κοινωνίας των ανθρώπων: η πόλη-κράτος, ως έννομη κοινότητα πολιτών είναι πανταχού παρούσα. Ομοίως, ο ποιητικός λόγος γνωρίζει τη δική του άνθηση με την ποίηση του Σιμωνίδη και του Πινδάρου και τη γέννηση και ωρίμαση του δράματος, με σπουδαίους εκπροσώπους το Φρύνιχο και τον Αισχύλο.

Τα μεγάλα ιερά, όπως αυτά του Δία στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στους Δελφούς, και κυρίως οι πανελλήνιες εορτές και οι αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα), που θεσπίστηκαν ή αναδιοργανώθηκαν από τους τυράννους μεταξύ των ετών 582-573 π.Χ., συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση συνείδησης κοινής πολιτισμικής ταυτότητας μεταξύ των χιλιάδων επισκεπτών, προσκυνητών και διαγωνιζόμενων που κατέφθαναν από όλο και περισσότερες περιοχές του Ελληνικού κόσμου.

Δεσμοί, εξάλλου, θρησκευτικής και πολιτικής ενότητας, μεταξύ γειτονικών, κατά κανόνα, πόλεων-κρατών, είχαν σφυρηλατηθεί από τον 7ο αιώνα π.Χ. με το θεσμό των αμφικτιονιών. Τέλος, προς την ίδια κατεύθυνση της συνένωσης έτειναν κατά καιρούς και άλλοι συνασπισμοί, στρατιωτικού προσανατολισμού, περιοδικοί ή μόνιμοι. Έτσι διαμορφώνεται η πραγματικότητα του ύστερου αρχαϊκού Ελληνικού κόσμου, ενός κόσμου ευειδούς, παλλόμενου από ζωή, φως και χρώμα, αγωνιστικού και φιλέορτου, ωστόσο λιγότερο εξωστρεφούς από πριν και ήδη λιτότερου και αυστηρότερου, στα πρόθυρα μιας νέας εποχής –της κλασικής εποχής.

Η Σπάρτη

Η πιο ισχυρή στρατιωτικά, πόλη είναι η Σπάρτη. Η πολιτειακή της μορφή και ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας της δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις γνωστές κατηγοριοποιήσεις των πόλεων-κρατών. Εδαφικά, είναι ένα τεράστιο κράτος για τα δεδομένα του Ελληνικού κόσμου, καθώς έχει ήδη ενσωματώσει ολόκληρη τη γη των Μεσσηνίων. Σε πολιτειακό επίπεδο, μένοντας με επιμονή πιστή στην εφαρμογή της επιταγής του «πείθεσθαι τοῖς νόμοις», έχει κατακτήσει ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. τη σταθερότητα του ξεχωριστού πολιτεύματός της.

Ενός πολιτεύματος όπου συμβιώνουν η Αρχαϊκή βασιλεία, η αριστοκρατία, η ολιγαρχία ή και η δημοκρατία, χωρίς όμως καμία τους να εμφανίζεται με καθαρή μορφή. Απέναντι στους δύο κληρονομικούς βασιλείς των οικογενειών των Ευρυπωντιδών και των Αγιαδών, τους δύο ηγήτορες του στρατού, ορθώνονται οι πέντε αιρετοί, για μια μοναδική, ετήσια θητεία, έφοροι. Ο ασαφής –και επομένως πανίσχυρος– ρόλος τους συνίσταται στην εποπτεία των πάντων, με ουσιαστικό στόχο την προστασία του πολιτεύματος από ένα φιλόδοξο βασιλιά.

Η Γερουσία, με τα 28 αιρετά και ισόβια μέλη της (εξαιρουμένων των δύο βασιλιάδων), δικάζει και ετοιμάζει τα θέματα που κατατίθενται στην Εκκλησία, τη συνέλευση των πολεμιστών. Σε αυτήν συμμετέχουν οι όμοιοι, οι 8.000 περίπου ελεύθεροι Σπαρτιάτες, κάτοχοι γης και κοινωνοί της αγωγής, της ιδιόμορφης εκπαίδευσης του πολίτη-στρατιώτη. Κάτω από αυτούς απλώνεται μια δυσανάλογη πυραμίδα κατηγοριών ανθρώπων, από τους ελεύθερους περιοίκους μέχρι τη συντριπτική πλειονότητα των Λακώνων και Μεσσηνίων ειλώτων, των καλλιεργητών δηλαδή των γαιών των »oμοίων».

Ο Σπαρτιατικός κόσμος, προκειμένου να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες του, αναγκάζεται να γίνει εσωστρεφής. Γύρω στο 500 π.Χ., κάθε καλλιτεχνική και πολιτιστική δραστηριότητα έχει πια χαθεί. Αντίθετα, πολιτικά και στρατιωτικά η πόλη ακμάζει. Η ανάγκη για επέκταση της κυριαρχίας της είχε ήδη οδηγήσει τη Σπάρτη, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και μετά την εξουδετέρωση του Άργους –κύριου ανταγωνιστή της– στη σύμπηξη της πανίσχυρης Πελοποννησιακής Συμμαχίας «Οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ Σύμμαχοί τους».

Ο οργανισμός θα υπερβεί τα γεωγραφικά του όρια, περικλείοντας πόλεις, όπως τα Μέγαρα και η Αίγινα, και θα αποτελέσει την πιο ισχυρή, ενιαία, πολιτικο-στρατιωτική Ελληνική δύναμη, τη μόνη φαινομενικά ικανή να αντιταχθεί στην επερχόμενη Περσική απειλή. Λίγα χρόνια πριν από το Μαραθώνα, η διπλωματική αίγλη της Σπάρτης εκτείνεται από τη Σικελία μέχρι την Περσική επικράτεια. Στον Ελλαδικό χώρο, υπό την ηγεσία του βασιλιά Κλεομένη (520-490 π.Χ.), η ισχυρή πόλη έχει αναλάβει το ρόλο του χωροφύλακα και του ρυθμιστή των πολιτευμάτων.

Μην έχοντας ποτέ απειληθεί από την επιβολή τυραννίδας, η Σπάρτη, ως εχθρός των τυράννων, επεμβαίνει κατά βούληση και τους ανατρέπει. Μία όμως από αυτές τις επεμβάσεις της, η ανατροπή του Πεισιστρατίδη τυράννου της Αθήνας, Ιππία, θα δρομολογήσει απρόβλεπτες εξελίξεις.

Η Αθήνα και το Νέο της Πολίτευμα

Η ανατροπή και εκδίωξη του Ιππία από τον Κλεομένη το 510 π.Χ., ενέτεινε τις παλαιές έριδες των αριστοκρατικών γενών της Αθήνας για πολιτική κυριαρχία. Σε αυτό τον αγώνα κυριάρχησαν δύο ηγέτες: ο Κλεισθένης από την οικογένεια των Αλκμεωνιδών και ο Ισαγόρας. Η εκλογή του τελευταίου ως επώνυμου άρχοντα το 508 / 7 π.Χ., οδήγησε τον Κλεισθένη στην απόφαση να προσεταιριστεί τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του λαού (τον Δήμον) και να προτείνει στην εκκλησία του Δήμου μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν στην εφαρμογή της αρχής της ισονομίας.

Ο Ισαγόρας, φοβισμένος από τις εξελίξεις, κάλεσε και πάλι τον Κλεομένη στην Αθήνα (507 π.Χ.). Πράγματι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς εξόρισε τον Αλκμεωνίδη και τους οπαδούς του, αλλά μόλις επιχείρησε να αντικαταστήσει το πολίτευμα του Σόλωνα με ένα ακραίο ολιγαρχικό, ο Αθηναϊκός λαός αντέδρασε, απέκλεισε στην Ακρόπολη και τελικώς εκδίωξε τόσο αυτόν, όσο και τον προστατευόμενό του, Ισαγόρα. Με την άμεση επιστροφή του Κλεισθένη και των οπαδών του, άρχισε η σταδιακή και προγραμματισμένη εφαρμογή των μέτρων του.

Όμως ο κίνδυνος για το αναδυόμενο νέο πολίτευμα δεν είχε περάσει. Η αναμονή της εκδίκησης της πιο δυνατής Ελληνικής πόλης, στρέφει τους Αθηναίους στο μόνο ισχυρό προστάτη που θα μπορούσαν να σκεφθούν, τους Πέρσες. Η Αθηναϊκή αντιπροσωπία στις Σάρδεις θα αναγκαστεί να προσφέρει «γῆν τε καὶ ὕδωρ», να αναγνωρίσει δηλαδή την υποτέλειά της στο Μέγα Βασιλέα. Η Αθήνα δεν θα χρειαστεί τελικά τους Πέρσες.

Την επόμενη χρονιά, θα καταφέρει να αποκρούσει μόνη της την ταυτόχρονη επίθεση Βοιωτών, Χαλκιδέων και Πελοποννησίων, άλλη μια ένδειξη του σφρίγους του νεαρού πολιτεύματός της και του ενθουσιασμού που αυτό ενέπνεε στους υπερασπιστές του. Σκεπτόμενοι με τα δεδομένα των Ελληνικών συμμαχιών, οι Αθηναίοι θα θεωρήσουν περιττή τη »συμμαχία» τους με την Αυτοκρατορία, εφόσον ο σπαρτιατικός κίνδυνος εξέλιπε. Για το Δαρείο, όμως, αυτό αποτέλεσε την πρώτη από μία σειρά προσβολών τις οποίες αυτός και οι διάδοχοί του θα χρέωναν στη δημοκρατική πόλη.

Το πρώτο και σημαντικότερο μέτρο των αλλαγών του Κλεισθένη είναι η ένταξη όλων των ελεύθερων πολιτών των δήμων της Αττικής σε δέκα νέες, τεχνητές, πολιτικές φυλές. Κάθε μία από αυτές, διακτινώνεται σε τρεις τριττύες, περικλείοντας έτσι, δήμους και από τις τρεις ευρείες περιοχές της επικράτειας, το Άστυ, τη Μεσογαία και την Παραλία. Οι δέκα φυλές παίρνουν τα ονόματά τους από ισάριθμους επώνυμους ήρωες της Αττικής, επιλεγμένους από το ιερό των Δελφών: Ιπποθοωντίς, Αντιοχίς, Αιαντίς, Λεοντίς, Ερεχθηίς, Αιγηίς, Οινηίς, Ακαμαντίς, Κεκροπίς, Πανδιονίς.

Οι φυλές καθίστανται ο σκελετός της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του κράτους. Η κρισιμότερη συνεισφορά τους έγκειται στο ότι καταργούν στην πράξη την πολιτική εξάρτηση των δήμων από τα τοπικά αριστοκρατικά γένη με τα οποία διατηρούσαν έως τότε αναγκαστικές πελατειακές σχέσεις. Οι περίπου 100 δήμοι, με τους δημάρχους τους και τις συνελεύσεις των πολιτών τους –μικρογραφίες της εκκλησίας του Δήμου–, με τις τοπικές λατρείες τους, γίνονται πλέον αυτοδιοίκητες, πολιτικές μονάδες, οι πυρήνες του πολιτεύματος. Κάθε Αθηναίος, θα αναφέρεται πλέον και με το δημοτικό του όνομα.

Η Εκκλησία του Δήμου, η συνέλευση δηλαδή του λαού, όπου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αναβαθμίζει και αυτή το ρόλο της. Καθίσταται το ανώτατο, τακτικά συνερχόμενο (στο λόφο της Πνύκας) νομοθετικό και δικαστικό σώμα, το οποίο εκλέγει και τους ανώτατους άρχοντες του κράτους. Επίσης, απαιτείται η έγκρισή της για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης και, το κυριότερο, αποκτά το δικαίωμα του οστρακισμού. Έτσι στερεί από την αριστοκρατική βουλή του Αρείου Πάγου το βασικό της έρεισμα: την ιδιότητα του φρουρού-προστάτη της πόλης από πιθανή τυραννίδα.

Η προστασία του νομοθετικού έργου της εκκλησίας από πιθανές παρεμβάσεις των πολιτικών ηγετών επιτυγχάνεται με τη Βουλή των Πεντακοσίων, τη δεύτερη σημαντική καινοτομία του Κλεισθένη. Αυτή έρχεται να αντικαταστήσει την αδύναμη πολιτικά Βουλή των Τετρακοσίων του Σόλωνα. Αποτελείται από πενήντα για κάθε φυλή, αιρετούς (αρχικά) βουλευτές με ετήσια θητεία. Αυτοί επεξεργάζονται και τα σχέδια νόμων, τα προβουλεύματα πριν τα παραπέμψουν στην Εκκλησία για επικύρωση. Πρόκειται για ένα ισχυρό, νομοπαρασκευαστικό, διοικητικό, ελεγκτικό και δικαστικό σώμα.

Οι συνεδριάσεις της βουλής γίνονται στο βουλευτήριο στην Αγορά –το διοικητικό κέντρο της πόλης. Οι άρχοντες (επώνυμος άρχων, άρχων βασιλεύς, άρχων πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται), φαινομενικά παραμένουν ισχυροί, εφόσον ακόμη εκλέγονται μεταξύ της πρώτης ή ίσως και της δεύτερης οικονομικής βαθμίδας των πολιτών (πεντακοσιομέδιμνοι και ιππείς). Οι αρμοδιότητές τους όμως, έχουν ήδη αρχίσει να αποδυναμώνονται από τη βουλή των πεντακοσίων και από ένα νέο, συλλογικό στρατιωτικό αξίωμα. Το αξίωμα των δέκα στρατηγών συνιστά την εφαρμογή της αρχής της ισονομίας στη στρατιωτική δομή του κράτους.

Αν και προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις, εκλέγονται από όλο το λαό, ένας για κάθε φυλή, την τάξη της οποίας διοικεί κατά τη μάχη. Παίρνουν τις αποφάσεις συλλογικά και εναλλάσσονται στην αρχιστρατηγία σε καθημερινή βάση. Η θητεία τους είναι ετήσια, αλλά με δυνατότητα απεριόριστων ανανεώσεων, γεγονός που θα τους καταστήσει πανίσχυρους πολιτικούς παράγοντες. Βέβαια, μέχρι και την περίοδο της μάχης του Μαραθώνα, η εξουσία τους θα αντισταθμίζεται ακόμη από τις σημαντικές αρμοδιότητες του πολέμαρχου, του τυπικά ανώτατου διοικητή του στρατού.

Το πολίτευμα της Αθήνας στα χρόνια της μάχης του Μαραθώνα, δεν είναι ακόμη μια αμιγής δημοκρατία. Η φτωχότερη βαθμίδα των πολιτών, οι θήτες, αν και συμμετέχουν στην εκκλησία του Δήμου, παραμένουν αποκλεισμένοι από τη βουλή των πεντακοσίων και τα ανώτερα διοικητικά αξιώματα. Πολλά από τα τελευταία αποτελούν ακόμη προνομιακό πεδίο μόνο των πλουσιότερων πολιτών. Παράλληλα, το παλαιό συμβούλιο των αριστοκρατών που είχαν διατελέσει άρχοντες, ο Άρειος Πάγος, συνεχίζει να ασκεί σημαντικό δικαστικό, διοικητικό και ηθικό έλεγχο στα πράγματα της πόλης.

Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι οι ισχυροί πολιτικοί ηγέτες των αριστοκρατικών γενών είναι πλέον υποχρεωμένοι να εκλέγονται, να ελέγχονται, να προσπαθούν να πείσουν το Δήμο αλλά και να υπακούουν στις αποφάσεις του. Το πολίτευμα λοιπόν του Κλεισθένη, συνδυάζει αριστοκρατικά και δημοκρατικά στοιχεία. Γι’ αυτό δεν αποκαλείται ακόμα από τους Αθηναίους «δημοκρατία», αλλά «Ισονομία», πολιτεία δηλαδή όπου όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου.

Θα χρειαστούν οι μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462 π.Χ.) με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου, καθώς και η πολιτική κυριαρχία του Περικλή (458-429 π.Χ.), με τη συμμετοχή και των ζευγιτών στα αξιώματα των αρχόντων, την εισαγωγή της μισθοφοράς και την επέκταση της χρήσης της κλήρωσης –της κατεξοχήν δημοκρατικής διαδικασίας–, προκειμένου η δημοκρατία να αποκτήσει το πλήρες νόημά της. Ήδη όμως η εμπειρία της μάχης του Μαραθώνα θα αποτελέσει την αφορμή για την επιτάχυνση των δημοκρατικών διαδικασιών.

Οι αρμοδιότητες του πολέμαρχου με το αριστοκρατικό υπόβαθρό του, σχεδόν εξαφανίζονται προς όφελος του δημοκρατικού οργάνου των δέκα στρατηγών. Οι τελευταίοι, μάλιστα, θα εκλέγονται κατευθείαν από την εκκλησία του Δήμου –και όχι πια μόνο από τους πολίτες της φυλής τους. Τρία χρόνια μετά τη μάχη, η συνέλευση των πολιτών θα έχει αποκτήσει πια τόση αυτοπεποίθηση, ώστε θα εφαρμόσει για πρώτη φορά το ριζοσπαστικό δημοκρατικό μέτρο του οστρακισμού. Στη μακρά πορεία προς τη δημοκρατία, η μάχη του Μαραθώνα κατέχει κομβική θέση.

Συνιστά ταυτόχρονα συνέπεια και προϋπόθεση του νέου πολιτεύματος. Είναι συνέπεια γιατί οι πρωταγωνιστές της, οι οπλίτες-γεωργοί, οι ζευγίτες νιώθουν ότι πολεμούν όχι μόνο για τη σωτηρία της πόλης τους αλλά και για τη διασφάλιση των νεοκατακτημένων πολιτικών δικαιωμάτων τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα νέο είδος ανθρώπου. Έχουν τόσο ενθουσιασμό, ώστε γίνονται ακαταμάχητοι. Ο Μαραθώνας είναι η τέταρτη κατά σειρά νίκη τους εναντίον επίφοβων ή υπέρτερων εχθρών· είχαν προηγηθεί η αντίσταση στον Κλεομένη (507 π.Χ.), η κατανίκηση των Βοιωτών στην Οινόη και αυτή των Χαλκιδέων (506 π.Χ.).

Η διαπίστωση του Ηροδότου για το ήθος αυτού του νέου τύπου πολιτών είναι καίρια: 

«Ἀθηναῖοι μέν νυν ηὔξηντο. δηλοῖ δὲ οὐ κατ᾽ ἓν μοῦνον ἀλλὰ πανταχῇ ἡ ἰσηγορίη ὡς ἔστι χρῆμα σπουδαῖον, εἰ καὶ Ἀθηναῖοι τυραννευόμενοι μὲν οὐδαμῶν τῶν σφέας περιοικεόντων ἦσαν τὰ πολέμια ἀμείνους, ἀπαλλαχθέντες δὲ τυράννων μακρῷ πρῶτοι ἐγένοντο. δηλοῖ ὦν ταῦτα ὅτι κατεχόμενοι μὲν ἐθελοκάκεον ὡς δεσπότῃ ἐργαζόμενοι, ἐλευθερωθέντων δὲ αὐτὸς ἕκαστος ἑωυτῷ προεθυμέετο κατεργάζεσθαι»

«Οι Αθηναίοι λοιπόν από τότε βρέθηκαν σε μεγάλη ευτυχία. και αποδεικνύεται όχι μονάχα από ένα παράδειγμα, αλλά γενικά, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισότητα. οι Αθηναίοι π.χ. όσο καιρό κυβερνιούνταν τυραννικά, δεν ήταν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανένα, από τους γείτονές τους. σαν ελευθερώθηκαν όμως από τους τυράννους, έγιναν οι πρώτοι απ’ όλους. Αυτό φανερώνει, πως τον καιρό που ήταν δούλοι φέρονταν κατ’ ανάγκη σαν δειλοί, με τη σκέψη ότι εργάζονταν για τον αφέντη τους. όταν όμως ελευθερώθηκαν, καθένας έδειχνε ζήλο να εργαστεί, σκεπτόμενος ότι εργάζεται για τον εαυτό του».

Η νίκη στο Μαραθώνα είναι ταυτόχρονα βασική προϋπόθεση για την επιβίωση της δημοκρατίας. Όπως το 506 π. Χ. ο Ισαγόρας συνόδευε τον Κλεομένη με την ελπίδα να γίνει ο νέος τύραννος της πόλης, έτσι και το 490 π. Χ., ο γηραιός Ιππίας έκανε το ίδιο με το Δάτη και τον Αρταφέρνη, τρέφοντας παρόμοιες ελπίδες. Με αυτή τη μάχη, λοιπόν, οι πολίτες της Αθήνας νικούν ταυτόχρονα και τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς τους εχθρούς.

Ο Μαραθώνας θα δώσει την πολύτιμη παράταση χρόνου στην Αθήνα, ώστε δέκα χρόνια αργότερα, στη Σαλαμίνα, να μπορέσει να νικήσει και πάλι τους Πέρσες, αυτή τη φορά με μια νέα κατηγορία πολιτών, τους θήτες. Ό,τι είναι ο Μαραθώνας για τα μεσαία στρώματα των Αθηναίων, είναι η Σαλαμίνα για τα κατώτερα: οι »εξετάσεις» τους για την είσοδό τους στην πολιτική ζωή. Οι δύο μάχες αλληλοσυμπληρώνονται και κερδίζουν το σεβασμό όλων των επερχόμενων γενεών των Αθηναίων.

Έτσι λοιπόν έχουν διαμορφωθεί οι δύο κόσμοι, ο Περσικός και ο Ελληνικός, στις παραμονές της μάχης του Μαραθώνα, της πρώτης μεγάλης ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ τους. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την ευνοϊκή συγκυρία. Είναι δύο κόσμοι ρωμαλέοι, στο απόγειο σχεδόν της ακμής τους. Αυτά που τους χωρίζουν είναι όμως περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά. Από τη μια μεριά είναι ο κόσμος του Μεγάλου Βασιλέως. Ο κόσμος της άνωθεν επιβεβλημένης γαλήνης, του πλούτου και της ειρηνικής συνύπαρξης κάτω από έναν παντεπόπτη θεό.

Κάτω όμως από αυτή την επίστρωση, κινείται πάντα η υποταγή, ο φόβος της τιμωρίας και η δίψα για επέκταση. Από την άλλη, ο κόσμος των Ελληνικών πόλεων προσφέρει την ακριβώς αντίστροφη εικόνα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ένας κόσμος διαρκούς αναταραχής, πολέμων, ανταγωνισμών και τυχοδιωκτισμού. Στη βαθύτερη ουσία του, όμως, είναι ένας πολιτισμός που έχει θέσει την Ελευθερία στο επίκεντρο των επιδιώξεών του.

Μέτρο, σημείο αναφοράς και σκοπός αυτού του κόσμου των ελεύθερων Ελληνικών πόλεων θα είναι ο Άνθρωπος. Ειρήνη εναντίον Ελευθερίας, Θεός εναντίον Ανθρώπου, Βούληση του Ενός εναντίον του Νόμου, Ευγενείς εναντίον Γεωργών, Ευμάρεια εναντίον Αυτάρκειας, Απολυταρχία εναντίον Δημοκρατίας. Αυτά τα ζεύγη συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν στο Μαραθώνα.

Ο Αρχαίος Μαραθώνας

Η εύφορη παραθαλάσσια πεδιάδα του Μαραθώνα αποτέλεσε ήδη από την απώτατη αρχαιότητα πόλο έλξης κατοίκησης. Οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, τα πλούσια, εύφορα εδάφη, η θάλασσα, τα έλη και τα άφθονα νερά υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που ευνόησαν την ανθρώπινη εγκατάσταση. Τα πολυάριθμα οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα που χρονολογούνται από τη νεολιθική εποχή έως τους Βυζαντινούς χρόνους, μαρτυρούν τη συνεχή κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής. Στα νοτιοανατολικά της πεδιάδας ανοίγεται ο ομώνυμος όρμος, ενώ οι υπώρειες του Πεντελικού όρους διαμορφώνουν το δυτικό της όριο.

Δύο έλη, το Μεγάλο Έλος του Σχoινιά και το Μικρό Έλος της Μπρεξίζας, ορίζουν τη βορειοανατολική και τη νοτιοδυτική πλευρά της πεδιάδας αντίστοιχα, τα οποία, χάρη στις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους και το ιδιόμορφο φυσικό περιβάλλον, υπήρξαν πάντοτε κέντρα οικιστικής ανάπτυξης. Ο ορμητικός ποταμός Χάραδρος και τα άλλα μικρότερα ρέματα που διατρέχουν την πεδιάδα συνέβαλαν άμεσα στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και έφεραν, πολλές φορές τους κατοίκους της αντιμέτωπους με καταστροφικές πλημμύρες.

Ο Μαραθώνας, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά του από τον ήρωα Μάραθο. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η ονομασία του προήλθε από το αρωματικό φυτό μάραθο, που και σήμερα αποτελεί ένα από τα αυτοφυή φυτά του κάμπου. Αποτέλεσε το σημαντικότερο δήμο της γνωστής Τετράπολης –η Προβάλινθος, η Οινόη και η Τρικόρυθος ήταν απλές πολίχνες. Ο Μαραθώνας των ιστορικών χρόνων πιθανόν να βρίσκεται στη θέση Πλάσι σε αυτόν ανήκουν και οι μικρότερες εγκαταστάσεις, οι διάσπαρτες στην πεδιάδα, μέχρι το σημερινό Βρανά, όπου είχαν ιδρυθεί πολλά ιερά, καθώς και τα αρχαιότερα νεκροταφεία.

Η Προβάλινθος έχει τοποθετηθεί στα δυτικά της σημερινής Νέας Μάκρης, στην περιοχή της Μπρεξίζας, η Οινόη κοντά στη σημερινή ομώνυμη περιοχή και η Τρικόρυθος στο Κάτω Σούλι. Οι ανασκαφές έχουν ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα και συνεχίζονται ακόμη, φέρνοντας στο φως ευρήματα που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση του Μαραθώνα και της ευρύτερης περιοχής, από τους προϊστορικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Η αρχαιότερη κατοίκηση εντοπίζεται στο Σπήλαιο του Πανός, σε απόκρημνη θέση στα υψώματα της Οινόης. Η έρευνα έδειξε συνεχή κατοίκηση από τη νεότερη νεολιθική έως το τέλος της υστεροελλαδικής περιόδου, οπότε και το σπήλαιο εγκαταλείφθηκε. Στην τελική νεολιθική περίοδο χρονολογούνται ταφές που βρέθηκαν στο σπήλαιο, σύμφωνα με τα κινητά ευρήματα, τα οποία αποτελούν ακέραια αγγεία με έγχρωμη ή εμπίεστη διακόσμηση, λίθινες αξίνες, καθώς και ένα σφραγισμένο αγγείο που περιείχε περιδέραιο με εκατοντάδες χάνδρες από υαλόμαζα.


Μετά την εγκατάλειψή του κατά την υστεροελλαδική περίοδο, ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται πάλι στους ιστορικούς πλέον χρόνους, οπότε οι Αθηναίοι, μετά τη νίκη τους κατά των Περσών το 490 π.Χ., ιδρύουν στο σπήλαιο ιερό του Πάνα για να τον τιμήσουν για τη βοήθεια που τους προσέφερε. Από τα ευρήματα αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν πήλινο ειδώλιο του Πάνα, ειδώλια της Μητέρας των Θεών, λυχνάρια κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, καθώς και αττική ερυθρόμορφη κεραμική με διάφορες παραστάσεις, με πλέον χαρακτηριστικές αυτές του ένθρονου Απόλλωνα και Διονύσου.

Η λατρεία στο σπήλαιο συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε χρονολογείται επιγραφή-ανάθημα εφήβων, από το περιεχόμενο της οποίας πληροφορούμαστε ότι οι αναθέτες αφιέρωναν χρωματιστά και όχι λευκά ρούχα, όπως επέβαλλε το τυπικό της ανάθεσης. Ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας περιγράφει το σπήλαιο:

«ὀλίγον δὲ ἀπωτέρω τοῦ πεδίου Πανός ἐστιν ὄρος καὶ σπήλαιον θέας ἄξιον· ἔσοδος μὲν ἐς αὐτὸ στενή, παρελθοῦσι δέ εἰσιν οἶκοι καὶ λουτρὰ καὶ καλούμενον Πανὸς αἰπόλιον, πέτραι τὰ πολλὰ αἰξὶν εἰκασμέναι».

Ως «οίκοι» πρέπει να θεωρηθούν οι αλλεπάλληλοι χώροι στο εσωτερικό του σπηλαίου, ως «λουτρά» κοιλότητες στο βράχο, γεμάτες νερό που έσταζε από την οροφή και ως «αἰπόλιον» οι σταλακτίτες, που δίνουν την εντύπωση πυκνού κοπαδιού από κατσίκια. Το σπήλαιο δεν είναι επισκέψιμο. η είσοδός του είναι φραγμένη, για την προστασία των ανυποψίαστων επισκεπτών. Ο νεολιθικός οικισμός της Νέας Μάκρης εντοπίστηκε και ανασκάφηκε εν μέρει από το Δημήτρη Θεοχάρη το 1955, και έδωσε πληροφορίες για την οργάνωση των οικισμών αυτής της περιόδου.

Ο οικισμός σχηματίστηκε κατά μήκος της ακτής και σε μεγάλη έκταση. Τα σπίτια, ορθογώνιας κάτοψης, κτίζονταν με άψητα τούβλα επάνω σε λίθινη βάση. Κατακόρυφοι πεσσοί ενσωματώνονταν κοντά στα ανοίγματα για την επιθυμητή στατική, η οποία ενισχύονταν με λεπτό, ξύλινο, πλέγμα. Δίπλα στα σπίτια έστηναν καλύβες ελλειπτικού σχήματος, που από την ύπαρξη σκαλοπατιού στην είσοδο συνάγεται ότι χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους και δεν προορίζονταν για σταυλισμό ζώων.

Υπέργειες αποθήκες κυκλικής κάτοψης, διαμέτρου 1-1,50 μ., αντικαθιστούν κατά τη μέση νεολιθική περίοδο τους παλιότερους υπόγειους λάκκους που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των αγαθών. Πρόσφατες ανασκαφές της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εντός του πολεοδομικού ιστού της Νέας Μάκρης, που επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η νεολιθική εγκατάσταση εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος στην παραλιακή ζώνη και εισχωρούσε και σε μεγάλο βάθος εντός του σημερινού οικισμού.

Στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας του Μαραθώνα, στην περιοχή του Μεγάλου Έλους του Σχοινιά, νοτίως της Μακαρίας πηγής –την πηγή αναφέρει ο Παυσανίας και πιθανότατα είναι η μεγάλη πηγή που αναβλύζει και σήμερα από το βουνό Σταυροκοράκι– κατά τη νεολιθική εποχή ιδρύεται οικισμός, ο οποίος ακμάζει κατά την επόμενη, πρωτοελλαδική περίοδο. Κεραμική και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά λείψανα αυτού του οικισμού, ο οποίος ταυτίζεται με την αρχαία Τρικόρυθο, εντοπίστηκαν από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα το 1974.

Οι πρόσφατες εκτεταμένες έρευνες της Β΄ ΕΠΚΑ στις παρυφές του Μεγάλου Έλους, με αφορμή την κατασκευή του Ολυμπιακού Κωπηλατοδρομίου, αποκάλυψαν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας, με τη μορφή σταθερών εγκαταστάσεων, που ανάγονται ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ. Μέσα σε γκριζόμαυρο στρώμα τύρφης ήρθαν στο φως τρία κτήρια της πρωτοελλαδικής περιόδου, αποθηκευτικοί λάκκοι, βόθροι, λιθόστρωτα και γενικότερα ίχνη έντονης παρουσίας και δραστηριότητας της περιόδου αυτής.

Το έλος, η χρήση του οποίου συνεχίστηκε έως τους ύστερους Ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν τα ταφικά και οικιστικά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως στις βορειοδυτικές του παρυφές, αποτέλεσε ένα βύθισμα που υπήρξε η τόπος υποδοχής των υδάτων των γύρω περιοχών και, σύμφωνα με τη γεωλογική έρευνα, είχε σχηματιστεί την 3η χιλιετία π.Χ.

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ 

Oι Πέρσες και η Ιωνική Επανάσταση 

Το 546 π.Χ., ο Κύρος κατέκτησε τις Ελληνικές αποικίες στην επαρχία της Ιωνίας, στη σημερινή Τουρκία και επέτρεψε στους ντόπιους κυβερνήτες να παραμείνουν στην εξουσία. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, το 499 π.Χ., οι Έλληνες άποικοι εξεγέρθηκαν. Οι Πέρσες προσπάθησαν να στηρίξουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και να απομακρύνουν τον πληθυσμό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση στην Ιωνία. Βασιλιάς της Περσίας, την εποχή εκείνη, ήταν ο Δαρείος, ο εγγονός του Κύρου.

Στην αρχή, ο Δαρείος άφησε τους ντόπιους κυβερνήτες να αντιμετωπίσουν την εξέγερση. Αλλά οι επαναστάτες έπαιρναν βοήθεια από το εξωτερικό. Όταν η Ιωνία εξεγέρθηκε κατά των Περσών, κάλεσε τη μητρική χώρα, την Αθήνα, για βοήθεια. Και τότε, οι Αθηναίοι έκαναν ίσως το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος του αιώνα. Έστειλαν στρατό για να βοηθήσουν τους Ίωνες επαναστάτες. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, οι επαναστάτες κατέλαβαν και έκαψαν τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Ιωνίας.

Ο Ηρόδοτος έγραψε για την εξέγερση: «Σχεδόν αμέσως, η φωτιά άρχισε να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, μέχρις ότου όλη η πόλη έπιασε φωτιά. Έτσι οι Σάρδεις έγιναν στάχτη. Ανάμεσα στα χαλάσματα ήταν και ο ναός μιας ντόπιας θεάς, της Κυβέλης. Όταν οι Πέρσες τον είδαν κατεστραμμένο, αυτό αργότερα θα το χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα για να κάψουν ναούς στην Ελλάδα». Η εξέγερση στην Ιωνία είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός στις σχέσεις Ελλάδας και Περσίας, επειδή αποτέλεσε τη ρίζα αυτού που θα συνέβαινε τα επόμενα 80 χρόνια. Τελικά έφερε την Αθήνα και την Περσία σε ανοιχτή σύρραξη, κάτι που δεν είχε γίνει στο παρελθόν.

Η Αθήνα είχε ξυπνήσει έναν γίγαντα που κοιμόταν. Ο Δαρείος ήθελε εκδίκηση και έβαλε έναν υπηρέτη του σε κάθε γεύμα, πριν φάει την πρώτη του μπουκιά, να του λέει: «Άρχοντά μου, να θυμάσαι τους Αθηναίους». Ο Δαρείος λοιπόν ορκίστηκε ότι θα τους το ανταπέδιδε. Το Ελληνικό χώμα θα μούσκευε από αίμα. Tο απολυταρχικό, «ανατολίτικο» μοντέλο διοίκησης και κοινωνικής οργάνωσης των Περσών και των περισσότερων εκ των υποτελών τους λαών και η απόλυτη εξουσία του Πέρση μονάρχη προκαλούσαν αποστροφή στη μεγάλη μάζα των Eλλήνων.

Mε αυτό το υπόβαθρο, ορισμένα ήσσονος σημασίας σφάλματα πολιτικής του Δαρείου του Α’, που ήταν βασιλεύς εκείνη την περίοδο (τέλη του 6ου, αρχές του 5ου αιώνα π.X.) καθώς και του Αρταφέρνη, Σατράπη της Λυδίας και επικυρίαρχου των Ιώνων, προκάλεσαν έντονη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους Έλληνες της Ιωνίας, καθώς στις περισσότερες υποτελείς πόλεις είχαν επιβληθεί από τους Πέρσες τυραννικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα.

Tα γεγονότα της Νάξου, δηλαδή η αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψής της και προσάρτησής της στην Περσική Αυτοκρατορία από τον τύραννο της Μιλήτου, Αρισταγόρα, δημιούργησαν ένταση μεταξύ του τελευταίου και των Περσών επικυρίαρχών του και ήταν η αφορμή για να ξεσπάσει η επανάσταση της Ιωνίας, που ξεκίνησε από τη Μίλητο το 499 π.X. H επανάσταση επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ιωνία και σύντομα οι Ελληνικές πόλεις κήρυξαν την ανεξαρτησία τους και υιοθέτησαν δημοκρατικά καθεστώτα.

O Αρισταγόρας προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας και συμμάχησε με τους Αθηναίους και τους Ερετριείς, σε μία προσπάθεια να ισχυροποιήσει το επαναστατικό κίνημα των Ιώνων. O στρατός τους, ενισχυμένος με Αθηναίους και Ερετριείς, κατέλαβε και κατέστρεψε τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της σατραπείας της Λυδίας και πρώην πρωτεύουσα του κράτους του Κροίσου.

Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Δαρείος άκουσε τα νέα για την πυρπόληση των Σάρδεων, καθώς και το ρόλο που έπαιξαν οι Αθηναίοι σε αυτή, ορκίστηκε ότι θα ανταποδώσει «τα ίσα» στην Αθήνα και υποχρέωσε έναν υπηρέτη να του υπενθυμίζει τον όρκο του τρεις φορές την ημέρα. H Ιωνική επανάσταση καταπνίγηκε στο αίμα, όταν ο Πέρσης μονάρχης έστειλε τον Αυτοκρατορικό στρατό ενάντια στους επαναστάτες και άρχισε να καταβάλει τη μία μετά την άλλη τις πόλεις των Ιώνων.

Η ανάμειξη των Ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας υπέρ των Ιώνων ήταν η αφορμή που ζητούσε ο Πέρσης ηγεμόνας για να εισβάλει στη Βαλκανική, ώστε να κυριαρχήσει απόλυτα στο Αιγαίο και να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω κατακτήσεις. Στην Αθήνα τα πράγματα είχαν περιπλακεί, καθώς πολλοί συμβούλευαν το δήμο να δεχτεί την επικυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέα, ο οποίος, εκτός από τη Μίλητο και ελάχιστες άλλες πόλεις που κατέστρεψε, είχε φανεί αρκετά «επιεικής» στις Ιωνικές πόλεις.

Ο τέως τύραννος των Αθηνών, Ιππίας, προσπαθούσε να πείσει τον Πέρση ηγεμόνα να τον επανεγκαταστήσει στη θέση που θεωρούσε ότι του ανήκε. Bεβαίως, ο Δαρείος δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, καθώς η Aθήνα δεν βρισκόταν εντός της σφαίρας επιρροής του, αφού ο δήμος είχε αποφασίσει να μη δώσει «γη και ύδωρ» στο Bασιλέα και να παραμείνει η πόλη τους αυτόνομη.

H βοήθεια που προσέφεραν Αθηναίοι και Ερετριείς στους Ίωνες έδωσε στο Δαρείο μία επίφαση νομιμότητας για την εισβολή που επακολούθησε, ωστόσο ήταν φανερό από την αρχή της εκστρατείας, της οποίας ηγήθηκε ένας νεαρός και ιδιαίτερα ικανός στρατηγός, ο γαμπρός του Δαρείου, Μαρδόνιος, ότι η «εκδίκηση» ήταν απλώς πρόφαση. Όπως άλλωστε διαπιστώνει ο Ηρόδοτος, «στόχος του ήταν να υποδουλώσει όσο το δυνατόν περισσότερες Ελληνικές πόλεις» καθ’ οδόν προς τους θεωρούμενους ως αντικειμενικούς στόχους του, δηλαδή την Αθήνα και την Ερέτρια.

Αυτό το ισχυρό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να υποτάξει ολόκληρη τη Θράκη αλλά και τη Μακεδονία, ο βασιλιάς της οποίας, Αλέξανδρος ο A’, αναγκάστηκε να παραδοθεί για να αποφύγει την καταστροφή της χώρας του από τους Πέρσες. Ωστόσο, η εκστρατεία έληξε άδοξα, εξαιτίας μίας διπλής καταστροφής. Κατ’ αρχάς, ο στόλος που συνόδευε το εκστρατευτικό σώμα, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του στρατού, έπεσε σε θύελλα ενώ παρέπλεε το ακρωτήριο Άθως και καταστράφηκε.

Στη συνέχεια, το Θρακικό φύλο των Βρυγών προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον Περσικό στρατό πριν απωθηθεί και – στη συνέχεια – υποταχθεί στο στράτευμα του Μαρδόνιου. Όμως, ο Δαρείος είχε θέσει στόχο να υποτάξει τους Έλληνες και δεν θα σταματούσε μπροστά στο πρώτο εμπόδιο – άλλωστε, η εκστρατεία του Μαρδόνιου είχε αποδώσει αρκετά οφέλη. Το νέο εκστρατευτικό σώμα σκόπευε αυτή τη φορά στις πόλεις που τον είχαν προσβάλει με τη συμμετοχή τους στην Ιωνική επανάσταση, την Αθήνα και την Ερέτρια.

H Δεύτερη Εκστρατεία Κατά της Ελλάδας 

Αυτή τη φορά ο Δαρείος έδωσε την αρχιστρατηγία σε δύο άλλους αξιωματούχους της Περσικής Αυτοκρατορίας. O πρώτος ήταν ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη της Λυδίας και ανιψιός του Δαρείου. O Αρταφέρνης είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στο θρόνο της Λυδίας και είχε περιορισμένη πολεμική εμπειρία. Μαζί του ήταν ο Δάτις από τη Μηδία (Datiya στα Περσικά) ο οποίος, παρότι δεν αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, ήταν ένας από τους στρατηγούς που κατέπνιξαν την Ιωνική επανάσταση, καθώς το όνομά του εμφανίζεται σε σχετικές Περσικές πινακίδες και αρχεία.

Ένας σημαντικός στόλος από 600 πλοία – μεταξύ αυτών και αρκετά ιππαγωγά – συγκεντρώθηκε απ’ όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας με ναυτική παράδοση, για να μεταφέρει το εκστρατευτικό σώμα. Σύμφωνα με τις πηγές, το στράτευμα του οποίου ηγούνταν οι δύο άνδρες, κατ’ ελάχιστο αριθμούσε περίπου 26.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 1.000 ήταν ιππείς. Πιθανόν το στράτευμα να ήταν αρκετά μεγαλύτερο. Στους αριθμούς αυτούς βεβαίως δεν συμπεριλαμβάνονται τα πληρώματα και οι κωπηλάτες των πλοίων. Σε κάθε περίπτωση, το Περσικό στράτευμα ήταν τουλάχιστον διπλάσιο του Αθηναϊκού.

Oι Πέρσες για την κατάληψη της Αθήνας υπολόγιζαν επίσης στους Μηδίζοντες Αθηναίους, που μάλιστα – όπως αναφέρει με ιδιαίτερη σχολαστικότητα ο Ηρόδοτος – παρουσίασαν το προσυμφωνημένο σημάδι, μία ασπίδα στα τείχη της, το οποίο δήλωνε ότι η πόλη ήταν αφρούρητη. Είναι άγνωστο αν επρόκειτο για οπαδούς της οικογένειας των Πεισιστρατιδών (κάτι πολύ πιθανό) ή ακόμη και για Αλκμεωνίδες, μέλη και οπαδοί της γνωστής πανίσχυρης Αθηναϊκής οικογένειας από την οποία μεταξύ άλλων καταγόταν ο Περικλής.

O Ηρόδοτος πάντως, που διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Αλκμεωνίδες, διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε υπαινιγμό ότι το γένος του Αλκμέωνα πρόδωσε τη Δημοκρατία. Tο στράτευμα που οδηγούσαν ο Δάτις και ο Αρταφέρνης είχε ως σκοπό, να καταλάβει όσα νησιά του Αιγαίου παρέμεναν έξω από την Περσική σφαίρα επιρροής και να τιμωρήσει την Ερέτρια και την Αθήνα για τη στάση τους στην Ιωνική επανάσταση. Μάλιστα, ο Πέρσης βασιλεύς διέταξε να εξανδραποδιστούν οι κάτοικοι των δύο πόλεων, να υποδουλωθούν, δηλαδή, και να συρθούν ταπεινωμένοι μπροστά του.

Προφανώς μέρος της Αυτοκρατορικής Spada, του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας που αποτελούνταν κυρίως από Πέρσες και δευτερευόντως από Μήδες. Αυτό φαίνεται από την παρουσία του Δάτι στη δύναμη, ο οποίος ήταν επικεφαλής Αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατά την Ιωνική επανάσταση. Ο πυρήνας αυτός συμπληρωνόταν από στρατεύματα του σατράπη της Λυδίας. Tο μέγεθος του σώματος δείχνει ότι ο στόχος δεν ήταν η ανάληψη εκτεταμένης εκστρατείας για την κατάληψη του συνόλου του Ελληνικού χώρου, ακόμη και αν δεχτούμε ως απολύτως ακριβή τον αριθμό των 600 πλοίων.

Oι αντικειμενικοί σκοποί ήταν σαφείς και καθορισμένοι: υποδούλωση των νησιών του Αιγαίου που αντιστέκονταν, υποδούλωση της Ερέτριας, υποταγή της Αθήνας. H επίτευξη των δύο τελευταίων μάλιστα θα δημιουργούσε μία σειρά ακόμη από προϋποθέσεις για μελλοντική εκμετάλλευση, ένα προγεφύρωμα στην κυρίως Ελλάδα και μάλιστα σε στρατηγικό σημείο που θα χώριζε τη χώρα στα δύο και μια συνολική αίσθηση ισχύος του Μεγάλου Βασιλιά, η οποία θα παρέσυρε και πολύ περισσότερους Έλληνες κοντά στην Αυτοκρατορία.

Ενδεχομένως, μία ακόμη εκστρατεία, που θα χρησιμοποιούσε την από ξηράς δίοδο που θα ήταν πλέον περισσότερο ασφαλής, θα υπέτασσε το σύνολο του Ελλαδικού χώρου. Oι Δάτις και Αρταφέρνης (κατά τα φαινόμενα, ο Δάτις είχε την πρωτοκαθεδρία, άλλωστε ήταν ιδιαίτερα έμπειρος διοικητής) έπλευσαν με το σύνολο του στόλου τους στη Νάξο. Oι Πέρσες αποβιβάστηκαν και οι Ναξιώτες, κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές του νησιού, οπότε οι Πέρσες ανενόχλητοι λεηλάτησαν την πόλη, υποδούλωσαν όσους βρήκαν στα πεδινά και αναχώρησαν για τα άλλα νησιά.

Στη Δήλο, οι κάτοικοι έχοντας πληροφορηθεί την τύχη της Νάξου, αντί να περιμένουν την άφιξη του Περσικού στόλου, εγκατέλειψαν το ιερό νησί και κατέφυγαν στην Τήνο. O Δάτις τους έστειλε μήνυμα, με το οποίο τους ανακοίνωνε ότι έχει εντολή από το Δαρείο να μην πειράξει ούτε τον τόπο ούτε τους κατοίκους του νησιού όπου «γεννήθηκαν δύο θεοί» και τους καλούσε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. H Κάρυστος έμελλε να γευθεί τη δύναμη του Περσικού στρατού στη συνέχεια.

Μετά από εκτεταμένες καταστροφές και μία πολύ αποτελεσματική επίδειξη δύναμης, οι Καρύστιοι, αναγκάστηκαν να δεχτούν όλες τις απαιτήσεις των Περσών, υποταγή και συνεκστρατεία. O δρόμος ήταν ανοιχτός πλέον και ο επόμενος σταθμός της Περσικής δύναμης θα ήταν η Ερέτρια.


Η Επέλαση των Περσών

Το 490 π.Χ., λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της Ιωνικής εξέγερσης, 600 Περσικές τριήρεις και μεταγωγικά πλοία για το ιππικό συγκεντρώθηκαν στην Κιλικία, ενώ η μάχιμη δύναμή του υπολογίζεται σε 90.000 άντρες. Στόχος της εισβολής και της επιχείρησης του Περσικού στόλου, που πιθανόν απέπλευσε μετά τις Ανοιξιάτικες καταιγίδες, υπό τη διοίκηση των στρατηγών, Δάτη και Αρταφέρνη, ήταν η Ερέτρια και η Αθήνα. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν εκνευρισμένος, επειδή οι δυο πόλεις είχαν υποστηρίξει σθεναρά τους Ίωνες στην εξέγερσή τους, στέλνοντας πλοία.

Τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης και θα είχε σαν αποτέλεσμα μια από τις πιο διάσημες μάχες στην Ελληνική ιστορία: τη Μάχη του Μαραθώνα. Οι μάχιμες Περσικές δυνάμεις πρέπει να ήταν εντυπωσιακές. Οι περισσότερες Κυκλάδες δήλωσαν υποταγή και τα στρατεύματα κατόρθωσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητα στην Εύβοια, όπου η Ερέτρια καταλήφθηκε πολύ γρήγορα λόγω προδοσίας. Οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν, απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν για εγκατάσταση στα Σούσα.

Τα Αίτια της Εισβολής

Υπάρχουν πολλές απόψεις πάνω στο ερώτημα: «Γιατί οι Πέρσες επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας, ποιος ήταν ο σκοπός τους, πού απέβλεπαν;» Διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πέρσες ήθελαν να εκδικηθούν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας που βοήθησαν τους Ίωνες, γι’ αυτό είχαν χωρίσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στα δύο, με σκοπό ένα τμήμα του στρατού να υποτάξει την Ερέτρια και το άλλο να χρησιμοποιήσει τον Μαραθώνα ως τόπο στάθμευσης, για να συγκρατεί τους Αθηναίους.

Η έξοδος των Αθηναίων προς τον Μαραθώνα έγινε μόλις έπεσε η Ερέτρια, όταν δηλαδή οι Αθηναίοι δεν είχαν να πολεμήσουν με τις ενωμένες δυνάμεις των Περσών. Η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι αληθοφανής, αλλά δεν στηρίζεται σε όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ούτε βέβαια και σε καμιά άλλη αρχαία μαρτυρία. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η συμμετοχή των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας στην εξέγερση των Ιώνων της Μ. Ασίας ήταν ασήμαντη και δεν αποτελούσε αιτία για την Περσική επίθεση. Θα μπορούσε να σταθεί μόνο ως αφορμή.

Η Σπάρτη, επίσης, αρνήθηκε να υποστηρίξει τους Ίωνες λόγω του κινδύνου σύγκρουσης με το Άργος, αλλά και γιατί δεν ενδιαφερόταν για υπερπόντιες επιχειρήσεις. Η Αθήνα, ωστόσο, ύστερα από λίγο αδιαφόρησε, γιατί η πολιτική της κατάσταση ήταν ασταθής. Εκεί αντιμάχονταν δύο αντίπαλες παρατάξεις, των Αλκμαιωνιδών και των Τυραννόφιλων. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με τους Πέρσες αναλαμβάνει τον πόλεμο για τρεις λόγους:

Α) Για να τιμωρήσουν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας, που πήραν μέρος στην Ιωνική εξέγερση.

Β) Για να εγκαταστήσουν ξανά τους Πεισιστρατίδες τυράννους στην Αθήνα, και

Γ) Επειδή οι Έλληνες δεν είχαν δώσει «γη και ύδωρ», γι’ αυτό έπρεπε να τιμωρηθούν.

Ο τελευταίος λόγος δικαιολογεί την άποψη του Ηρόδοτου ότι η εκστρατεία έγινε και εναντίον της Σπάρτης, γνώμη που την βεβαιώνει μετά τη νίκη στον Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, έσωσαν την Ελλάδα από την Περσική σκλαβιά, γεγονός που τους ανέδειξε σε ηγετική θέση μεταξύ των Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος δίνει εδώ την πρωτοπορία πάλι στην Αττική αρχή. Αλλά, όταν αυτός έγραφε, οι Έλληνες αντίπαλοι της Αθήνας δεν είχαν αναγνωρίσει ούτε την ηγεμονία της ούτε την πανελλαδική αξία των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.

Άλλοι ερευνητές καλύπτουν τους μέτριους στόχους της εκστρατείας του Δάτη κάτω από την έκφραση του Delbrück «Ιστορικο-πολεμικές διεργασίες», ο οποίος τόνισε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ οι Πέρσες να καταστρέψουν τη Βαλκανική με ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών. Για τον Wilcken ο Δαρείος δεν σκεφτόταν μια υποταγή όλης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την άποψη τουBeloch, οι Πέρσες ενδιαφέρονταν να σύρουν την Αθήνα και την Ερέτρια σε λογοδοσία για την υποστήριξη που είχαν δώσει στην Ιωνική εξέγερση. Άλλοι νεότεροι μελετητές, τοποθετούν πριν την Περσική επέμβαση τις διαμάχες της αριστοκρατίας, δηλαδή των ευγενών και των οικογενειών τους.

Ο Ehrenberg λέει ότι σχηματίστηκε μια φιλοπερσική αριστοκρατική κοινοβουλευτική παράταξη, που υποσχόταν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών, και εναντίον της οποίας ήταν ο Μιλτιάδης, που το 493 π.Χ. εκδιώχθηκε από τους Πέρσες από τις κτήσεις του στη Θράκη και επέστρεψε στην Αθήνα. Η παράταξη των Τυραννόφιλων πρέπει να ήταν ισχυρή, στο διάστημα των 90 ετών που κυβέρνησε την Αθήνα και αυτό ακριβώς δείχνει η εκλογή του Ίππαρχου σε άρχοντα το 496 π.Χ. από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών και την καταδίκη του τραγικού ποιητή Φρύνιχου (492 π.Χ.), που περιέγραψε την πτώση της Μιλήτου ως Αθηναϊκό δυστύχημα.

Στη φιλοπερσική αυτή παράταξη φαίνεται να ανήκουν και οι Αλκμαιωνίδες, στους αντιπάλους των οποίων ανήκε πιθανώς ο Θεμιστοκλής. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η αριστοκρατία στην Αθήνα θα μπορούσε να στηρίξει με άλλα μέσα την επέμβαση του Δάτη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι φίλοι των Περσών στην Αθήνα ήθελαν να την καταλάβουν, καθώς πλησίαζε ο στόλος των Αχαιμενιδών στην πόλη.

Όπως εξήγησε ο Schachermeyr, η πορεία του στόλου από την Ασία στην Ελλάδα συνέβη ξαφνικά, αργά και με διάφορους σταθμούς, για να δώσουν χρόνο στις προσκείμενες στους Πέρσες παρατάξεις να ανατρέψουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτή η πολιτική φαίνεται να εμφανίζεται στην Ερέτρια, όπου οι φίλοι των Περσών είχαν επικρατήσει με την προσόρμιση του Περσικού στόλου. Στην Αθήνα, όμως, ο Μιλτιάδης ματαίωσε τα σχέδια εκκαθάρισης των φίλων των Περσών με την ονομαστική απόφαση στην εκκλησία του δήμου, με την οποία ο αγώνας έβγαινε από τα τείχη της Αθήνας.

Όταν ο Περσικός στόλος προσορμίστηκε στον Μαραθώνα, κοντά στην κτηματική περιουσία των Πεισιστρατιδών και στην Αθήνα δεν έγινε καμιά πολιτική ανατροπή υπέρ της Περσικής παράταξης, ο Περσικός στόλος έπλευσε, μετά από κάποια αναμονή, εναντίον της Αθήνας. Προηγουμένως όμως οι Έλληνες είχαν εκδιώξει προς τη θάλασσα τις έκπληκτες και πανικόβλητες Περσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Με τη νίκη τους αυτή οι Αθηναίοι εμπόδισαν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, την οποία σκόπευαν οι Πέρσες.

Πηγές των Περσικών Πολέμων

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.

Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης…πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.

ΟΠαυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.

Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ’ όλ’ αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.

Υπόβαθρο

Οι ρίζες της εχθρότητας Ελλήνων και Περσών βρίσκονται στην Ιωνική Επανάσταση. Οι Πέρσες, αν και η Αυτοκρατορία τους ήταν σχετικά νέα, κατέπνιγαν βίαια τις επαναστάσεις των υποτελών τους – σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, ο οποίος πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Πριν την Ιωνική Επανάσταση, ο Δαρείος κατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τη Μακεδονία να συμμαχήσει μαζί του. Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και ο Δαρείος ορκίστηκε να τιμωρήσει τις Ελληνικές πόλεις που συμμετείχαν σ’ αυτή, όπως η Αθήνα και η Ερέτρια.

Η επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Νάξου από τον Μιλήσιο τύραννο Αρισταγόρα και τον Αρταφέρνη (πατέρα του Αρταφέρνη που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα). Ο Αρισταγόρας, προβλέποντας ότι θα πέσει στην δυσμένεια του Δαρείου κήρυξε τη Μίλητο δημοκρατία και το παράδειγμα του ακολούθησαν και άλλες ιωνικές πόλεις. Τότε, ο Αρισταγόρας πήγε στην Ελλάδα για να ζητήσει βοήθεια την οποία έδωσαν τελικά η Αθήνα και η Ερέτρια. Από την Αθήνα στάλθηκαν είκοσι τριήρεις, ενώ άλλες πέντε στάλθηκαν από την Ερέτρια.

Οι Έλληνες κατάφεραν να καταστρέψουν τις Σάρδεις αλλά παρ’ ολ’ αυτά, ο Ελληνικός στρατός καταστράφηκε. Η Ιωνική Επανάσταση έληξε με νίκη του Περσικού στόλου το 493 π.Χ και αργότερα ο Δαρείος επέκτεινε την Αυτοκρατορία του στο Ανατολικό Αιγαίο και στην Προποντίδα. Το 492 π.Χ, καθώς η Ιωνική Επανάσταση είχε λήξει, ο Δαρείος έστειλε στρατό, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου, ο οποίος ανάκτησε τη Θράκη και ανάγκασε τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν με την Περσία – τελικά, όμως, ο Περσικός στόλος καταστράφηκε λόγω θύελλας στο Όρος Άθως.

Μετά από δύο έτη, ο Δαρείος – που είχε συμβούλους στην αυλή του τους εξόριστους από την Αθήνα Πεισιστρατίδες και τον επίσης εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο – έστειλε στρατό στην Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Αρταφέρνη (γιο του Σατράπη των Σαρδέων) και του Δάτη (Μήδου ναύαρχου), με διαταγές να καταλάβουν τις Κυκλάδες, να τιμωρήσουν τη Νάξο για την αντίσταση κατά των Περσών (πριν την Ιωνική Επανάσταση) και να τιμωρήσουν τις πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας.

Αφού κατέλαβαν το Αιγαίο, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ερέτρια. Παρά την αντίσταση της, ο Εύφορβος ο Αλκιμάχου και ο Φίλαγρος ο Κυνέου άνοιξαν τις πύλες της πόλης στους Πέρσες, οι οποίοι την κατέστρεψαν και έστειλαν πολλούς αιχμάλωτους στην Περσία. Τότε, οι Πέρσες κινήθηκαν προς την Αθήνα.

Προς τον Μαραθώνα

Oι Ερετριείς είχαν ήδη πληροφορηθεί τη δύναμη που εκστράτευε εναντίον τους και βρίσκονταν σε απόγνωση. H πρώτη κίνησή τους ήταν να καλέσουν τους Αθηναίους σε βοήθεια και οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν – άλλωστε ο κίνδυνος ήταν κοινός – αποστέλλοντας τους 4.000 Αθηναίους κληρούχους της Εύβοιας προς ενίσχυση των συμμάχων τους. Ωστόσο, η κατάσταση στην Ερέτρια ήταν χαοτική, αφού οι αντιμαχόμενες παρατάξεις δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία. Άλλοι υποστήριζαν την παράδοση, οι περισσότεροι την αντίσταση και άλλοι τη φυγή.

Oι Αθηναίοι, διαπιστώνοντας την κατάσταση αυτή και αφού – σύμφωνα με τον Ηρόδοτο – έλαβαν σχετικές προειδοποιήσεις από έναν εξέχοντα κάτοικο της Ερέτριας, τον Αισχίνη, αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Oι Ερετριείς από την πλευρά τους αποφάσισαν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη τους και να αντισταθούν στον ισχυρότερο εχθρό. Oπως αποδείχτηκε, όμως, αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη τακτική, αφού η περίφημη περσική διπλωματία κατόρθωσε μετά από επτά ημέρες πολιορκίας και σκληρότατων μαχών, κατά τις οποίες οι πολιορκημένοι αντέταξαν γενναία άμυνα, να παραδώσει την πόλη στο Δάτι και στον Αρταφέρνη.

Δύο από τους πλέον επιφανείς Ερετριείς, που προφανώς είχαν δωροδοκηθεί από πράκτορες του Μεγάλου Βασιλέα, ο Εύφορβος και ο Φίλαγρος, ήταν αυτοί που παρέδωσαν την πόλη στους Πέρσες. Eκείνοι, αφού έκαψαν τα πάντα και έσφαξαν πολλούς κάτοικους, εξανδραπόδισαν τους υπόλοιπους. Αφού τέλειωσαν με την Ερέτρια, οι Πέρσες έμειναν λίγες μέρες στην περιοχή για να γιορτάσουν τη νίκη τους, να ανεφοδιαστούν και να ετοιμαστούν για την επόμενη φάση της εκστρατείας τους, την επίθεση κατά της Αθήνας.

Ο Ιππίας υπέδειξε ως καταλληλότερη περιοχή για την απόβαση, ώστε να είναι ευχερής η κίνηση και του ιππικού που συνόδευε το σώμα, το Μαραθώνα. H πρότερη εμπειρία του, κατά την περίοδο που οι Σπαρτιάτες βοηθούσαν τους Αθηναίους να αποτινάξουν την τυραννία του, του είχε δείξει ότι ο Μαραθώνας ήταν ιδανικός για επιχειρήσεις ιππικού, θα επέτρεπε την ανενόχλητη αποβίβαση και οργάνωση του στρατεύματος και ήταν αρκετά κοντά στην πόλη.

Oι Αθηναίοι σύντομα ενημερώθηκαν για την άφιξη των Περσών στο Μαραθώνα και απέστειλαν το δικό τους στράτευμα, αποτελούμενο από 10.000 οπλίτες, τους οποίους ενίσχυσαν με 1.000 οπλίτες (το σύνολο της δύναμης που μπορούσαν να παρατάξουν) οι Πλαταιείς, που είχαν καταστεί μέρος της ευρύτερης πολιτείας των Αθηναίων. Εδώ υπάρχει ένα κενό στις διηγήσεις των πηγών και ιδιαίτερα στη βασική πηγή για τη μάχη, τον Ηρόδοτο. Tο κενό είναι ότι για ψιλούς και ιππείς δεν μας διηγείται το παραμικρό ο Ηρόδοτος, που περιορίζει την αναφορά του στους οπλίτες, ο αριθμός των οποίων την εποχή των Μηδικών υπολογίζεται στους 10.000.

Mε δεδομένη την πολιτική αναταραχή που είχε προκληθεί στην πόλη και τις πιέσεις κάποιων «νοσταλγών» των Πεισιστρατιδών, όσων τουλάχιστον δεν είχαν εξοριστεί από την πόλη, καθώς και κάποιων «άλλων» (των Αλκμεωνίδων, όπως υπονοούν οι περισσότερες πηγές, αν και ο Ηρόδοτος το διαψεύδει), ακόμη και η αναχώρηση του συνόλου των οπλιτών και αγνώστου αριθμού «ψιλών» και δούλων μοιάζει παρακινδυνευμένη για τους Αθηναίους, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που είχε τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αναχωρήσει και να πλεύσει ταχύτατα προς το Φάληρο.

Oι Αθηναίοι προσέβλεπαν επίσης στη – μετέπειτα μεγάλη αντίπαλό τους – Σπάρτη για βοήθεια και μάλιστα απέστειλαν τον κήρυκα Φειδιππίδη στην κοιλάδα του Ευρώτα για να ζητήσει βοήθεια. O τελευταίος, αφού διένυσε την απόσταση μεταξύ Αττικής και Σπάρτης σε λίγο περισσότερο από 24 ώρες, παρουσιάστηκε μπροστά στους εφόρους και ζήτησε βοήθεια. Oι Σπαρτιάτες δήλωσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν, αλλά θρησκευτικοί λόγοι τούς εμπόδιζαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο.

Oι Αθηναίοι φυσικά δεν μπορούσαν να περιμένουν, οπότε μαζί με τους Πλαταιείς βάδισαν γοργά προς την πεδιάδα του Μαραθώνα, για να αντιμετωπίσουν τους «βαρβάρους». Με τη συμβουλή του Ιππία, οδηγού της Περσικής στρατιάς, ο οποίος προοριζόταν να διοικήσει, μετά την επικράτηση των Περσών επί των Αθηναίων, την Αθήνα ως τύραννος με Περσική εποπτεία, τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Ο στόλος πρέπει να αγκυροβόλησε στην ανατολική άκρη του κόλπου, κοντά στην Κυνόσουρα, όπου στρατοπέδευσε και το πεζικό. Μια μικρή λίμνη τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τον στρατό και τα άλογα.

Η πλατιά πεδιάδα ήταν επίσης κατάλληλη και για τις ασκήσεις του ιππικού. Επιπλέον, η πεδιάδα του Μαραθώνα είχε και καλή οδική σύνδεση με την Αθήνα, πράγμα σημαντικό για τις κινήσεις μιας μεγάλης στρατιάς. Ο Ιππίας σίγουρα επέλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία μετά από ώριμη σκέψη. Οι γεωργοί της περιοχής αυτής θεωρούνταν ιδιαίτερα φιλικοί προς τους τυράννους. Η ανάμνηση του Πεισίστρατου, που και αυτός αποβιβάστηκε εδώ με στρατό μισθοφόρων το 530 π.Χ., ήταν ασφαλώς ζωντανή στη μνήμη τους. Οι Πέρσες δεν αντιμετώπισαν αντίσταση, κατόρθωσαν να αποβιβαστούν με την ησυχία τους και να ετοιμαστούν για την επίθεση εναντίον της Αθήνας.

Πρελούδιο

Οι Πέρσες, αφού πέρασαν την Αττική, στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα (40 χιλιόμετρα από την Αθήνα) μετά από συμβουλή του Ιππία. Αρχηγός της Αθηναϊκής δύναμης ήταν ο Μιλτιάδης, ο οποίος ήξερε καλά τις Περσικές τακτικές, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών του Μαραθώνα. Ταυτόχρονα, ο Φειδιππίδης, κήρυκας και δρομέας από την Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, αλλά οι Σπαρτιάτες, επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους, απάντησαν ότι θα στείλουν στρατό μετά την πανσέληνο.

Μόνο χίλιοι οπλίτες από τις Πλαταιές έφθασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν τους Αθηναίους. Για πέντε ημέρες, οι δύο στρατοί δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλο. Τα πλευρά των Αθηναίων, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Νέπως, ήταν καλά προστατευμένα από τους ψηλούς λόφους. Κατά τον Τομ Χόλλαντ, αυτό εξυπηρετούσε τη στρατηγική των Αθηναίων, οι οποίοι περίμεναν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι είχαν στη διοίκηση τους δέκα στρατηγούς, ένα από κάθε φυλή – πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάθε ημέρα διοικούσε ένας στρατηγός.

Γι’ αυτό, ο Μιλτιάδης αποφάσισε να επιτεθεί την ημέρα, κατά την οποία διοικητής του στρατού θα ήταν ο ίδιος. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Αθηναίοι θα διακινδύνευαν πολλά αν επετίθεντο πριν από την άφιξη των Σπαρτιατών. Ούτε οι Πέρσες ούτε οι Έλληνες ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια μάχη. Παρ’ ολ’ αυτά, παραμένει άγνωστη η αιτία που οδήγησε τους Αθηναίους να επιτεθούν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αθηναίοι είχαν μάθει από τους Ίωνες ότι οι Πέρσες απομάκρυναν τον ιππικό τους – αυτό αναφέρεται στο λεξικό «Σούδα»:

»Δάτιδος ἐμβαλόντος εἰς τὴν Ἀττικὴν τοὺς Ἴωνας φασιν, ἀναχωρήσαντος αὐτοῦ, ἀνελθόντας ἐπἰ τὰ δένδρα σημαίνειν τοῖς Ἀθηναίοις ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς, καὶ Μιλτιάδην συνιέντα τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν συμβαλεῖν οὕτως καὶ νικῆσαι, ὅθεν καὶ τῆν παροιμίαν λεχθῆναι ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν διαλυόντων.»

Υπήρξαν πολλές παραλλαγές της θεωρίας αυτής, αλλά σύμφωνα με ιστορικούς, το Περσικό ιππικό είχε μεταφερθεί στα πλοία, έτσι ώστε να επιτεθεί στην Αθήνα όσο το πεζικό θα αντιμετώπιζε τους Αθηναίους στον Μαραθώνα – αυτή η παραλλαγή βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ότι το Περσικό πεζικό έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα. Κατά τον Λάνεζμπυ, οι Πέρσες βάδισαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους, κάτι που οδήγησε στην αρχή της μάχης – αργότερα όμως, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν.

Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο θεωρίες είναι η ορθότερη, παρ´ ολ´ αυτά είναι αποδεκτή κάποια δραστηριότητα των Περσών κατά την πέμπτη μέρα.

Η Κατάσταση στην Αθήνα  

Για τους Αθηναίους, η κατάσταση είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έστειλαν τον δρομέα-κήρυκα Φειδιππίδη στη Σπάρτη για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Αυτός κάλυψε την απόσταση των 220 χιλιομέτρων μέσα σε δύο μέρες. Οι αγγελιαφόροι αυτοί, ένας από τους οποίους ήταν και ο Φειδιππίδης, είχαν ειδική εκπαίδευση και μπορούσαν να τρέξουν απόσταση 100 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Η Σπάρτη, μάλλον, υποσχέθηκε την υποστήριξή της, αλλά θρησκευτικοί ή λόγοι εσωτερικής πολιτικής εμπόδισαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν αμέσως στρατεύματα.

Συνεπώς, η Αθήνα ήταν αναγκασμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. Βοήθεια ήρθε μόνο από την πόλη της Βοιωτίας, τις Πλαταιές. Μαζί με τα στρατεύματα αυτά, οι μάχιμες δυνάμεις των Αθηναίων πρέπει να έφταναν περίπου τους 8.000 άντρες. Η πόλη όμως δεν δεχόταν μόνο εξωτερική απειλή. Και μέσα στα τείχη υπήρχε ισχυρή Τυραννόφιλη φατρία, που περίμενε μια αποδυνάμωση των δημοκρατικών δυνάμεων, για να ανακαταλάβει την εξουσία.

Παρά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια και τη σχετική ασφάλεια που πρόσφεραν τα τείχη της πόλης, τα οποία θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους Πέρσες και να περιμένουν την άφιξη των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη στην εκκλησία του δήμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη σχετική ασφάλεια των τειχών και να βαδίσουν κατά του εχθρού, για να αναχαιτίσουν την Περσική προέλαση προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, σε γενικές γραμμές, αξιολόγησαν σωστά τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφασίστηκε η απελευθέρωση των σκλάβων που μπορούσαν να πολεμήσουν και σε όσους θα έπεφταν στη μάχη θα αποδίδονταν οι ίδιες τιμές με εκείνες των Αθηναίων πολιτών. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πρέπει να είχε γίνει η κύρια δύναμη του στρατού, από την εποχή του Κλεισθένη.

Οι Αθηναίοι Εκστρατεύουν στον Μαραθώνα

Οι Αθηναίοι οπλίτες και οι υποστηρικτές τους, οι Πλαταιείς, βάδισαν προς τον Μαραθώνα. Για την πορεία αυτή υπήρχαν δύο δρόμοι διαθέσιμοι. Ο πρώτος ήταν η κύρια οδός μέσω της Παλλήνης, που περνά από τη ΝΑ πλευρά της Πεντέλης και καταλήγει στην πεδιάδα του Μαραθώνα, και ο δεύτερος ήταν η συντομότερη οδός μέσω Κηφισιάς, στις ΒΔ πλαγιές της Πεντέλης, που ήταν και η πιο δύσκολη. Για ένα μεγαλύτερο στράτευμα μοναδική επιλογή ήταν η κύρια οδός. Φτάνοντας στον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι πήραν θέσεις στη ΒΔ πλαγιά του λόφου Αγριλίκι, τμήμα της Πεντέλης.

Η θέση αυτή είχε επιλεγεί μετά από ώριμη σκέψη, καθώς τους επέτρεπε να ελέγχουν τον δρόμο προς την Αθήνα και, αν ήταν ανάγκη, να τον αποκλείσουν. Η δίοδος εδώ, μεταξύ βουνού και ελώδους πεδιάδας, ήταν σχετικά στενή. Παράξενο φαίνεται ότι το στρατόπεδο των Περσών έμεινε προφανώς ανοχύρωτο, δηλαδή χωρίς τάφρους και αναχώματα. Προκαλεί μεγάλη έκπληξη η απουσία ακόμα και της πιο βασικής οχύρωσης, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης ήταν πεπειραμένοι στρατηγοί, αλλά είχαν στη διάθεσή τους και αρκετό χρόνο για οχυρωματικά έργα.

Τα προ της Μάχης Γεγονότα

Η αποτυχία των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα κατά την πρώτη εκστρατεία τους υπό τον Μαρδόνιο το 492 π.Χ, δεν τους αποθάρρυνε. Ο Δαρείος διέταξε νέες προπαρασκευές για να επανέλθει κατά της Ελλάδας και ταυτόχρονα έστειλε κήρυκες, ζητώντας από τις Ελληνικές πόλεις να προσ­φέρουν «Γην και Ύδωρ», τα σημεία της υποταγής. Πολλές από αυτές συμμορ­φώθηκαν προς το αίτημα της υποταγής, οι Αθηναίοι όμως και οι Σπαρτιάτες έρριψαν τους κήρυκες οι πρώτοι στο βάραθρο και οι δεύτεροι στο «Φρέαρ», για να λάβουν από εκεί γη και ύδωρ.

Την άνοιξη του 490 π.Χ, αφού ολοκληρώθηκαν οι προπαρασκευές στα πα­ράλια της Κιλικίας, ο Δαρείος έστειλε το νέο και καλά προπαρασκευασμένο εκστρατευτικό σώμα του, υπό τους Δάτη και Αρταφέρνη, με σκοπό να κατα­στήσουν φόρου υποτελείς όλους τους Έλληνες που είχαν αρνηθεί υποταγή και ιδιαίτερα να κατακτήσουν την Ερέτρια και την Αθήνα. Ειδικότερα μάλι­στα, «εξανδραποδίσαντες Αθήνας και Ερέτριαν, αγαγείν εαυτώ εις όψιν τα ανδράποδα».

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Πριν την Μάχη

Η Περσική απόβαση στο Μαραθώνα στις αρχές του έτους του άρχοντα Φαινίππου (για μας αρχές Σεπτεμβίου του 490 π.Χ.), δεν ήταν κάτι αναπάντεχο. Τα απειλητικά σύννεφα από την Aνατολή είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από χρόνια, μια δεκαετία τουλάχιστον.

Αναζητώντας ύστερα από χρόνια τα απώτερα αίτια της σύγκρουσης, ο Ηρόδοτος, αφού αναφερθεί με κάποια ειρωνεία στις παλιές ιστορίες για απαγωγές γυναικών, από την Ιώ και την Ευρώπη έως την Ελένη και την άλωση της Τροίας, δεν μπορεί ως ιστορικός να μην αναγνωρίσει ως αιτία των δεινών την επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων του εσωτερικού της Ασίας –των Λυδών πρώτα, στη συνέχεια των Περσών–, να επεκταθούν προς τα δυτικά, στα παράλια του Αιγαίου και να κατακτήσουν το πιο πλούσιο κομμάτι του Ελληνισμού.

Ο μεγάλος 5ος αιώνας θα άρχιζε έτσι, με την αναπόφευκτη σύγκρουση δύο μεγάλων εθνών και δύο ακμαίων πολιτισμών. Από τη μια πλευρά, βρίσκεται η αχανής πολυπολιτισμική Περσική Αυτοκρατορία με σύνορα την Ινδία και το Αιγαίο, τις Σκυθικές στέπες και την έρημο της Αφρικής. Απέναντί της, ο αλληλοσπαρασσόμενος μικρόκοσμος των Ελληνικών πόλεων, με το αγωνιστικό πνεύμα και την –αδιανόητη για τους Πέρσες– συνείδηση ισότητας και ελευθερίας, που εκφράζονται στην παλαίστρα, στην Εκκλησία του Δήμου και στη φάλαγγα των οπλιτών.

Oι Έλληνες παρατάχθηκαν, ώστε να είναι ασφαλείς από τυχόν επιδρομές του Περσικού ιππικού, στους λόφους αντίκρυ από την πεδιάδα που ορίζεται από την παραλία του Μαραθώνα, όπου ναυλοχούσε ο πολυάριθμος στόλος των Περσών, και οι στρατηγοί άρχισαν έναν ατέλειωτο κύκλο διαβουλεύσεων, διαπιστώνοντας το μέγεθος του περσικού στρατεύματος. Θα πρέπει να κατανοήσουμε την ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων και Πλαταιέων μαχητών, που δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες.

H εικόνα ενός ογκώδους αλλά χωρίς ευελιξία Περσικού στρατεύματος, ανομοιογενούς και δίχως βαρύ πεζικό, που έχανε σε όλες τις αναμετρήσεις του με τους βαρύτερους και στρατιωτικά επαρκέστερους Έλληνες, είναι παραπλανητική και παντελώς εσφαλμένη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Πέρσες αντιμετώπιζαν τους Έλληνες και έως τότε οι Έλληνες είχαν χάσει τις περισσότερες μάχες! Στην Ιωνία, στη Θράκη, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου, όπου οι Πέρσες συναντούσαν Έλληνες, υπερίσχυαν.


Oι Πέρσες βασιζόμενοι όχι μόνο στους μεγάλους αριθμούς, αλλά και στη μαχητική ικανότητα ενός εξαίρετου μέσου και ελαφρού πεζικού και του καλύτερου ιππικού της εποχής, είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μία τεράστια Αυτοκρατορία. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν ήταν οι ανεκπαίδευτοι χωρικοί, που μερικοί θεωρούν ότι ήταν. Δεν γνωρίζουμε την φυλετική σύνθεση του στρατεύματος των Δάτι και Αρταφέρνη.

Μπορούμε να συμπεράνουμε, βάσει των σχετικών στοιχείων, ότι ο πυρήνας τους ήταν Πέρσες, μέλη του τακτικού στρατού, ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει και Σάκες, νομαδικός λαός Ιρανικής καταγωγής, που πολεμούσαν ως ελαφρύ πεζικό («Τακαμπάρα», κατά την Περσική στρατιωτική ορολογία) με τόξο και ελαφρά επιθετικά όπλα, όπως σαγαρίδες (μικρούς πελέκεις). Oι Πέρσες ήταν βαρύτερα οπλισμένοι.

Η Προετοιμασία

Η Αυτοκρατορία –όπως κάθε μεγάλη δύναμη– δεν γνωρίζει όρια: το απέδειξε η υποταγή της Θράκης και της Μακεδονίας. Την αφορμή για την επέκταση των Περσικών συνόρων πέρα από τα υδάτινα σύνορα του Στρυμόνα και του Αιγαίου, έμελλε να δώσει ο ξεσηκωμός των Ιώνων (499-493 π.Χ.). Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει ο Μέγας Βασιλεύς την »αψήφιστη» πρόκληση των Αθηναίων και των Ερετριέων, που είχαν τολμήσει, μόνες από τις Ελληνικές μητροπολητικές πόλεις, να βοηθήσουν ενεργά τους Ίωνες επαναστάτες;

Αυτός, που ως κοσμοκράτορας θεωρούσε ότι και έξω από το κράτος του δεν υπήρχαν παρά εν δυνάμει υποτελείς, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια εστία αναταραχής και αμφισβήτησης του κύρους της Αυτοκρατορίας του στα δυτικά της σύνορα. Του το υπενθυμίζαν οι εξόριστοι Πεισιστρατίδες αλλά και η καθημερινή επωδός του υπηρέτη του: «να μη ξεχνά τους Αθηναίους». Έχοντας απέναντί του μόνο δούλους, ο Πέρσης βασιλιάς, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τη σημασία της ελευθερίας για τους Έλληνες.

Πώς θα μπορούσε συνεπώς να προβλέψει ότι τα δεινά των Ιώνων μετά την καταστολή της επανάστασης (οι καμένες πόλεις, οι εξανδραποδισμοί, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών), αντί να αποδυναμώσουν, θα ατσάλωναν ακόμα περισσότερο τη θέληση των ελληνικών πόλεων για αντίσταση στην Περσική επεκτατικότητα.

Τα πρώτα νέα για τις πολεμικές προετοιμασίες πρέπει να τα έφεραν ναυτικοί περαστικοί από τα λιμάνια της Φοινίκης και της Συρίας, της Μικράς Ασίας και της Κύπρου, όπου από μήνες ετοιμάζονταν τα καράβια –ανάμεσά τους και ειδικά πλοία για τη μεταφορά ίππων– της πιο μεγάλης αποβατικής επιχείρησης που γνώριζε έως τότε η ιστορία. Ακολούθησαν, όλο και πιο ανησυχητικές πληροφορίες, για τη συγκέντρωση τεράστιου στρατού στην πεδιάδα των Αλών στην Κιλικία.

Η εντολή που ο Μέγαλος Βασιλεύς είχε δώσει στους δύο ικανότατους στρατηγούς, το Μήδο Δάτη και τον δικό του ανιψιό Αρταφέρνη, ήταν να καταλάβουν την Ερέτρια και την Αθήνα, και να φέρουν μπροστά του δούλους τους κατοίκους των δύο πόλεων. Ο στόλος, έτοιμος, 600 πλοία, κατά τον Ηρόδοτο –ένας συμβατικός αριθμός, που ξανασυναντήσαμε στη Λάδη κατά την Ιωνική επανάσταση και θα τον ξαναβρούμε διπλασιασμένο στη Σαλαμίνα‒, δεν θα ακολουθήσει τη διαδρομή κατά μήκος των παραλίων της Ιωνίας και της Θράκης.

Από τη Σάμο θα πλεύσει δυτικά, προς τις Κυκλάδες. Η παλιά θαλασσοκράτειρα, η περήφανη Νάξος θα καταστραφεί– τα υπόλοιπα νησιά, με εξαίρεση την ιερή Δήλο, που αντιμετωπίζεται με διπλωματικό σεβασμό, θα υποχρεωθούν να δώσουν πλοία και ομήρους.

Η στιγμή φαινόταν ευνοϊκή για τα Περσικά σχέδια, καθώς στην Αθήνα από καιρό μαινόταν η διαμάχη για το μέλλον της νέας Κλεισθένειας ισόνομης πολιτείας, ανάμεσα στην αριστοκρατική παράταξη με επικεφαλής το Μιλτιάδη –αμφιλεγόμενο παλαιό τύραννο της Χερσονήσου στη Θράκη–, τους Αλκμεωνίδες, που είχαν πρωτοστατήσει στην εκδίωξη των τυράννων και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, καθώς και το Θεμιστοκλή, που οραματιζόταν ήδη μια διαφορετική Αθήνα, μια ναυτική ηγεμονία, βασισμένη στο πλήθος των θητών.

Ωστόσο, ο κίνδυνος, που μέρα με τη μέρα ζυγώνει, με τα φοβερά νέα της κατάληψης της Νάξου, της καταστροφής της Καρύστου και της πολιορκίας της Ερέτριας, θα τους συσπειρώσει. Οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατόν να μείνουν απαθείς μπροστά στην καταστροφή που απειλούσε τη σύμμαχό τους πόλη. Ήδη με τα πρώτα νέα είχε δοθεί εντολή στους 4.000 Αθηναίους κληρούχους της Χαλκίδας να σπεύσουν σε βοήθεια της Ερέτριας. Αποφασιστικός υπήρξε εκείνη τη στιγμή ο ρόλος του Μιλτιάδη, γνώστη των Περσικών πραγμάτων ήδη από τις εκστρατείες των Περσών στη Θράκη.

Απομυθοποιώντας τις διογκωμένες από τη φιλοπερσική παραπληροφόρηση φήμες για την τρομερή υπεροπλία των Περσών, όντας ο ίδιος πεπεισμένος ότι ο Δάτης είχε κάθε λόγο να αποφύγει την ενώπιον του εχθρού απόβαση στο Φάληρο, με τους κινδύνους ολοκληρωτικής καταστροφής που αυτή έκρυβε, πείθει τους Αθηναίους να επιλέξουν την επιθετική –εκτός των τειχών– αντιμετώπιση του εχθρού. Με το ψήφισμα που περνάει στην τρομοκρατημένη Εκκλησία του Δήμου, αποκλείεται η παράδοση και αποφασίζεται γενική επιστράτευση.

Επιστρατεύονται ακόμη και οι δούλοι, που γι’ αυτόν το σκοπό απελευθερώνονται. Ημερομηνίες δεν αναφέρονται. Πρέπει να ήταν η 6η μέρα του Βοηδρομιώνος (μέσα Σεπτεμβρίου – μέσα Οκτωβρίου), γιορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, όταν έφθασε η είδηση της πολιορκίας της Ερέτριας και αποφασίστηκε η επιστράτευση. Τη μέρα θα θυμίζει στα χρόνια που θα έρθουν, το τάμα του Μιλτιάδη να θυσιάζουν οι Αθηναίοι κάθε χρόνο στη θεά μία κατσίκα για κάθε νεκρό Πέρση.

Συνεπώς, η πολιορκία της Ερέτριας κρατούσε ακόμα όταν –την 8η του μήνα– έπεσε σαν κεραυνός στην Αθήνα η είδηση της απόβασης στο Μαραθώνα. Η απειλή είχε λάβει πια συγκεκριμένη μορφή, και ο συγκεντρωμένος στο άστυ στρατός θα σπεύσει με όλες τις δυνάμεις του στον τόπο, όπου θα κρινόταν η τύχη της πόλης. Την ίδια μέρα φεύγει ως κήρυκας με αίτημα για βοήθεια ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης. Θα φτάσει –όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος– στη Σπάρτη την επομένη, στις 9 του μήνα, έχοντας διανύσει 250 χλμ., ένα μοναδικό κατόρθωμα.

Μπροστά στους εφόρους θα διεκτραγωδήσει τα δεινά της Ερέτριας –η οποία, όπως δείχνουν οι ημερομηνίες δεν φαίνεται να είχε ακόμη πέσει– και θα απευθύνει έκκληση να μην ανεχθούν οι Σπαρτιάτες την υποδούλωση στους Πέρσες μιας αρχαιότατης Ελληνικής πόλης, όπως η Αθήνα. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, όχι όμως πριν από την πανσέληνο, καθώς έτσι το επέβαλαν τα θρησκευματικά τους έθιμα –ο Πλάτων αναφέρει ως πραγματική αιτία την επανάσταση των Μεσσήνιων ειλώτων.

Οι Αθηναίοι μπορεί να έμειναν πια μόνοι απέναντι στον τρομερό εχθρό, όμως πάνω σε αυτή ακριβώς τη μοναξιά θα θεμελίωναν την αυριανή δόξα και τη μελλοντική ηγεμονική τους θέση στην Ελλάδα.

Η Επιλογή της Τοποθεσίας το Πεδίο της Μάχης

Ο χώρος πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας βάσης για την προέλαση προς την Αθήνα. Μια εκτεταμένη, ομαλή και προφυλαγμένη από τους βόρειους ανέμους παραλία, κοντά στην Ερέτρια και σε απόσταση ασφαλείας από το άστυ– επιπλέον μια εύφορη, πλούσια σε νερά και καρπούς πεδιάδα, κατάλληλη για τη συντήρηση μεγάλου αριθμού οπλιτών και την ανάπτυξη του Περσικού ιππικού, φυσικά οχυρή θέση χάρη στα βουνά που την περιβάλλουν από τις τρεις πλευρές και τη θάλασσα στα ανατολικά– τέλος, με πληθυσμό φιλικό προς τους Πεισιστρατίδες, όπως πίστευε ακόμη ο γέροντας Ιππίας.

Η πεδιάδα του Μαραθώνα, που βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Αθήνας, έχει σήμερα μήκος περίπου 10 χιλιόμετρα και πλάτος 2-3 χιλιόμετρα και εκτείνεται από το ακρωτήριο της Κυνόσουρας στο Βορρά μέχρι το ακρωτήριο Κάβο στο Νότο, σε σχήμα μισοφέγγαρου γύρω από τον κόλπο του Μαραθώνα. Προς την μεριά της στεριάς απομονώνεται από λόφους. Ο πιο βόρειος λόφος, το Σταυροκοράκι, χωρίζεται από το Κοτρώνι από την κοίτη της ρεματιάς Χαράδρα. Το ρέμα έρχεται από τη λίμνη του Μαραθώνα και διαρρέει το σημερινό χωριό του Μαραθώνα με κατεύθυνση προς τη θάλασσα.

Οι γεωλόγοι υποθέτουν ότι στους κλασικούς χρόνους στην πεδιάδα υπήρχε ένα μικρό εμπόδιο στη ρεματιά. Ανάμεσα στο Κοτρώνι και τον Αφορισμό εκτείνεται η κοιλάδα της Αυλώνας και κοντά στο χωριό Βρανά (πιθανόν το χωριό Μαραθώνας της κλασικής εποχής), η κοιλάδα καταλήγει στο φαράγγι της Ραπεντόζας, που εκτείνεται προς το Βορρά, ΒΑ από τον οικισμό Ραπεντόζα, ανάμεσα στο λόφο Αφορισμό και το Αγριλίκι, το νοτιότερο φυσικό φράγμα της πεδιάδας.

Στα βόρεια της πεδιάδας βρίσκεται το «Μέγα Έλος» (σήμερα υπάρχουν εκεί αρδευτικά κανάλια), που εκτείνεται από το Σταυροκοράκι μέχρι τους πρόποδες της Κυνόσουρας, όπου τελειώνει στη μικρή αλμυρή λίμνη Δρακονέρα. Το «Μικρό Έλος» βρισκόταν στο νότιο άκρο και μάλλον σχηματίστηκε μετά τους κλασικούς χρόνους. Σήμερα ένα τμήμα του έχει αποξηρανθεί.

Δυνάμεις και Σχέδια 

Αθηναίοι

Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στο μέγεθος του Αθηναϊκού στρατού – από την άλλη, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος δηλώνουν ότι οι Αθηναίοι διέθεταν 9.000 οπλίτες (και άλλους χίλιους από τις Πλαταιές), αν και ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αυτοί οι αριθμοί είχαν συγκριθεί μ’ αυτούς που δίνει ο Ηρόδοτος για τη μάχη των Πλαταιών. Ο Παυσανίας περιγράφει επίσης ένα μνημείο προς τιμή των δούλων, οι οποίοι απελευθερώθηκαν λόγω της συνεισφοράς τους στον Μαραθώνα. Αυτοί οι αριθμοί είναι αποδεκτοί σήμερα.

Ο Στρατός των Αθηναίων συγκροτήθηκε από 10 φυλές, η καθεμιά από 1000 άνδρες, σύνολο 10.000 άνδρες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και ισάριθμοι «οπέονες», δηλαδή υπηρέτες ή βοηθοί τους. Για ενίσχυση των Αθηναίων προσέτρεξαν στο Μαραθώνα και 1.000 Πλαταιείς. Οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αφού πρώτα γίνει πανσέληνος, δηλαδή μετά 6 ημέρες.

Όταν οι Πέρσες άρχισαν την απόβασή τους στο Μαραθώνα, το πολεμικό συμβούλιο των 10 Στρατηγών, στην Αθήνα, συνήλθε για να αποφασίσει την αντιμετώπισή τους. Προς τούτο, προβλήθηκαν τρεις τρόποι ενέργειας. Ο πρώτος, να περιοριστούν στην Άμυνα των Αθηνών. Ο Δεύτερος, να αμυνθούν στην προωθημένη τοποθεσία της Παλλήνης. Και ο τρίτος, να τρέξουν στο Μαραθώνα και να επιτεθούν κατά του εχθρού.

Τελικά επικράτησε η τρίτη άποψη που υποστηρίχτηκε και από το Μιλτιάδη, με το επιχείρημα ότι θα εξυψωνόταν το ηθικό των Αθηναίων και θα επιδρούσε δυσμενέστατα μια τέτοια απόφαση στο ηθικό των Περσών. Και πράγματι κινήθηκαν αμέσως προς το Μαραθώνα, διανύοντας μέσα σε μία νύχτα 40 χιλιόμετρα, και στρατοπέδευσαν στη νότια είσοδο της κοιλάδας του ρύακα Βρανά (πλησίον του τεμένους του Ηρακλέους), από όπου ο Μιλτιάδης μπορούσε να επιτηρεί τις διαβάσεις προς την Αθήνα. Επιπλέον λόγω της κλίσεως και του δασώδους του εδάφους, ήταν αρκετά δύσκολη πιθανή δράση του εχθρικού Ιππικού.

Σε νέο συμβούλιο των Στρατηγών, οι γνώμες τους διχάστηκαν και άλλοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν πριν έρθουν και οι Σπαρτιάτες, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Μιλτιάδης, ήθελαν αμέσως τη μάχη, επωφελούμενοι από την απραξία και τη διστακτικότητα των Περσών. Τελικά, με τη συνδρομή και του πολέμαρχου Καλλίμαχου, επικράτησε η γνώμη του Μιλτιάδη και όλοι οι Στρατηγοί παραχώρησαν την ημέρα της στρατηγίας τους στο Μιλτιάδη, οπότε παρακάμφθηκε και το μειονέκτημα της ανά μία ημέρα διοικήσεως του Στρατού.

Όταν οι Πέρσες ολοκλήρωσαν την αποβίβασή τους στο Μαραθώνα, οργάνωσαν το στρατόπεδό τους κατά μήκος της βόρειας όχθης του ποταμού Οινόη (Χαράδρου). Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, το ένα απέναντι στο άλλο, παρέμειναν αδρανή για 8 ημέρες, χωρίς οι Πέρσες να τολμήσουν επίθεση, γιατί η ταχεία εμφάνιση του Αθηναϊκού Στρατού τους είχε φοβίσει. Τελικά, αποφάσισαν να επιβιβαστούν στα πλοία και να πλεύσουν στο Σαρωνικό, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν την Αθήνα χωρίς στρατό. Όμως, ο Μιλτιάδης αντιλήφθηκε την επιβίβαση του εχθρικού Ιππικού και έκρινε κατάλληλη την περίσταση για να επιτεθεί.

Το Σχέδιο Επιθέσεως του Μιλτιάδη δύναται να διατυπωθεί ως εξής: «Εξίσωση του μετώπου της Ελληνικής Παρατάξεως με το μέτωπο των Περσών (1625 μέτρα), προς αποφυγή της κυκλώσεως. Διάταξη του Στρατού, όσον αφορά στο κέντρο ασθενής (2 φυλές σε βάθος 4 ζυγών), ενώ στα Άκρα (ή πτέρυγες ή κέρατα) ισχυρή (ανά 4 φυλές στο δεξιό και αριστερό και σε βάθος 8 ζυγών. Επιπλέον, στο άκρο αριστερό οι Πλαταιείς επί βάθους 8 ζυγών). Επιθετική ενέργεια κυρίως με τα άκρα, κατά των πλευρών της εχθρικής διατάξεως, προς αποδιοργάνωση και καταδίωξη των Περσών».

Ο παραπάνω ελιγμός του Μιλτιάδη προέκυψε από τις γενικές γνώσεις του επί της τακτικής των Περσών και τις συγκεκριμένες πληροφορίες του στο χώρο του Μαραθώνα. Ειδικότερα, γνωρίζοντας ότι το κέντρο της εχθρικής διατάξεως ήταν συνήθως το ισχυρότερο, ως αποτελούμενο από επίλεκτα τμήματα, θα αντέτασσε εκεί άμυνα. Δεδομένου, επίσης, του γεγονότος ότι τα πλευρά της εχθρικής διατάξεως θα ήταν ακάλυπτα, λόγω της απουσίας του εχθρικού Ιππικού, και επομένως ασθενής, αποφάσισε εκεί να είναι ισχυρός και συνεπώς επιθετικός.

Πέρσες

Κατά τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 600 τριήρεις – δεν αναφέρει ωστόσο το μέγεθος του περσικού στρατού, αν και γράφει ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος. Ο Σιμωνίδης ο Κείος γράφει ότι οι Πέρσες διέθεταν 200.000 στρατιώτες – ο Κορνήλιος Νέπως γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 200.000 άνδρες πεζικό και 10.000 άνδρες ιππικό (από αυτούς σχεδόν οι μισοί πολέμησαν στον Μαραθώνα, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν στο Σούνιο).

Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας αναφέρουν, όπως και το λεξικό «Σούδα», ότι οι Πέρσες είχαν 300.000 στρατιώτες. Ο Πλάτωνας και ο Λυσίας αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν 500.000 στρατιώτες – ο Ιουστίνος δηλώνει ότι οι Πέρσες διέθεταν 600.000 άνδρες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Πέρσες διέθεταν από είκοσι με εκατό χιλιάδες άνδρες πεζικό και χίλιους ιππείς. Ακόμα και αν οι Αθηναίοι συγκέντρωναν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες στο Μαραθώνα, η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν τουλάχιστον δύο προς ένα.

Επιπλέον, αν τους συγκέντρωναν όλους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Αθήνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και μια πιθανή ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, καθώς δεν θα είχε στρατό για να αμυνθεί. Γι’ αυτό οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών, όπου μπορούσαν να περιμένουν τους Σπαρτιάτες – αυτό θα δυσκόλευε τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα.

Οι Πέρσες είχαν κυρίως ελαφρύ πεζικό, το οποίο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μετωπική επίθεση (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.) – γι’ αυτό οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και απρόθυμοι να επιτεθούν. Αν η απουσία του Πέρσικου ιππικού οδήγησε σε Αθηναϊκή επίθεση, σημαίνει ότι ένα μειονέκτημα για τους Αθηναίους (η πλαγιοκόπηση από το Περσικό ιππικό) μετατρέπονταν σε ένα κύριο πλεονέκτημα – αλλά, είναι πιθανόν ότι οι Πέρσες επιτέθηκαν, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αντέδρασαν.

Η στατική αμυντική θέση, κατά τον Λάζενμπαι, είχε λίγη λογική για τους Έλληνες, καθώς οι οπλίτες ήταν περισσότερο δυνατοί σε μάχη σώμα με σώμα. Κατά μια άλλη εκδοχή, ίσως οι Πέρσες επιτέθηκαν επειδή έμαθαν (ή υποψιάστηκαν) για πιθανές ενισχύσεις από τη Σπάρτη – είτε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν στον Μαραθώνα για πάντα. Ο Περσικός Στόλος έφτανε τα 600 πλοία. Σχετικά με το Στρατό, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι επρόκειτο περί «πολλού και ευ σκευασμένου».

Η πιθανότερη εκδοχή είναι, ότι ο πεζός στρατός των Περσών που χρησιμοποιήθηκε στο Μαραθώνα, γιατί το Ιππικό δε χρησιμοποιήθηκε, ανερχόταν σε 48.000 άνδρες. Το γενικό Σχέδιο Επιχειρήσεων των Περσών πρόβλεπε, διαδοχική απόκτηση ναυτικών βάσεων στο Αιγαίο και απόβαση στην Αττική για την κατάληψη των Αθηνών. Κατόπιν αυτού, αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα, το Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αφού πρώτα κατέλαβαν Σάμο, Νάξο, Δήλο και Ερέτρια Ευβοίας.

Οι Δυνάμεις των Αντιπάλων

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την περίφημη εκείνη σύγκρουση Ελλήνων και «βαρβάρων» είναι φτωχές. Συνοπτική –με μεγάλα κενά σε σύγκριση π.χ. με εκείνη των Πλαταιών ή τις περιγραφές του Θουκυδίδη– είναι η περιγραφή του Ηροδότου των τακτικών κινήσεων των αντιπάλων, ενώ προβληματική παραμένει (παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις) η τοπογραφία και η διάταξη των δυνάμεων στο χώρο: Το σημείο της απόβασης, οι θέσεις του περσικού στρατοπέδου, του δήμου του Μαραθώνος και του ιερού του Ηρακλέους –όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στρατοπέδευσαν οι Αθηναίοι– ακόμα και αυτές των τύμβων των πεσόντων.

Οι παραδιδόμενοι αριθμοί, που ανεβαίνουν παράλληλα με τη μυθοποίηση της μάχης από τους 90.000 (Λυκούργος, κατά Λεωκράτους) στους 210.000 (Κορνήλιος Νέπως) και τους 600.000 (Ιουστίνος), δεν αντιστοιχούν στο ελάχιστο, ούτε με το δυναμικό των τριήρεων (η κατάφρακτος τριήρης μπορεί να φέρει το πολύ 40 οπλίτες και η οπλιταγωγός ναυς 70, ενώ πολύ περισσότερα πλοία θα απαιτούσε η μεταφορά των ίππων), ούτε με την περιγραφή της μάχης, καθώς μια διπλάσια ή τριπλάσια εχθρική δύναμη θα σήμαινε αναπόφευκτα υπερκέραση του αθηναϊκού στρατού, καθιστώντας αδύνατη την παράταξή του.

Σήμερα η δύναμη των Περσών εκτιμάται ανάμεσα στους 12.000-15.000 (Doenges) και τους 25.000 (Hammond) άνδρες του πεζικού (οι 40.000 του Wallinga φαίνονται ήδη υπερβολικοί) και αντίστοιχα 200-1.000 ιππείς. Άγνωστο είναι και το ακριβές σημείο της απόβασης και στρατοπέδευσης στη μακριά παραλία του Μαραθώνα. Η στρατοπέδευση στη στενή θίνα του σημερινού Σχοινιά, ανάμεσα στο Μεγάλο Έλος και τη θάλασσα, στη βορειοανατολική άκρη της πεδιάδας, δεν προσφερόταν ούτε για τη δημιουργία βάσης εν αναμονή ενισχύσεων ή εξελίξεων, ούτε ‒ακόμα λιγότερο‒ για τον επιδιωκόμενο έλεγχο του παραλιακού δρόμου προς την Αθήνα.

Ακόμα πιο απίθανη φαίνεται η συχνά προτεινόμενη εγκατάσταση του Περσικού στρατηγείου –σε μια αποκομμένη από τα πλοία και το κύριο μέρος του στρατού– θέση, βόρεια του Μεγάλου Έλους. Πράγματι, η αφήγηση της μάχης δεν αφήνει αμφιβολία για τη θέση του περσικού στρατοπέδου δυτικά του χειμάρρου του Χάραδρου, στην περιοχή της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας.

Τα πλοία θα πρέπει να παρέμειναν έτοιμα προς απόπλουν, πίσω από τις γραμμές των Περσών, κοντά δηλαδή στο χώρο της απόβασης, στο τμήμα της παραλίας που από το Σχοινιά εκτεινόταν μέχρι τις εκβολές του Χάραδρου. Απέναντί τους οι Πέρσες θα βρουν έτοιμους να τους αντιμετωπίσουν, κλείνοντας το δρόμο προς την Αθήνα, περίπου 9.000 Αθηναίους (ο αριθμός υπολογίζεται με βάση την ονομαστική δύναμη των 1.000 ανδρών ανά φυλή, αφού αφαιρεθεί η απαραίτητη για την προστασία του άστεως εφεδρεία) στρατοπεδευμένους, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, στο ιερό του Ηρακλέους στις πύλες (την είσοδο) του Μαραθώνα.

Σαφώς μικρότερος, παρά την ενίσχυσή του με την άφιξη 1.000 Πλαταιέων, ο Αθηναϊκός στρατός έχει καλύτερο οπλισμό και υψηλό ηθικό, ενώ στις γραμμές του υπηρετούν μαζί με το Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, ο Αισχύλος μαζί με τον Αλκμεωνίδη Ξάνθιππο και τον τελευταίο απόγονο των Πεισιστρατιδών, στέλνοντας με αυτόν τον τρόπο στον εχθρό ένα απρόσμενο μήνυμα ενότητας. Ωστόσο, το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο ιστορικός αλλά και ο απλός αναγνώστης του Ηροδότου, δεν αφορά τόσο τις δυνάμεις των αντιπάλων ή τον τόπο της Περσικής απόβασης, όσο την ακολουθία των γεγονότων:

Εκείνο το ανεξήγητο, γεμάτο ένταση οκταήμερο της αναμονής, που μεσολαβεί από την άφιξη των Αθηναίων, την 8η ή 9η Βοηδρομιώνος έως τη μάχη, την 16η του ίδιου μήνα. Δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί η αυτοκαταστροφική αδράνεια του Δάτη, ο οποίος παραμένει άπραγος –στάση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την αδυναμία του να επιβάλλει τη μάχη, ούτε από την ελπίδα μεταστροφής της κοινής γνώμης στην Αθήνα.

Κατά συνέπεια, η στάση του Πέρση στρατηγού γίνεται κατανοητή μόνο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής (το είχε υποθέσει ήδη το 1926 ο Munro) με στόχο την ακινητοποίηση της δύναμης των Αθηναίων σε αυτή την άκρη της Αττικής, έως ότου –μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Εύβοιας από τον Αρταφέρνη– καταστεί δυνατή η επανένωση του περσικού στρατού και η επίθεση από το Φάληρο. Αντίθετα, η στάση των Αθηναίων είναι κατανοητή.

Ο Μιλτιάδης έχοντας πείσει –με τη βοήθεια του πολέμαρχου Καλλίμαχου– τους υπόλοιπους στρατηγούς για την ανάγκη αντιμετώπισης του εχθρού στο πεδίο της μάχης, όποτε ο ίδιος θα το έκρινε σκόπιμο και ανεξάρτητα από την κανονική σειρά εναλλαγής στη στρατηγία, περίμενε τη σπαρτιατική επικουρία ή την κατάλληλη ευκαιρία. Δεν γνωρίζουμε πότε το περσικό σχέδιο έγινε αντιληπτό και αν συνδέονται με αυτό οι θυελλώδεις συζητήσεις για την ανάθεση της στρατηγίας στο Μιλτιάδη, στις 12 του μηνός.

Τέσσερις μέρες ακόμη πέρασαν σε αναμονή, με τους Αθηναίους να παρακολουθούν τις κινήσεις των Περσών, ελπίζοντας ότι καθώς το νέο φεγγάρι πλησίαζε ο στρατός των Σπαρτιατών θα κατέφθανε.

Η Ημερομηνία της Μάχης

Έγιναν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί η ακριβής ημερομηνία της μάχης. Κατά τους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος χρονολογεί τα γεγονότα με το ηλιοσεληνιακό ημερολόγιο (συνδυασμός του ηλιακού και του σεληνιακού ημερολογίου).

Κατά τον Philipp August Böckh, η μάχη διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο). Παρολ’ αυτά, φαίνεται ότι η κάθε Ελληνική πόλη-κράτος είχε το δικό της ημερολόγιο – η ημερομηνία της μάχης εξαρτάται επίσης από την ημερομηνία που γιόρταζαν οι Σπαρτιάτες τα Κάρνεια. Θεωρείται πιθανό το γεγονός ότι το ημερολόγιο των Σπαρτιατών βρισκόταν κατά ένα μήνα πίσω από το Αθηναϊκό, άρα η μάχη (κατά το Σπαρτιατικό ημερολόγιο) διεξήχθη στις 12 Αυγούστου.

Οι Φάσεις της Μάχης

Για πρώτη φορά επί μητροπολιτικού εδάφους, οι Έλληνες θα αντιμετώπιζαν Πέρσες και πριν από τη μάχη όλα τα πλεονεκτήματα ήταν υπέρ των Περσών. Από τακτικής πλευράς, η μεγάλη ισχύς των Περσών σε τοξεύματα καθώς και το ότι διέθεταν σημαντικό ιππικό ήταν προβλήματα δισεπίλυτα για την Ελληνική πλευρά. Στο σημείο αυτό φάνηκε για μία ακόμη φορά η ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη.

Ουσιαστικά ήταν ο μόνος εκ των Ελλήνων που γνώριζε πολύ καλά και εκ των έσω (από τη συμμετοχή του ως «υποτελούς» στη Σκυθική εκστρατεία) πώς πολεμούσαν οι Πέρσες. Αυτός ήταν που φρόντισε να παρατάξει κατάλληλα τους Αθηναίους και τους Πλαταιείς, αφού βεβαίως τους έπεισε να δώσουν τη μάχη, και να τους οδηγήσει στο θρίαμβο.

1. H Ελληνική παράταξη είχε εξ αρχής σκοπό τη διπλή υπερκέραση και πραγματικά είναι απορίας άξιο πώς κάποιοι σύγχρονοι «ειδήμονες» θεωρούν ότι επιτεύχθηκε «κατά τύχη». Tα δύο «κέρατα» της παράταξης ήταν ενισχυμένα ως προς το βάθος τους, αφού όπως ήταν γνωστό στο Μιλτιάδη, οι Πέρσες τοποθετούσαν πάντα στο κέντρο τα πλέον αξιόμαχα τμήματά τους.

2. Oι αντίπαλες παρατάξεις ήρθαν σε επαφή, μετά τη δρομιαία έφοδο των Αθηναίων που εν πολλοίς εξουδετέρωσε τα τοξεύματα των Περσών και οι ενισχυμένες πτέρυγες άρχισαν να απωθούν τα τμήματα που βρίσκονταν απέναντί τους. Tο Αθηναϊκό κέντρο, υπό το βάρος της Περσικής ισχύος, άρχισε να παραχωρεί έδαφος, χωρίς ωστόσο να καταρρεύσει.

3. Tα δύο κέρατα είχαν ήδη απωθήσει τα αντίστοιχα Περσικά και συνέκλιναν για να πέσουν στα πλευρά και τα νώτα του περσικού κέντρου, που άρχισε να διαλύεται. H διπλή υπερκέραση επιτεύχθηκε, ίσως όχι με την τελειότητα του Αννίβα στις Κάννες, αλλά με παρόμοια συντριπτικά αποτελέσματα.

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ

Η Σύγκρουση

Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική.

Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.

Βλέποντας τους πολυάριθμους «βαρβάρους», ντυμένους με τις πολύχρωμες ενδυμασίες των χωρών τους, να κραδαίνουν μακριά τόξα και κοντά δόρατα, οι Έλληνες δίστασαν. Tο συμβούλιο των δέκα στρατηγών – ένας για κάθε Αθηναϊκή φυλή – ήταν διχασμένο. Oι μισοί προτιμούσαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να οργανώσουν εκεί την άμυνά τους. Oι άλλοι μισοί, με επικεφαλής το Μιλτιάδη, ήθελαν να δώσουν μάχη άμεσα. Την ισοψηφία έμελλε να σπάσει ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ένας από τους εννιά άρχοντες της Αθήνας που συνόδευε το στρατό και στη μάχη ήταν επικεφαλής της δεξιάς, «τιμητικής» πτέρυγας.

Σε αυτόν απευθύνθηκε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε περισσότερα από τους υπόλοιπους Αθηναίους για τους Πέρσες και τον τρόπο με τον οποίο πολεμούν. Στα λόγια του που διασώζει ο Ηρόδοτος, φαίνεται η πολιτική οξυδέρκεια του σπουδαίου αυτού άνδρα. «Aν δεν δώσουμε μάχη», είπε στον Καλλίμαχο, «φοβάμαι ότι θα ξεσπάσει μεγάλη διχόνοια που θα κλονίσει το φρόνημα των Αθηναίων και θα Μηδίσουν. Aν δώσουμε μάχη προτού ξεσπάσει τέτοια διχοστασία ανάμεσα στους Αθηναίους, τότε, εφόσον οι θεοί δεν μεροληπτήσουν, θα νικήσουμε στη σύγκρουση αυτή.»

Tα λόγια του Μιλτιάδη βρήκαν το στόχο τους. Ο Καλλίμαχος πιθανότατα κατάλαβε ότι αν κάποιος ανάμεσά τους γνώριζε τους Πέρσες, αυτός ήταν ο Μιλτιάδης, που είχε πολλές επαφές μαζί τους και είχε διατελέσει υποτελής τους. Aν αυτός πίστευε ότι οι Αθηναίοι είχαν πιθανότητες επιτυχίας, τότε ήταν αλήθεια. Καθώς υπερίσχυσε η γνώμη του Μιλτιάδη, οι στρατηγοί που είχαν ταχθεί εξαρχής υπέρ του, του παραχωρούσαν την αρχιστρατηγία τη μέρα που ερχόταν η σειρά τους (οι στρατηγοί εναλλάσσονταν στην κεφαλή του στρατεύματος κάθε μέρα).

Eκείνος περίμενε τη μέρα που θα ήταν η δική του σειρά για να δώσει μάχη και όταν αυτή έφθασε, ετοίμασε το στράτευμα όπως είχε σχεδιάσει. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ο Αθηναίος στρατηγός περίμενε τους Σπαρτιάτες που είχαν υποσχεθεί βοήθεια. Aν όμως ισχύει το τελευταίο, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί έδωσε μάχη, με δική του πρωτοβουλία, προτού έλθουν οι ενισχύσεις από τη Λακεδαίμονα. Oι Πέρσες θα μπορούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία τους και να παραπλεύσουν το Σούνιο, στοχεύοντας σε αποβίβαση στο Φαληρικό όρμο και επίθεση ενάντια στην Αθήνα.

Ίσως αυτό να συνέβη και ο Μιλτιάδης, βλέποντας ότι οι Μήδες άρχιζαν να επιβιβάζονται – υπό την κάλυψη μέρους του στρατεύματός τους – στα πλοία, διέταξε την επίθεση. Ίσως πάλι, όπως πιστεύουν κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές και παραδίδουν ορισμένες αρχαίες πηγές, η απουσία του ιππικού εκείνη τη στιγμή να τον ώθησε στην ανάληψη πρωτοβουλίας. O Μιλτιάδης γνώριζε ότι οι Πέρσες παρατάσσουν τα πλέον αξιόμαχα τμήματά τους στο κέντρο.

Mε δεδομένο ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά τουλάχιστον κατά δύο προς ένα, δεν ήταν δυνατό να παρατάξει το στρατό του στο σύνηθες βάθος της οπλιτικής φάλαγγας (8 άνδρες) και να καλύψει το μέτωπο του αντιπάλου – οι Πέρσες είχαν ελάχιστο βάθος παράταξης τους 10 άνδρες και είναι πιθανό στο Μαραθώνα, όπου δεν φαίνεται να υπήρχε το «τείχος ασπίδων» των Σπαραμπάρα, να είχαν παραταχθεί και στο διπλάσιο βάθος. Tο μεγάλο πρόβλημα για τους Αθηναίους ήταν το αντίπαλο ιππικό, το οποίο θα μπορούσε να πλαγιοκοπήσει το Αθηναϊκό στράτευμα και με βροχή ακοντίων να προκαλέσει πολλές απώλειες και αναστάτωση.

Mε το ιππικό απόν ή εξουδετερωμένο, το πρόβλημα περιοριζόταν πλέον στο πώς οι Αθηναίοι θα διασπάσουν την παράταξη του πεζικού, ξεπερνώντας ταυτόχρονα το μεγάλο πλεονέκτημα των Περσών (το οποίο καταδίκασε τους επίσης βαριά θωρακισμένους Ίωνες), τη «δύναμη πυρός» των Περσικών τοξευμάτων. Tο πρώτο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την παράταξη των Ελλήνων. Tο κεντρικό τμήμα του στρατού παρατάχθηκε με το μισό βάθος (4 άνδρες), ενώ τα τμήματα δεξιά και αριστερά με πλήρες βάθος (8 άνδρες).

Mε δεδομένο ότι στο κέντρο οι Πέρσες παρέτασσαν τα επίλεκτα τμήματά τους, μία τέτοια διάταξη μοιάζει παρακινδυνευμένη, αλλά ο Μιλτιάδης δοκίμαζε ένα σχέδιο μάχης που θα έφθανε στην απόλυτη τελειότητά του δύο αιώνες αργότερα με τον Αννίβα τον Καρχηδόνιο: αποπειράθηκε να εφαρμόσει τη διπλή υπερκέραση του αντιπάλου. Tο σχέδιο ήταν απλό στη σύλληψή του, αλλά η εκτέλεση χρειαζόταν καλό συντονισμό και αρκετή τύχη.

Tο κέντρο απλώς θα «απορροφούσε» την κύρια ισχύ των Περσών και μετά την πρώτη σύγκρουση θα παραχωρούσε έδαφος συντεταγμένα, έως ότου τα δύο «κέρατα» κατόρθωναν να επιβληθούν των έναντί τους ευρισκόμενων «βαρβάρων». Εφόσον αυτό συνέβαινε, τα κέρατα θα ανέστρεφαν και θα έπεφταν στο περσικό κέντρο από τα πλάγια και πίσω. O Μιλτιάδης τόλμησε έναν πρωτοφανή – ιδιαίτερα για τα μέτρα της μονολιθικής και δίχως φαντασία οπλιτικής φάλαγγας – ελιγμό και, τελικά, επιβεβαιώθηκε ότι η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.

Έμενε να αντιμετωπιστεί η βροχή τοξευμάτων, έναντι της οποίας οι Έλληνες, παρά την ισχυρή θωράκιση, δεν είχαν προστασία και τυχόν έκθεσή τους στις Περσικές «ομοβροντίες» για το χρόνο που χρειαζόταν για να διανύσουν με σταθερό βήμα την απόσταση των 200 μέτρων του δραστικού βεληνεκούς τους, θα προκαλούσε αρκετές απώλειες. Για να αποφύγει κάτι τέτοιο, ο Μιλτιάδης κάλεσε το στράτευμά του να διανύσει το τελευταίο τμήμα της απόστασης που τους χώριζε από τους Πέρσες τρέχοντας.

Επρόκειτο για άλλη μία καινοφανή κίνηση στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας, η δύναμη της οποίας ήταν στη συνοχή της παράταξης, μία συνοχή, αδύνατο να διατηρηθεί μετά από μία δρομιαία έφοδο. Ωστόσο, οι Αθηναίοι εκτίμησαν ότι η δύναμη της κρούσης των βαριά οπλισμένων πεζών θα αντιστάθμιζε τη σχετική απώλεια συνοχής της παράταξης, οπότε εφάρμοσαν για πρώτη φορά τη δρομιαία έφοδο φάλαγγας – στο μέλλον θα καθιερωνόταν όταν οι Έλληνες αντιμετώπιζαν «βαρβάρους», όπως συμπεραίνουμε από τις περιγραφές του Ξενοφώντα.

Oι Αθηναίοι λοιπόν ξεκίνησαν για τη μάχη και οι Πέρσες, πιθανώς αιφνιδιασμένοι, παρατάχθηκαν και ετοιμάστηκαν να εκτοξεύσουν τα θανάσιμα βέλη τους. Tο δραστικό βεληνεκές του Περσικού παλίντονου τόξου (η απόσταση στην οποία ένα βέλος μπορούσε να είναι θανάσιμο για έναν οπλίτη) σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις, δεν ξεπερνούσε τα 200 μέτρα και κατά πάσα πιθανότητα ήταν περί τα 120-150, οπότε η κρίσιμη απόσταση ήταν ακριβώς τα τελευταία 200 μέτρα και αυτά θα έπρεπε να διανύσουν τρέχοντας με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα οι Αθηναίοι και Πλαταιείς.

Σαστισμένοι οι Πέρσες, καθώς εξαπέλυαν την πρώτη βροχή των βελών τους, είδαν ένα μπρούτζινο τείχος να έρχεται καταπάνω τους με μεγάλη ταχύτητα. Oι οπλίτες ήταν εξασκημένοι να τρέχουν με πλήρη εξάρτυση, ωστόσο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα πρέπει να ένιωθαν τα πρώτα συμπτώματα κόπωσης να κάμπτουν τα μέλη τους καθώς έφθαναν μπροστά στους Πέρσες και ετοιμάζονταν για τη σύγκρουση.

Όμως στον πυρετό της μάχης η κούραση λίγο μετρά και τη στιγμή εκείνη τους παρουσιαζόταν η μοναδική ευκαιρία να αποδείξουν ότι ο Περσικός στρατός δεν είναι ανίκητος και ότι οι ελεύθεροι άνδρες μπορούν να νικήσουν τους σκλάβους του Μεγάλου Βασιλέα. Η είδηση έφτασε συμπτωματικά την ημέρα της κανονικής σειράς του Μιλτιάδη στη στρατηγία (16η Βοηδρομιώνος): ο Αρταφέρνης, έχοντας ολοκληρώσει την ισοπέδωση της Ερέτριας και την αιχμαλωσία των κατοίκων της, έσπευδε να ενωθεί με το Δάτη.

Η πληροφορία που μετέφεραν στους Αθηναίους οι Ίωνες στρατιώτες, που υπηρετούσαν στο στρατό του Δάτη, ότι εκείνη τη μέρα το Περσικό ιππικό δεν είχε φανεί (Σούδα, χωρὶς ἱππεῖς), δεν σήμαινε απλώς ότι παρουσιαζόταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να επιτεθούν οι Έλληνες –χωρίς τον κίνδυνο πλευροκόπησής τους από το Περσικό ιππικό–, αλλά και ότι είχε πιθανόν αρχίσει η επιβίβαση –με πρώτο το ιππικό– στα πλοία με προορισμό το Φάληρο.

Έτσι, όταν οι Πέρσες το πρωί της 16ης του Βοηδρομιώνος, σε μια συνήθη κίνηση αντιπεριπασμού, παρατάχθηκαν στην πεδιάδα, στα νότια του χειμάρρου του Χάραδρου, βρήκαν απέναντί τους Έλληνες, έτοιμους για μάχη. Η σύγκρουση πρέπει να έλαβε χώρα σε κάποιο σημείο, ανάμεσα στη σημερινή Βαλαρία, το Βρανά και το Πλάσι. Η διάταξη των αντίπαλων παρατάξεων έχει αποτελέσει θέμα μακρών συζητήσεων μεταξύ των ειδικών.

Η πρόταση, σύμφωνα με την οποία Πέρσες και Αθηναίοι είχαν παραταχθεί παράλληλα προς την παραλία, δεν είναι πιστική. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι οι Αθηναίοι θα είχαν επιδιώξει την κάλυψη των δύο πλευρών τους (από τους λόφους Κοτρώνι και Αγριελίκι), αφήνοντας ακάλυπτους το δρόμο της Παλλήνης και τα νώτα τους, που κινδύνευαν να πληγούν από τα βορειοδυτικά μέσω Οινόης– οι Πέρσες σε αυτή την περίπτωση θα είχαν δεχθεί να πολεμήσουν, με τα νώτα τους –σε απόσταση μόλις 1 χλμ.– στη θάλασσα, έχοντας δηλαδή ελάχιστες δυνατότητες ελιγμών ή υποχώρησης.

Πολύ πιο πιθανή φαίνεται σήμερα, μετά τον εντοπισμό στη Βαλαρία του ιερού του Ηρακλέους, η παράταξη των αντιπάλων κάθετα ή –καλύτερα– λοξά στην παραλία, με τους Αθηναίους να έχουν στα νώτα τους το Αγριελίκι και τους Πέρσες το χείμαρρο του Χάραδρου και πιο πίσω το στρατόπεδό τους στη νότια άκρη του Μεγάλου Έλους. Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην Αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Ύστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες.

Το γενικό πρόσταγμα στο Ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας. Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο Ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη.

Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών. Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση.

Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη. Η Ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Όταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το Περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη.

Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου – 8 στάδια – που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους Πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ήταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα». Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του.

Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες Αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του. Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι Πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το Ελληνικό κέντρο προς τα πίσω.

Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του Περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών. Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι – με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα – σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.

Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του Περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο Ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι Πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς Πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό.

Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μικράς Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα.

Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το Αθηναϊκό επίνειο. Το Ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο Περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του. Το μήκος λοιπόν της παράταξης του Περσικού στρατού υπολογίζεται περίπου στα 1.500 μ.

Ο κίνδυνος κυκλώσεως από τον πολυαριθμότερο αντίπαλο υποχρέωσε το Μιλτιάδη να επεκτείνει το μήκος της δικής του γραμμής, το μέτωπο της οποίας (σε συνασπισμό 3 ποδών και με κανονικό βάθος 8 ανδρών) μόλις θα έφτανε αυτό το όριο, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την επικίνδυνη αραίωση του κέντρου. Εκεί βρίσκονταν, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το πανίσχυρο εχθρικό κέντρο, όπου κατά παράδοση βρισκόταν ο Πέρσης βασιλιάς, επικεφαλής των εκλεκτών σωμάτων των Περσών και Σακών, οι δύο μελλοντικοί πρωταγωνιστές της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής.

Ωστόσο, είναι αυτή ακριβώς η εξασθένηση του κέντρου –σε συνδυασμό με την ενίσχυση, σύμφωνα με την Ελληνική πολεμική τακτική, της δύναμης κρούσης του δεξιού κέρατος, όπου βρισκόταν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος επικεφαλής της φυλής του, της Αιαντίδας– που θα προδιαγράψει τη νικηφόρα πορεία της σύγκρουσης. Στα οκτώ στάδια (περίπου 1.500 μ.) που, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, χώριζαν τους δύο στρατούς, μόλις θα διακρίνονταν οι λεπτομέρειες της πυκνής βαρβαρικής γραμμής.

Απέναντι σε αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος, το χαλκοφορεμένο πλήθος της φάλαγγας των οπλιτών –εκτυφλωτικό στον ήλιο που ανέτειλλε– ξεκίνησε τροχάδην την προσπέλαση στις εχθρικές γραμμές. Επρόκειτο για μια μια ιστορική κούρσα που θύμιζε καταιγίδα που πλησίαζε για να ξεσπάσει, παρασείροντας τα πάντα στο πέρασμά της. Ο τρόπος αυτός, παρά τη φοβερή σωματική καταπόνηση που επέφερε, βράχυνε τον κρίσιμο χρόνο της προσπέλασης. Στα τελευταία 150-200 μ. –όσο το βεληνεκές των εχθρικών τόξων– οι οπλίτες επιτάχυναν ακόμη περισσότερο, προκειμένου να μειωθούν ή να εξουδετερωθούν οι απώλειες. Αναφέρει ο Ηρόδοτος:

«Οἱ δὲ Πέρσαι, ὁρέοντες δρόμῳ ἐπιόντας παρεσκευάζοντο ὡς δεξόμενοι, μανίην τε τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐπέφερον καὶ πάγχυ ὀλεθρίην, ὁρέοντες αὐτοὺς ὀλίγους καὶ τούτους δρόμῳ ἐπειγομένους, οὔτε ἵππου ὑπαρχούσης σφι οὔτε τοξευμάτων. ταῦτα μέν νυν οἱ βάρβαροι κατείκαζον· Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείτε ἀθρόοι προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι, ἐμάχοντο ἀξίως λόγου».

Η σύγκρουση σώμα με σώμα που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι Πέρσες και οι Σάκες, τα εκλεκτά σώματα του Περσικού κέντρου έκαμψαν –όπως αναμενόταν– με τον όγκο τους την αντίσταση και αφού διέρρηξαν την αραιωμένη και ασθενή γραμμή της Αθηναϊκής παράταξης, ανάγκασαν τους Αθηναίους να υποχωρήσουν στο εσωτερικό (ἐδίωκον ἐς τὴν μεσόγαιαν). Αυτή ήταν και η πιο κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης. Καθώς τα πάντα είχαν εξαρτηθεί από την αντοχή του κέντρου, από τη στιγμή που αυτό διαλύθηκε, ο κίνδυνος για περικύκλωση και καταστροφή του Ελληνικού στρατού ήταν άμεσος.

Στο μεταξύ, όμως, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς που κατείχαν τα κέρατα είχαν προλάβει να τρέψουν σε φυγή τους αντιπάλους και κλείνοντας την λαβίδα (συγκλίνοντες τὰ κέρατα) να συντρίψουν το νικηφόρο Περσικό κέντρο. Όλα είχαν τελειώσει για τους Πέρσες. Ο πολύς χρόνος του Ηροδότου δεν πρέπει να ξεπέρασε τις λίγες ώρες. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Μιλτιάδης είχε σχεδιάσει συστηματικά εξαρχής και πολύ περισσότερο αν μπρορούσε να συντονίσει με ακρίβεια τις απαιτούμενες κινήσεις την κρίσιμη στιγμή της μάχης, χωρίς την κατάλληλη –σκληρή– εκπαίδευση των πολιτών-οπλιτών και τα απαραίτητα μέσα επικοινωνίας.

Οι λόγοι που οδήγησαν στη νικηφόρα εξέλιξη της μάχης είναι η γνώση της Περσικής τακτικής και η πίστη του στην πολεμική αποτελεσματικότητα της φάλαγγας των οπλιτών, κυρίως όμως ήταν το φρόνημα του Αθηναίου οπλίτη. Η εξέλιξη της μάχης ήταν όπως την πρόβλεψε ο Μιλτιάδης. Στο κέντρο, οι Πέρσες απώθησαν την Αθηναϊκή φάλαγγα και εισέβαλαν σφήνα μεταξύ των δύο Αθηναϊκών πτερύγων. Τα δύο όμως Κέρατα (Άκρα) της παρατάξεως του Μιλτιάδη, με μετωπική προς το εσωτερικό στροφή, επέπεσαν κατά των πλευρών της εχθρικής παρατάξεως και την συνέθλιψαν.

Στη συνέχεια, καταδιωκόμενοι οι Πέρσες, τρέπονται προς τα Έλη και αποδεκατίζονται. Η σφαγή συνεχίζεται πλησίον της παραλίας, όπου συρρέουν μεγάλα Τμήματα, για να επιβιβαστούν στα πλοία. Η νίκη των Αθηναίων ήταν τώρα γεγονός. Μετά τη νίκη, οι Αθηναίοι καταδίωξαν τους ηττημένους –ανενόχλητοι όπως φαίνεται από την απουσία του ιππικού–, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μέχρι τη θάλασσα («κόπτοντες, ἐς ὅ ἐπὶ τὴν θάλασσαν»), όπου εκείνοι ζήτησαν καταφύγιο στο στρατόπεδο κοντά στα πλοία τους.

Πολλοί, προφανώς αυτοί από το δεξί Περσικό κέρας, που κατά την υποχώρησή τους είχαν απομακρυνθεί από τη θάλασσα, πρέπει να χάθηκαν στην πεδιάδα και, ψάχνοντας το δρόμο για την παραλία, να σφαγιάστηκαν ή να πνίγηκαν μέσα στο Μεγάλο Έλος από τα νερά της Μακαρίας πηγής. Την εικόνα της σφαγής στο έλος δίνει ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιγράφοντας τον περίφημο πίνακα της μάχης του Μαραθώνα, στην Ποικίλη Στοά της Αθηναϊκής Αγοράς. Τα τρία διαδοχικά επεισόδια της μάχης αναπτύσσονταν σε τρία επίπεδα σε βάθος (καθ’ ύψος) ή σε παράταξη από τα αριστερά προς τα δεξιά:

Στο πρώτο αποδιδόταν η μάχη, στο δεύτερο, που βρισκόταν στο κέντρο ή το βάθος (τὰ δὲ ἔσω τῆς μάχης), οι Πέρσες έπεφταν στο έλος, στο τελευταίο επίπεδο παρουσιαζόταν η μάχη στα πλοία, με τους Έλληνες να καταδιώκουν σκοτώνοντας τους βαρβάρους που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν. Η προσπάθεια των Αθηναίων να ολοκληρώσουν τη νίκη τους, καίγοντας τα πλοία ή εμποδίζοντας με χέρια και με δόντια (όπως ο Κυνέγειρος) τον απόπλου των Περσών, ξαναζωντανεύει σκηνές από τη μάχη στα πλοία της Ιλιάδας.

Η σύγκρουση ήταν σκληρότατη, φονικότερη ίσως από την κυρίως μάχη. Εδώ βρήκε ηρωικό θάνατο όρθιος, κατατρυπημένος από δόρατα, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στησίλαος Θρασύλου. Η θέση, όπου έλαβε χώρα το τελευταίο και πιο δραματικό επεισόδιο της μάχης, δεν μπορεί να ήταν άλλη από το πλούσιο περσικό στρατόπεδο του Δάτη, κοντά στα πλοία. Από το έλος το σημείο αυτό σήμερα απέχει περίπου 1.300 μ. Άλλη τόση είναι η απόσταση από την παραλία –στην αρχαιότητα η θάλασσα πρέπει να έμπαινε πιο μέσα–, όπου οι Πέρσες είχαν αράξει τα πλοία τους.

Αυτό το σημείο της καμπής (τροπής) της μάχης και της καταστροφής των Περσών σηματοδοτούσαν μέσα στην πεδιάδα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το μαρμάρινο τρόπαιο των Αθηναίων και ο ομαδικός τάφος –όχι κάποιος τύμβος αλλά ένα όρυγμα– όπου οι νικητές έθαψαν πρόχειρα τους νεκρούς Πέρσες. Και τα δύο έχουν σήμερα εντοπιστεί κοντά στο εκκλησάκι της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας.

Εκεί, στα ερείπια ενός μεσαιωνικού πύργου, ο Eugene Vanderpool βρήκε εντοιχισμένα τμήματα του τροπαίου (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα), ενώ λίγο πιο πέρα ο von Eschenburg αναφέρει μεγάλο αριθμό οστών, άταχτα θαμμένων, που φαίνεται ότι ανήκαν σε εκατοντάδες νεκρούς. Ο αριθμός των 6.400 Περσών που αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς στο 33πλάσιο των νεκρών Αθηναίων, πιθανότατα δεν είναι απλώς συμβατικός αλλά τελείως εκτός πραγματικότητας. Παρόλο που είναι φανερό ότι δεν υπήρξαν αιχμάλωτοι, αν γίνει δεκτός, θα σήμαινε την απώλεια περίπου του ενός τρίτου της περσικής δύναμης.

Ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν ως εξης: «Επτά από τα καράβια μπόρεσαν να κυριέψουν οι Αθηναίοι. Με τα υπόλοιπα οι βάρβαροι ανέκρουσαν πρύμνη, και αφού πήραν από το νησί όπου τους είχαν αφήσει τους δούλους της Ερέτριας, περιέπλευσαν το Σούνιο με σκοπό να προλάβουν να φτάσουν στην Αθήνα πριν από τους Αθηναίους. Στην Αθήνα διατυπώθηκε η κατηγορία ότι οι Αλκμεωνίδες το μηχανεύτηκαν αυτό και τους το είπαν. Αυτοί θα είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες να τους κάνουν σημάδι, υψώνοντας ασπίδα, όταν οι Πέρσες θα ήσαν κιόλας στα καράβια τους».

Η αφήγησή του όμως αφήνει και εδώ πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς οι Πέρσες κατόρθωσαν υπό συνθήκες ολέθρου να επιβιβάσουν στρατό και να καθελκύσουν τα πλοία, με την απώλεια μόνο επτά τριήρεων; Πώς είναι δυνατόν ένας αποδεκατισμένος στρατός να ετοιμάζεται, την ίδια μέρα μιας ολοκληρωτικής ήττας, για μια επικίνδυνη –ακόμα και αν δεχτούμε τον αιφνιδιασμό, τη σύμπραξη προδοτών ή την πιθανή απουσία τειχών– απόβαση σε εχθρικό έδαφος; Την απάντηση έχει ήδη δώσει η μακρόχρονη αδράνεια του Δάτη, η αιφνίδια απόφαση του Μιλτιάδη και η απουσία του ιππικού στη μάχη.

Η απόβαση στο Μαραθώνα δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια επιχείρηση αντιπερισπασμού, μέχρι να καταστεί δυνατή η κοινή επιχείρηση, που άρχισε με την επιβίβαση του ιππικού την προηγουμένη της μάχης, του ενωμένου πλέον Περσικού στόλου. Το σήμα της ασπίδος μόνο στο σύνολο του στόλου των Περσών θα μπορούσε να απευθυνόταν, και όχι βέβαια σε ένα στρατό που έβγαινε ηττημένος με τα καράβια μισοάδεια από πολεμιστές.

Δεν πρόλαβαν οι Αθηναίοι να αναπαυθούν από τη μάχη, ούτε όπως φαίνεται να θάψουν τους νεκρούς, όταν η άμεση απειλή κατά της Αθήνας τους ανάγκασε να σπεύσουν στο άστυ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ευσταθούν οι φόβοι της συνωμοσίας, που απασχόλησαν τον Ηρόδοτο. Πόσοι ήταν και ανάμεσα σε ποιους πρέπει να αναζητηθούν οι νοσταλγοί της Τυραννίδας και του υπέργηρου κληρονόμου της αρχής του Πεισιστράτου; Είναι αλήθεια ότι ο Κλεισθένης δεν είχε αποκλείσει παλαιότερα τη δυνατότητα της περσικής βοήθειας για τη στήριξη του νέου καθεστώτος.

Για ποιο λόγο όμως οι διορατικοί αυτοί πολιτικοί, στους οποίους η πόλη χρωστούσε την αναγέννησή της, θα έφθαναν στην προδοσία τη στιγμή ακριβώς του θριάμβου της νεοσύστατης δημοκρατίας; Ή μήπως πίσω από όλη αυτή τη φημολογία κρύβεται το δαιμόνιο μυαλό ενός Θεμιστοκλή που θα κινεί τα νήματα της πολιτικής ολόκληρη την επόμενη δεκαετία; Γιατί το μήνυμα –όπως μας πληροφορεί το συγκινητικό (δραματοποιημένο ίσως από την παράδοση) επεισόδιο του μαραθωνοδρόμου αγγελιαφόρου της νίκης– είχε ήδη φθάσει στην Αθήνα. Την ιστορία αφηγείται ο Πλούταρχος στα Ηθικά:

«Τὴν τοίνυν ἐν Μαραθώνι μάχην ἀπήγγειλεν, ὡς μὲν Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἱστορεῑ, Θέρσιππος ὁ Ἐρχιεῡς· οἱ δὲ πλείστοι λέγουσιν Εὐκλέα δραμόντα σὺν τοῑς ὅπλοις θερμὸν ἀπὸ τῆς μάχης καὶ ταῑς θύραις ἐμπεσόντα τῶν πρώτων τοσοῡτον μόνον εἰπεῑν “χαίρομεν” εἰτ’ εὐθῡς ἐκπνεύσαι».

Το γεγονός είναι ότι ο Μιλτιάδης, είτε γιατί είχε πληροφορηθεί την ενίσχυση του Περσικού στρατού, είτε γιατί δεν ήθελε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη, έσπευσε αμέσως μετά τη μάχη, με ολόκληρο το στρατό, σε βοήθεια του άστεως. Θα τον δουν, φθάνοντας την επομένη, στρατοπεδευμένο στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους, οι Πέρσες και θα ανακρούσουν πρύμνα. Εν τω μεταξύ στο Μαραθώνα είχε παραμείνει ο Αριστείδης επικεφαλής της φυλής του, της Αντιοχίδας.

Είναι αυτός, στον οποίο ανατέθηκε τιμητικά (την επόμενη χρονιά θα εκλεγεί επώνυμος άρχων) η φύλαξη των πλούσιων λαφύρων από χρυσά και ασημένια σκεύη και πολύτιμα υφάσματα του Περσικού στρατοπέδου. Αυτός ανέλαβε και την ταφή των νεκρών και υποδέχθηκε τους 2.000 Σπαρτιάτες που έφθασαν την επομένη, μετά την πανσέληνο, καλύπτοντας με καταπληκτική ταχύτητα την απόσταση προς την Αθήνα, ίσα ίσα για να προλάβουν να δουν του νεκρούς Πέρσες και να θαυμάσουν το μεγαλείο της νίκης, μια πρώτη αναγνώριση της Αθηναϊκής ισχύος από το μελλοντικό αντίπαλο.


Όσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές Μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των Ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων.

Όταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων).

Στο πεδίο της μάχης έμειναν νεκροί 6400 Πέρσες και 192 Αθηναίοι. Μεταξύ των Αθηναίων φονεύτηκαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο Στρατηγός Στησίλαος. Όσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο Αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς τους με μεγάλες τιμές, και με τον τάφο των 192 πεσόντων ταυτίστηκε ο Τύμβος ή Σωρός, λεγόμενος. Με ανασκαφές του έτους 1970, πιστεύεται ότι αποκαλύφτηκε και ο τάφος των Πλαταιών. Μετά τη μάχη, ο Μιλτιάδης άφησε στο Μαραθώνα Τμήματα του κέντρου που δοκιμάστηκαν περισσότερο, και με τον υπόλοιπο στρατό του μέσα στη νύχτα με σύντονη πορεία, έφτασε στην Αθήνα, στα υψώματα που δεσπόζουν του Φαληρικού όρμου . Από εκεί φάνηκε στο πέλαγος ο Περσικός Στόλος που είχε αποπλεύσει από το Μαραθώνα.

Οι Πέρσες όταν αντιλήφθηκαν ότι η Αθήνα δεν ήταν αφρούρητη, εγκατέλειψαν την επιχείρηση. Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο Μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του.

Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της Ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα Περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο Αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.

Ο Αγγελιαφόρος

Μετά την καταδίωξη των Περσών στη θάλασσα και τη βεβιασμένη αναχώρηση των πλοίων από την παραλία του Σχοινιά, η μάχη στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ουσιαστικά τελειώσει. Από μεταγενέστερες του Ηροδότου πηγές, αντλούμε την πληροφορία ότι ο Μιλτιάδης έστειλε αμέσως έναν αγγελιοφόρο για να ειδοποιήσει (και να χαροποιήσει) τους Αθηναίους με το άγγελμα της νίκης. Ο στρατιώτης αυτός, φορώντας την πανοπλία του, κάλυψε την απόσταση που χωρίζει τον Μαραθώνα από την Αθήνα σε χρόνο ρεκόρ.

Δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια, αν ακολούθησε την παραλιακή διαδρομή (Ραφήνα – Πικέρμι – Παλλήνη – Σταυρός Αγίας Παρασκευής – Χαλάνδρι – Αθήνα) μήκους περίπου 42 χιλιομέτρων, ή την ημιορεινή και ασφαλέστερη διαδρομή, η οποία είναι και συντομότερη, μήκους μόλις 34 χιλιομέτρων (Βρανά -Εκάλη – Κηφισιά – Ψυχικό – Αθήνα). Εκείνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο δρομέας εξέπνευσε στο ύψος των Αμπελοκήπων, προφανώς εξαντλημένος από τις κακουχίες της μάχης, τον βαρύ και ασήκωτο οπλισμό και την κούραση της δρομικής του προσπάθειας.

Μόλις που πρόλαβε να ξεστομίσει το χαρμόσυνο άγγελμα με μια μόνο λέξη: «νενικήκαμεν». Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως το συγκεκριμένο συμβάν έμεινε στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων γενεών με τη μορφή θρύλου, που προστέθηκε στην εξιστόρηση της μάχης για να της δώσει μια επί πλέον ηρωική διάσταση. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα τις ειδήσεις και τα αποτελέσματα πολεμικών αναμετρήσεων ανελάμβαναν να μεταφέρουν ειδικά εκπαιδευμένοι δρομείς μεγάλων αποστάσεων.

Το 668 π.Χ., όταν οι Ηλείοι νίκησαν τους Δυμαίους την τελευταία ημέρα των αγώνων της Ολυμπίας, σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ένας αγγελιοφόρος έσπευσε να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης στο στάδιο της Ολυμπίας, τη στιγμή της απονομής των επάθλων. Το 479 π.Χ., μετά τη μάχη των Πλαταιών, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ημεροδρόμος Ευχίδας διέτρεξε την απόσταση Πλαταιές – Δελφοί – Πλαταιές, ίση με 1.000 στάδια (185 χιλιόμετρα) για να μεταφέρει το ιερό πυρ από το Μαντείο και να πέσει νεκρός με την επιστροφή του στις Πλαταιές.

Ένα θέμα που προκαλεί ερωτήματα είναι γιατί οι Αθηναίοι έστειλαν δρομέα να αναγγείλει τη νίκη και δεν χρησιμοποίησαν ηλιακά σήματα μέσω κατόπτρων ή κάποιους ιππείς, εφόσον βιάζονταν να επιστήσουν έγκαιρα την προσοχή στη φρουρά της πόλης για την επικείμενη απόβαση των Περσών στο Φάληρο και το ενδεχόμενο εισβολής στην Αθήνα. Φαίνεται ότι καμιά από αυτές τις λύσεις δεν παρείχε τα εχέγγυα της διεκπεραίωσης της εντολής με ασφάλεια, ει μη μόνον η χρησιμοποίηση ενός ικανότατου δρομέα με άριστη φυσική κατάσταση και επίγνωση της αξίας της αποστολής του.

Πολλά έχουν γραφεί και λεχθεί για το όνομα του αγγελιοφόρου της νίκης. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμιά απολύτως νύξη του γεγονότος, θεωρώντας το ίσως ανάξιο λόγου, συγκρίνοντας την απόσταση των 42 χιλιομέτρων με τα 440 χιλιόμετρα που διένυσε ο Φειδιππίδης πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από τη Σπάρτη μέσα σε τέσσερις ημέρες. Ο Πλούταρχος, αντλώντας πληροφορίες από το χαμένο σήμερα έργο του Ηρακλείδη από τον Πόντο, αναφέρει το περιστατικό και διασώζει το όνομα του δρομέα: Θέρσιππος ο Ερχιεύς.

Αναφέρει επίσης ότι σύγχρονοι του ιστορικοί υποστήριζαν ότι ο Ευκλής ήταν στην πραγματικότητα ο αγγελιοφόρος της νίκης. Ο Λουκιανός εξάλλου παραδίδει πως ο Φιλιππίδης (είναι άραγε ο γνωστός Φειδιππίδης με παραφθαρμένο το όνομα;) έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Όσοι υποστηρίζουν ότι ο αγγελιοφόρος του «Νενικήκαμεν» ήταν ο Φειδιππίδης στηρίζονται στο γεγονός ότι ήταν ο μόνος γνωστός ημεροδρόμος της εποχής του, ο καλύτερος και ο ταχύτερος. Όσοι, εντούτοις, ισχυρίζονται το αντίθετο βασίζονται σε λογικά επιχειρήματα.

Γιατί, σύμφωνα με τη δική τους άποψη, ο Φειδιππίδης είχε ήδη διανύσει 440 χιλιόμετρα, προφανώς κάτω από τις πύρινες ακτίνες του καλοκαιριάτικου ήλιου, μέσα σε τέσσερις ημέρες, σχεδόν χωρίς διακοπή. Αμέσως μετά την άφιξη του στην Αθήνα, έτρεξε τα 42 (ή τα 34) χιλιόμετρα μέχρι τον Μαραθώνα, ανάλογα με τη διαδρομή που θα επέλεγε. Την επομένη (ή μεθεπομένη) ημέρα πολέμησε μαζί με τους συμπολίτες του για δυο ή τρεις συνεχόμενες ώρες, πάντα κάτω από συνθήκες ζέστης, φορώντας πανοπλία βάρους 32 κιλών.

Μόλις τελείωσε η μάχη, παρότι τραυματισμένος, έτρεξε ακόμα άλλα 42 (ή 34) χιλιόμετρα για να ειδοποιήσει τους Αθηναίους, χωρίς να έχει απορρίψει τον οπλισμό του. Οι επιδόσεις αυτές αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού. Σήμερα, θεωρείται αδύνατο για έναν πρωταθλητή υπερμαραθωνίων αποστάσεων ή δεκάθλου να προσεγγίσει τέτοια επίπεδα αντοχής, ακόμα και με τη χρήση φαρμακοδιέγερσης (doping). Τίθεται τέλος ένα ακόμα ερώτημα:

Γιατί ο Ηρόδοτος, άνθρωπος τελειοθηρικός και σχολαστικός με τη λεπτομέρεια και την ακριβή της περιγραφή, ο οποίος καταχωρεί ποικίλο υλικό με γεωγραφικές και εθνολογικές πληροφορίες, προσέχει και αξιολογεί τα πάντα και διακόπτει συχνά την ιστορική του αφήγηση για να παρεμβάλει ελεύθερες λογοτεχνικές σελίδες, δεν ασχολείται διόλου με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου;

Η Διαδρομή του Αγγελιαφόρου 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβληματισμοί που έχουν εκφραστεί για τη διαδρομή που ακολούθησε ο αγγελιαφόρος του Μαραθώνα για να φτάσει στην Αθήνα. Η κλασική διαδρομή των 42.195 μέτρων που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα, έχει τεθεί πολλές φορές από αμφισβήτηση.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι δύο δρόμοι ένωναν την πεδιάδα του Μαραθώνα με την περιοχή της Αθήνας: ο ένας, στο μεγαλύτερο μέρος του παραλιακός, περνά σήμερα από τη Ραφήνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη και μέσα από την Αγ. Παρασκευή φτάνει στην Αθήνα. Ο άλλος δρόμος είναι ορεινός, περνάει από το σημερινό χωριό Βρανά και μέσω της Εκάλης και του Ψυχικού φτάνει στην Αθήνα. Ο πρώτος είναι η κλασική διαδρομή που υιοθέτησε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, ο δεύτερος είναι πιο σύντομος, αλλά ορεινός και κουραστικός.

Η πιο πιθανή διαδρομή φαίνεται ότι ήταν η ορεινή. Δηλαδή, το μονοπάτι το οποίο ξεκινά από τον τύμβο, περνά κοντά από το ναό του Ηρακλή και το μουσείο, διασχίζει το ρυάκι του Βρανά, ανηφορίζει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και μέσα από τη χαράδρα των υψωμάτων Αγριλίκι και Αφορεσμός φτάνει στο ρέμα του Διονύσου. Από εκεί ανηφορίζει και ενώνεται με τον δρόμο που οδηγεί στο ιερό του Διονύσου. Μετά περνά μέσα από Εκάλη, Κηφισιά, Μαρούσι και Ψυχικό καταλήγει στο Παναθηναϊκό στάδιο.

Η συνολική διαδρομή είναι 34 χιλιόμετρα, δηλαδή 8 χιλιόμετρα μικρότερη από την επίσημη διαδρομή. Οι λόγοι που συνηγορούν για τη διαδρομή αυτή είναι τα λιγότερα χιλιόμετρα, αλλά και η ασφάλεια του αγγελιαφόρου, που ήταν αμφίβολη στην παραλιακή διαδρομή. Ο αγγελιαφόρος έπρεπε να επιλέξει τον συντομότερο δρόμο για την Αθήνα και να φροντίσει για την προσωπική του ασφάλεια, αποφεύγοντας διαδρομές όπου θα ήταν ευάλωτος. Είναι γνωστό ότι το Περσικό ναυτικό είχε αγκυροβολήσει όχι μόνο στον Μαραθώνα, αλλά και στους γύρω κόλπους της Αττικής.

Ο δρομέας-κήρυκας λοιπόν, για να αποφύγει μια εχθρική συνάντηση, επέλεξε πολύ πιθανόν τη δεύτερη διαδρομή, τον πιο ανηφορικό, αλλά και πιο σύντομο δρόμο που του εξασφάλιζε απόλυτη σιγουριά. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου σήμερα διεξάγεται σε αναφορά αυτού του γεγονότος και διατρέχει την ίδια καθορισμένη απόσταση των 42.195 μέτρων, που έτρεξαν οι αθλητές για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, το 1908.

Για διάφορους λόγους στο Λονδίνο χρειάστηκε η απόσταση να καθοριστεί στα 26 μίλια και 385 γιάρδες, μετά από ιδιαίτερη επιθυμία της βασιλικής οικογένειας, που ήθελε να παρακολουθήσει την εκκίνηση από τον ανατολικό εξώστη του ανακτόρου του Γουίντσορ. Μέχρι τότε, μετά τον πρώτο Μαραθώνιο στους πρώτους Ολυμπιακούς της νεώτερης εποχής, στην Αθήνα (1896), η απόσταση ήταν 40 χιλιόμετρα, που σήμερα αντιστοιχεί στο δρόμο από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.

Η Αποχώρηση των Περσών 

Την επόμενη μέρα μετά τη μάχη, ο Περσικός στόλος έβαλε πλώρη για το νοτιότερο άκρο της Αττικής, το ακρωτήριο Σούνιο, για να πλησιάσει την Αθήνα. Αλλά και ο Μιλτιάδης, αμέσως μετά τη μάχη, βάδισε με τον Ελληνικό στρατό προς την Αθήνα και πήρε θέση στη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Ο Περσικός στόλος, στο μεταξύ, είχε φτάσει στο ύψος της ακτής του Φαλήρου, όπου και αγκυροβόλησε.

Εκεί οι Πέρσες δεν αντίκρισαν μόνον τις δυνάμεις των Αθηναίων στον Λυκαβηττό, αλλά και την άφιξη των Σπαρτιατών στην Αθήνα. Οι καλοί οιωνοί για μια νικηφόρα μάχη εξασθένησαν ακόμα πιο πολύ από ό,τι στον Μαραθώνα και ο Δάτις στάθμισε τις συνέπειες και άνοιξε πανιά για τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το γιατί η φιλοπερσική αντιπολίτευση της Αθήνας δεν εκμεταλλεύτηκε το σύντομο χρονικό διάστημα, όταν η πόλη ήταν αφύλακτη, για να οργανώσει πραξικόπημα, είναι μέχρι σήμερα άγνωστο.

Πιθανόν το μήνυμα της νίκης στον Μαραθώνα να έφτασε στην πόλη πολύ πιο γρήγορα, ίσως όχι με κάποιον βαριά οπλισμένο οπλίτη, αλλά έναν φτεροπόδαρο αγγελιαφόρο και να κατέπνιξε στο ξεκίνημά της κάθε σχετική πρόθεση. Αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, οι νεκροί του Μαραθώνα θάφτηκαν επί τόπου στο πεδίο της μάχης. Αυτός ο τύμβος, που λέγεται «Σωρός», με ύψος μεγαλύτερο από 9 μέτρα, σηματοδοτεί τον τάφο των 192 νεκρών Αθηναίων. Στην κορυφή του είχαν τοποθετήσει νεκρικές στήλες με τα ονόματα των νεκρών, κατανεμημένα κατά φυλές.

Ο Καλλίμαχος τιμήθηκε με ξεχωριστό ταφικό μνημείο, από το οποίο διασώζεται τμήμα της έμμετρης επιγραφής. Ενώ στον τύμβο των Αθηναίων ανασκαφές έκανε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν, μόνο το 1970 εντοπίστηκε από τον Σπύρο Μαρινάτο, κοντά στην τοποθεσία Βρανά, ακόμα ένας μικρότερος τύμβος, που αποδείχθηκε ότι περιείχε πολυάριθμες ταφές από την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Ο τύμβος αυτός έχει μέχρι σήμερα ύψος πάνω από 4 μέτρα και πιθανόν πρόκειται για τον τύμβο των Πλαταιών, στους οποίους παραχωρήθηκε δικό τους ταφικό μνημείο, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Οι Τάφοι

Μετά τη μάχη, ο Περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα – οι Αθηναίοι, καθώς κατάλαβαν ότι η πόλη τους βρισκόταν υπό απειλή, βάδισαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να φθάσουν νωρίτερα απ’ ότι οι Πέρσες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να υποχωρήσουν. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στη συμμαχία των Περσών και των Αλκμεωνιδών – οι τελευταίοι είχαν δώσει ένα σήμα μετά τη μάχη. Αργότερα, στο πεδίο της μάχης είχαν φτάσει οι Σπαρτιάτες – βλέποντας τα πτώματα των Περσών αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.

Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων – η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές.

Οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς του Μαραθώνα κοντά στο πεδίο της μάχης. Στον τάφο των Αθηναίων, ο Σιμωνίδης έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:

»Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,

χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν

Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,

κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών»
Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών Περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Πέθανε σε λίγο και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α’. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Η δεύτερη επίθεση των Περσών ξεκίνησε το 480 π.Χ, με επιτυχίες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Αλλά οι Έλληνες πέτυχαν νίκες στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν.

Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών και η απειλή της ζέστης –βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου–, περισσότερο από το μίσος και την περιφρόνηση ερμηνεύουν (αν δεν δικαιολογούν) τον πρόχειρο και υποτιμητικό τρόπο της ομαδικής ταφής των 6.400 Περσών στις παρυφές του έλους. Οι 192 νεκροί Αθηναίοι Μαραθωνομάχοι σε αναγνώριση της «ἀνδραγαθίας» τους τάφηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο Παυσανίας, είδε τους τάφους με τις στήλες των πεσόντων κατά φυλές και πιο πέρα –δεν αναφέρει απόσταση– τον τάφο των Πλαταιέων και των απελευθερωμένων δούλων. Για τη μορφή των τάφων δεν δίνονται λεπτομέρειες.

Η ταύτιση του μνημείου με το Σωρό, το μεγάλο (ύψος 9 μ.) τύμβο, που ανέκαθεν ξεχώριζε ανάμεσα στους σωζόμενους ακόμη τον 19ο αιώνα μικρότερους τύμβους της πεδιάδας του Μαραθώνα, είχε προταθεί από το Leake, επιβεβαιώθηκε μόνο μετά την ανασκαφή του Βαλέριου Στάη το 1890-1891. Ο τελευταίος αποκάλυψε ένα παχύ στρώμα στάχτης, με αποσαθρωμένα οστά νεκρών πεταμένων άτακτα στην πυρά, επάνω από την οποία, μετά την καύση, είχαν σκορπιστεί πολλά –γύρω στα 30– φτηνά, κυρίως μελανόμορφα, ληκύθια.

Κοντά στο κέντρο του τύμβου βρέθηκε η γνωστή από τους περισσότερους Αττικούς Αρχαϊκούς τύμβους αύλακα προσφορών (βόθρος) μείχνη φωτιάς και τα κατάλοιπα του περιδείπνου, που ακολούθησε την αποτέφρωση των νεκρών, ενώ σπασμένα αγγεία (μερικά πολύ παλαιότερα της μάχης) κάλυπταν όλο το μήκος της αύλακας. Πρόσθετη στήριξη όμως βρήκε η υπόθεση της ταύτισης του τύμβου στην ανακάλυψη μέσα στα χώματα του τύμβου και σε ακτίνα γύρω από αυτόν, ενός αριθμού από αιχμές βελών.

Μια σπάνια τύχη έσωσε ωστόσο, έως τις μέρες μας ένα μεγάλο μέρος της στήλης με τα ονόματα 22 νεκρών νεκρών της Ερεχθηΐδας φυλής. Λιγότερο βέβαιη είναι η ταύτιση με τον τάφο των Πλαταιέων ενός σύγχρονου δεύτερου, πολύ μικρότερου (ύψους 3 μ.), τύμβου με 10 ταφές, δύο καύσεις και ένα παιδικό τάφο, που ανασκάφτηκε κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα, σε απόσταση 3 χλμ. από το Σωρό. Εκτός από την απόσταση, προβληματίζει η ποικιλία αλλά και ο άγνωστος –τελικά– αριθμός ταφών, καθώς η ανασκαφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.


Η Σημασία της Μάχης στο Πλαίσιο των »ΜΗΔΙΚΩΝ»

Μέχρι το Μαραθώνα, οι πολεμικές αναμετρήσεις των Περσών με τους Έλληνες είχαν θετική έκβαση για τους πρώτους. H Ιωνική επανάσταση, παρά τις πρόσκαιρες νίκες των στασιαστών όταν αντιμετώπιζαν τα Σατραπικά στρατεύματα του Αρταφέρνη του πρεσβύτερου, είχε καταδείξει την αδυναμία της οπλιτικής φάλαγγας ενάντια στους κινητικούς Πέρσες. Είναι γεγονός ότι η πλούσια Ιωνία, παρά τη δεδομένη οπλιτική παράδοσή της, δεν βρισκόταν στο ίδιο σημείο ισχύος με την κυρίως Ελλάδα.

Εξάλλου, με δεδομένο ότι για αρκετά χρόνια ήταν υποτελείς των Ανατολιτών – πρώτα των Λυδών και εν συνεχεία των Περσών – αντιμετώπιζαν τους επικυρίαρχούς τους με δέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πριν το Μαραθώνα «οι Έλληνες έτρεμαν όταν άκουγαν για Μήδες». Mε αυτό το δεδομένο και βάσει των συμπερασμάτων από την Ιωνική επανάσταση, που κατεστάλη άμεσα όταν στο παιχνίδι μπήκαν οι Αυτοκρατορικές στρατιές, σε συνδυασμό πάντα με την καταλυτική επίδραση της Περσικής διπλωματίας, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Πέρσες περίμεναν να επικρατήσουν εύκολα των Ελλήνων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η νίκη που πέτυχαν οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα ήταν ουσιαστικά η πρώτη Ελληνική νίκη ενάντια σε Αυτοκρατορικά Περσικά στρατεύματα και ως εκ τούτου ένας σταθμός στην Ελληνοπερσική σύγκρουση που κράτησε πάνω από 20 χρόνια και έληξε με τη θριαμβευτική επικράτηση των Ελληνικών όπλων. Αυτή καθαυτή η μάχη του Μαραθώνα, σε συνδυασμό με αστάθμητους παράγοντες, όπως ο θάνατος του Δαρείου και η επανάσταση στην Αίγυπτο που αναγκάστηκε να καταστείλει ο Ξέρξης πριν εκστρατεύσει στην Ελλάδα.

Έδωσε στην Αθήνα μία δεκαετία, την οποία οι εφευρετικοί πολίτες της Αττικής, υπό την καθοδήγηση σπουδαίων ανδρών όπως ο Θεμιστοκλής, εκμεταλλεύτηκαν για να δημιουργήσουν μεταξύ 484 και 482 π.X. τον εξαιρετικό στόλο τους, ο οποίος μεγαλούργησε στη Σαλαμίνα και ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που έδωσε τη νίκη στους Έλληνες. Σε περίπτωση που η Αθήνα έπεφτε, οι συνέπειες για τη συνέχεια των «Μηδικών» και την ιστορία της Ελλάδας θα ήταν ανυπολόγιστες.

Είναι βέβαιο ότι ο κλασικός πολιτισμός της Ελλάδας, η απαρχή του δυτικού πολιτισμού, δύσκολα θα είχε λάμψει ή πολύ δύσκολα θα είχε φθάσει στα ύψη που έφθασε σε μία ελεύθερη από ξένες επιβουλές Ελλάδα. Όλοι οι δυτικοί ερευνητές, που αποδίδουν την καταγωγή του σημερινού δυτικού πολιτισμού στην κλασική Ελλάδα, υποδεικνύουν το Μαραθώνα ως ένα σημείο καμπής στην ιστορία ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Φυσικά, ο Μαραθώνας ήταν μόνο η αρχή της διελκυστίνδας ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες.

Αλλά οι μαχητές των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών είχαν ήδη ένα φωτεινό παράδειγμα να τους δίνει κουράγιο και να τους δείχνει ότι ο περσικός στρατός μπορούσε να νικηθεί. H «Δύση», η δημοκρατία και η ελεύθερη σκέψη σώθηκαν στο Μαραθώνα. Σύμφωνα με τον Edward S. Creasy («15 αποφασιστικές μάχες του κόσμου – Aπό το Mαραθώνα στο Bατερλό»):

«Oι αναδυόμενες ενέργειες (της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού πολιτισμού) της Ευρώπης θα καταστρέφονταν κάτω από την οικουμενική κατάκτηση (των Περσών) και η ιστορία του κόσμου, όπως η Ιστορία της Ασίας, θα ήταν μία απλή καταγραφή της ανόδου και της πτώσης δεσποτικών δυναστειών, εισβολών βαρβαρικών ορδών και της πνευματικής και πολιτικής καταπίεσης εκατομμυρίων κάτω από το διάδημα, την τιάρα και το ξίφος».

Διαπιστώσεις και Συμπεράσματα

Η μάχη του Μαραθώνα, την οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί αποκάλεσαν «Μάχη του Μάρνη της αρχαιότητας», δεν απομάκρυνε οριστικά τον Περσικό κίνδυνο. Χρειάστηκαν αργότερα και άλλοι σκληροί αγώνες στην ξηρά και θάλασσα, στις Θερμοπύλες, τις Πλαταιές, τη Σαλαμίνα και τη Μυκάλη. Όμως, έδωσε στους Έλληνες αυτοπεποίθηση και κυρίως κατέδειξε σ’ αυτούς, ότι μόνο με την ένωση των δυνάμεών τους θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί μελλοντική ενέργεια των Περσών.

Η νίκη του Μαραθώνα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρωταρχικούς συντελεστές, στη στρατηγική ιδιοφυία του Μιλτιάδη και την υπέροχη αγωνιστι­κή διάθεση των Αθηναίων για υπεράσπιση του πάτριου εδάφους. Η επιτυ­χία του σχεδίου του Μιλτιάδη οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες, ήτοι:

1. Στην ανάληψη επιθετικής ενέργειας, που θεωρείται ως η μόνη ικανή να εξασφαλίσει τη νίκη.

2. Στη μετατροπή της μέχρι τότε καθιερωμένης ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων στην όλη διάταξη της φάλαγγας, με την αποδυνάμωση του κέντρου της και την ενίσχυση των Άκρων της. Με τη μετατροπή αυτήν, ο Μιλτιάδης απέκτησε τη δυνατότητα, σε πρώτη φάση, να απωθήσει τις Περσικές πτέρυγες και σε δεύτερη φάση να κυκλώσει το ισχυρό περσικό κέντρο και να το αποσυνθέσει.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι ο Μιλτιάδης, με το σχέδιό του στο Μαραθώνα, εισήγαγε στην Πολεμική Τέχνη τις Αρχές του Πολέμου:

1. Επιθετική Ενέργεια,
2. Οικονομία Δυνάμεων,
3. Συγκέντρωση Δυνάμεων,
4. Η «Διπλή Υπερκέραση-κύκλωση» ως μορφή του Επιθετικού Ελιγμού.

Τον ελιγμό αυτόν επανέλαβαν αργότερα ο Αννίβας στις Κάννες, ο Μπλύχερ στο Βατερλώ, ο Μόλτκε στο Σεντάν, ο Χίντεμπουργκ και ο Λούντεντορφ στις Μαζουριανές λίμνες, ο Αϊζενχάουερ στη μάχη της Γαλλίας.

Τέλος, η σύγκριση των δυνάμεων των δύο αντιπάλων αποδεικνύει, ότι οι Πέρσες υπερτερούσαν συντριπτικά έναντι των Ελλήνων από απόψεως αριθμού ανδρών, υστερούσαν όμως καταφανώς από απόψεως ηθικών δυνάμεων. Η αγωνιστική διάθεση των Ελλήνων, η οποία έχει αναφερθεί ως ένας από τους πρωταρχικούς συντελεστές της νίκης του Μαραθώνα, ήταν αποτέλεσμα των ακμαίων ηθικών δυνάμεών τους και ακόμα της ανωτερότητας του οπλισμού και της εκπαιδεύσεώς τους. Χωρίς αυτές τις ηθικές δυνάμεις θα ήταν ασύμφορη και αδικαιολόγητη η ανάληψη επιθετικής ενέργειας.

Θρύλοι για τη Μάχη

Ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της μάχης αποτελεί η πορεία του Φειδιππίδη από την Αθήνα στη Σπάρτη. Κατά τη διάρκειας της πορείας, ο δρομέας πέτυχε στον δρόμο του τον θεό Πάνα – ο θεός τον ρώτησε γιατί οι Αθηναίοι δεν τον τιμούσαν. Ο δρομέας απάντησε ότι οι Αθηναίοι θα τον τιμούσαν απ’ εδώ και πέρα. Ο Πάνας είχε προκαλέσει τον πανικό στους Πέρσες κατά τη διάρκειας της μάχης – προς τιμή αυτού, οι Αθηναίοι έφτιαξαν ένα τέμενος στα βόρεια της Ακρόπολης.

Μετά τη νίκη, η γιορτή της Αγροτέρας Αρτέμιδος πήρε νέα μορφή – πριν τη μάχη, οι Αθηναίοι ορκίστηκαν να θυσιάζουν ένα αριθμό αιγών ίσο με τον αριθμό των νεκρών Περσών. Αλλά, λόγω του μεγάλου αριθμού νεκρών Περσών, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να προσφέρουν πενήντα αίγες κάθε χρόνο – ο Ξενοφών αναφέρει ότι, ενενήντα χρόνια μετά τη μάχη, αυτή η παράδοση συνεχίζονταν. Κατά τον Πλούταρχο, οι Αθηναίοι είχαν δει το φάντασμα του Θησέα, το οποίο τους οδήγησε κατά των Περσών – αυτή η σκηνή απεικονίζεται στην τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς. Ο Παυσανίας επίσης γράφει:

«Συνέβη δὲ ὡς λέγουσιν ἄνδρα ἐν τῇ μάχῃ παρεῖναι τὸ εἶδος καὶ τὴν σκευὴν ἄγροικον· οὗτος τῶν βαρβάρων πολλοὺς καταφονεύσας ἀρότρῳ μετὰ τὸ ἔργον ἦν ἀφανής· ἐρομένοις δὲ Ἀθηναίοις ἄλλο μὲν ὁ θεὸς ἐς αὐτὸν ἔχρησεν οὐδέν, τιμᾶν δὲ Ἐχετλαῖον ἐκέλευσεν ἥρωα»

Κατά τον Κλαύδιο Αιλιανό, ένας οπλίτης έφερε τον σκύλο του στο στρατόπεδο και ο σκύλος είχε επιτεθεί, μαζί με τον κύριό του, στους Πέρσες. Αυτή η σκηνή απεικονίζεται στην τοιχογραφία της Ποικιλής Στοάς.

Χρονολόγιο των Γεγονότων της Εποχής και της Μάχης του Μαραθώνα

547 π.Χ. Ο Κύρος κατακτά το βασίλειο της Λυδίας
Υπαγωγή των Ιωνικών και Αιολικών πόλεων στην Περσική Αυτοκρατορία

522 π.Χ. Άνοδος του Δαρείου στο θρόνο

517 π.Χ. Υποταγή της Σάμου, της Λέσβου και της Χίου στους Πέρσες

513 π.Χ. Εκστρατεία του Δαρείου στη Θράκη και τη Σκυθία

510 π.Χ. Σπαρτιατική επέμβαση στην Αθήνα: εκδίωξη του τυράννου Ιππία

508 /7 π.Χ. Αθήνα: Ο Κλειθένης εισηγείται τις μεταρρυθμίσεις του

507 π.Χ. Απόκρουση νέας Σπαρτιατικής εισβολής.
Οι Αθηναίοι επιζητούν συμμαχία με την Περσία

506 π.Χ. Οι Αθηναίοι νικούν τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς
Εδραίωση του νέου πολιτεύματος

499-494 π.Χ. Ιωνική επανάσταση.
Υποστήριξη από Αθήνα και Ερέτρια

499 π.Χ. Η Περσία επιτίθεται στη Νάξο


498 π.Χ. Οι Ίωνες και οι σύμμαχοί τους πυρπολούν τις Σάρδεις

497 π.Χ. Συγκρούσεις στην Κύπρο και στη θαλάσσια περιοχή της

497-496 π.Χ. Περσικές χερσαίες επιθέσεις στη Μικρά Ασία
Ο Δαρείος στην Αίγυπτο

496 π.Χ. Η Κύπρος υποτάσσεται στην Περσία

494 π.Χ. Η Περσία νικά τους Ίωνες στη ναυμαχία της Λάδης

494 π.Χ. Η Σπάρτη νικά το Άργος στη Σήπεια

493 π.Χ. Η Περσία επιβάλλει και πάλι την κυριαρχία της στο ανατολικό Αιγαίο.
Ο Θεμιστοκλής εκλέγεται άρχων στην Αθήνα.
Ο Μιλτιάδης καταφεύγει από τη Χερσόνησο στην Αθήνα

492 π.Χ. Εκστρατεία Μαρδόνιου στη Θράκη και στη Μακεδονία.
Η Περσία αντικαθιστά τις τυραννίες με »Δημοκρατίες» στα Ελληνικά κράτη της Ιωνίας.
Ο Μαρδόνιος εδραιώνει την περσική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Σατραπεία.
Δίκη του Μιλτιάδη στην Αθήνα

491 π.Χ. Η Θάσος υποτάσσεται στην Περσία.
Ο Δαρείος απαιτεί υποταγή από τα Ελληνικά κράτη.
Το Δεκέμβριο εχθροπραξίες μεταξύ Αθήνας και Αίγινας

490 π.Χ. Μάρτιος: Η Αίγινα νικά την Αθήνα στη θάλασσα.
Μέσα καλοκαιριού: Περσική εκστρατεία εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας.
Υποταγή Κυκλάδων, καταστροφή της Νάξου
Σεπτέμβριος: κατάληψη της Ερέτριας, μάχη του Μαραθώνα

489 π.Χ. Αθήνα: Ο Αριστείδης εκλέγεται άρχων.
Καταδίκη του Μιλτιάδη μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του εναντίον της Πάρου

487 π.Χ. Πρώτη εφαρμογή του οστρακισμού ( Ίππαρχος)

487 ή 486 π.Χ. Καθιερώνεται η κλήρωση για την επιλογή των αρχόντων

486 π.Χ. Ο Μεγακλής οστρακίζεται.
Η Αίγυπτος επαναστατεί. Θάνατος του Δαρείου
Ανάρρηση του Ξέρξη στο θρόνο το Νοέμβριο

485 π.Χ. Επανάληψη εχθροπραξιών μεταξύ Αθήνας και Αίγινας.
Η Αίγυπτος υποτάσσεται

484 π.Χ. Ο Ξάνθιππος οστρακίζεται.
Επανάσταση στη Βαβυλωνία

483 ή 482 π.Χ. Ο Αριστείδης οστρακίζεται.
Απόφαση της Αθήνας να ναυπηγήσει 200 τριήρεις

482 π.Χ. Επανάσταση στη Βαβυλωνία

481 π.Χ. Σεπτέμβριος: Απόφαση της Αθήνας να εντάξει στο στόλο ολόκληρο το ανθρώπινο δυναμικό της
Οκτώβριος: Άφιξη του Ξέρξη στις Σάρδεις και αποστολή προξένων στην Ελλάδα.
Ίδρυση της Ελληνικής Συμμαχίας
Νοέμβριος: σύναψη ειρήνης μεταξύ Αθήνας και Αίγινας

480 π.Χ. Εκστρατεία του Ξέρξη
Σεπτέμβριος: Ναυμαχία Αρτεμισίου, μάχη Θερμοπυλών
Τέλη Σεπτεμβρίου: ναυμαχία της Σαλαμίνας. Επιστροφή του Ξέρξη στην Ασία

479 π.Χ. Μάχη των Πλαταιών.
Ναυμαχία και μάχη της Μυκάλης.
Είσοδος των νησιωτών στην Ελληνική Συμμαχία

479-478 π.Χ. Χειμώνας: Πολιορκία της Σηστού

 

Η Σημασία της Νίκης για την Ελλάδα

Η μάχη του Μαραθώνα δεν έδωσε καμιά αποφασιστική τροπή στον αγώνα των Ελλήνων και Περσών, έχει όμως μεγάλη σπουδαιότητα. Ήταν μια νίκη σχετικά λίγων οπλιτών ενάντια σε πολλαπλάσιους εχθρούς, που δείχνει όχι μόνο την ανώτερη πολεμική τακτική των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες, αλλά και το θάρρος, τη δύναμη και την επινοητικότητα των Ελλήνων, σ’ ένα δίκαιο αμυντικό αγώνα κατά των Περσών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα ανώτερα αισθήματα των Ελλήνων για την πατρίδα και την οικογένειά τους.

Οι Έλληνες μετά τη μάχη αυτή συνειδητοποίησαν την εθνική τους ενότητα. Η μάχη αυτή έγινε από τους Αθηναίους και τους λίγους Πλαταιείς, όμως όλοι οι Έλληνες χάρηκαν για τη νίκη και βάθυναν μέσα τους την ενότητα της ελευθερίας, για την οποία πολέμησαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. Οι Έλληνες, που έρχονταν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Πέρσες, κατέρριψαν το μύθο ότι η Περσική Αυτοκρατορία ήταν αήττητη, που είχε βέβαια δημιουργηθεί από τις μέχρι τότε επιτυχίες των Περσών. Αν είχαν χάσει τον πόλεμο, δυο ενδεχόμενα τους περίμεναν:

Α) Η υποδούλωση της Ελλάδας στον ανατολίτη κατακτητή, πράγμα που θα σηματοδοτούσε μια πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση, γιατί ασφαλώς θα είχαν ματαιωθεί όλα τα μεταγενέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας.

Β) Η παλινόρθωση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, με την εγκατάσταση στην εξουσία του Ιππία, θα είχε ως συνέπεια την πολιτειακή οπισθοδρόμηση. Και πολύ πιθανόν, δεν θα είχαμε τη γνωστή μας δημοκρατική εξέλιξη.

Η Αθήνα στον πόλεμο αυτόν εκπροσώπησε όλους τους Έλληνες και έδειξε στους εχθρούς της ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία. Η μάχη του Μαραθώνα αποδείχθηκε πολύ σημαντική για τους Έλληνες. Η μάχη ήταν καθοριστική στιγμή στην ιστορία της Αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς έδειξε τι μπορούσαν να πετύχουν με ενότητα και αυτοπεποίθηση.

Φαίνεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρεί ότι η συμμετοχή του στον Μαραθώνα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του -ανώτερο κι απ’ την Ορέστεια και τους Πέρσες του- δεδομένου ότι έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει

μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·

ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι

καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος
Αυτός ο τάφος στην καρποφόρα Γέλα τον Αθηναίο Αισχύλο του Ευφορίωνα :σκεπάζει. Για την ξακουστή παλληκαριά του το άλσος του Μαραθώνα θα πει, και οι μακρομάλληδες Μήδοι, που καλά την ξέρουν. Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, το μεγαλύτερο μάθημα για τους Έλληνες ήταν η δύναμη των οπλιτών – αυτοί θα έπαιζαν μεγάλο ρόλο και στις εμφύλιες συρράξεις των Ελλήνων. Παρολ’ αυτά, ο σχηματισμός φάλαγγας ήταν ευάλωτος στο ιππικό, αλλά καθώς στον Μαραθώνα το Περσικό ιππικό έλειπε, η φάλαγγα αποδείχθηκε θανατηφόρο όπλο.

Η Νίκη στο Μύθο και στην Τέχνη

Την εποχή της νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών δεν υπήρχε ιστορικός για να καταγράψει τα πραγματικά γεγονότα. Γι’ αυτό, μετά από μια γενιά, άλλα γεγονότα είχαν ξεχαστεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί από τους Αθηναίους που, όπως είναι φυσικό, είχαν δώσει μυθικές διαστάσεις στους συντελεστές της νίκης, κυρίως στον Μιλτιάδη. Αλλά και για τον στρατηγό Καλλίμαχο και τον Κυναίγειρο, αδελφό του ποιητή Αισχύλου, σχηματίστηκαν διάφορες παραδόσεις για τα κατορθώματά τους και στήθηκαν μνημεία για να τα θυμίζουν στους μεταγενέστερους.

Η παράδοση, για παράδειγμα, θέλει τον Κυναίγειρο να κρατά ένα Περσικό πλοίο και να το εμποδίζει να αποπλεύσει. Όμως, ένας Πέρσης σηκώνει ένα τσεκούρι και του κόβει το δεξί χέρι. Ο Κυναίγειρος αρπάζει το πλοίο με το αριστερό και τότε ο Πέρσης του κόβει και το αριστερό χέρι. Παραδίδεται ότι οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν, όταν είδαν τους Έλληνες να τρέχουν συντεταγμένοι εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε στον Πάνα, του οποίου η λατρεία επέζησε σε μια σπηλιά στη ΒΔ πλαγιά της Ακρόπολης, που αφιερώθηκε σ’ αυτόν.

Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μια ιστορία σχετική με τον Πάνα και τον Μαραθώνα. Ο δρομέας Φειδιππίδης, ενώ διέσχιζε την Αρκαδία τρέχοντας για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, συνάντησε τον Πάνα, που του παραπονέθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του. Υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα έχουν την εύνοιά του, αρκεί αυτοί να του προσφέρουν τη λατρεία τους. Ο μύθος λέει ότι ο Μιλτιάδης έγινε αρχιστράτηγος και αντικατέστησε τη μέρα της μάχης τον Καλλίμαχο, γιατί η αρχιστρατηγία άλλαζε εκ περιτροπής κάθε μέρα.

Ο αρχιστράτηγος Καλλίμαχος παρέδωσε την ηγεσία στον Μιλτιάδη, επειδή είχε πείρα της πολεμικής τακτικής των Περσών, αφού είχε ζήσει στη Θράκη και είχε γνωρίσει τους Πέρσες στρατιώτες απ’ την εκστρατεία τους στη Σκυθία. Η νίκη των Αθηναίων τυλίχθηκε στην ομίχλη του μύθου και της δόξας και κάλυψε την αλήθεια των γεγονότων. Ο Καλλίμαχος είναι λιγότερο γνωστός και επαινέθηκε λιγότερο από όσο έπρεπε (παρόλο που σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη), λόγω της μεγάλης φήμης του Μιλτιάδη.

Ωστόσο, το όνομά του διασώθηκε σε Ιωνικό κίονα, που αποτελούσε τη βάση μιας Νίκης. Ίσως αφιερώθηκε από τον ίδιο τον στρατηγό πριν από τη μάχη και στήθηκε μετά το θάνατό του. Οι Αθηναίοι συνήθιζαν μετά τις επιτυχίες τους να αποδίδουν ευχαριστίες στο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, τους Δελφούς. Το ίδιο έπραξαν και με τη νίκη τους κατά των Περσών στον Μαραθώνα. Δεν ξέχασαν τη βοήθεια του Απόλλωνα, γι’ αυτό και έχτισαν ένα μικρό «θησαυρό» Δωρικού ρυθμού, από μάρμαρο της Πάρου.

Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι, αντάξιο με τη χάρη των ανάγλυφων που κάλυπταν την εσωτερική επιφάνεια του κτίσματος και τα οποία διασώθηκαν κάτω από τα ερείπιά του. Το οικοδόμημα αποτελείτο από σηκό και πρόναο και το στόλιζαν 30 ανάγλυφες μετώπες. Είχε επίσης δύο αγάλματα έφιππων αμαζόνων στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αναπαριστούν τα κατορθώματα του Θησέα και του Ηρακλή και τη γιγαντομαχία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα χτίστηκε μια επιμήκης βάση μπροστά στο «θησαυρό» για να τοποθετηθούν τα τρόπαια της μάχης.

Η νίκη στον Μαραθώνα τιμήθηκε και στην Αθήνα σε διαγωνισμό ελεγείας, με θέμα τη νίκη. Στο διαγωνισμό νίκησε ο νεαρός Σιμωνίδης. Ο Αισχύλος, που έλαβε μέρος στο διαγωνισμό, πικράθηκε τόσο πολύ (κατά την παράδοση) που αυτοεξορίστηκε στη Σικελία. Το θεϊκό στοιχείο κι η απόδοση ευχαριστιών στους θεούς εκφράστηκε και στην Ακρόπολη. Κάτω από το ναό της Αθηνάς (τον Παρθενώνα), που χτίστηκε την εποχή του Περικλή, έχουν βρει υπολείμματα προγενέστερου ναού, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Λείψανα από κίονες αυτού του ναού μπορεί να δει κανείς στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι ο ναός είχε αρχίσει να χτίζεται κατά το 490 π.Χ., αλλά κάηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά τον Μαραθώνα, όταν ισοπεδώθηκε η πόλη της Αθήνας. Πολύ αργότερα, στα μέσα του 5ου αιώνα, άρχισαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του ναού, δηλαδή μετά τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες, αλλά ο νέος αρχιτέκτονας δεν ακολούθησε το παλαιό σχέδιο.

Στην ίδια εποχή θα πρέπει να αποδοθεί η μνημειακή είσοδος προς την Ακρόπολη, το αρχαίο πρόπυλο, το οποίο όμως επρόκειτο να αντικατασταθεί, αργότερα, από τα Προπύλαια που σχεδίασε ο Μνησικλής, στην εποχή του Περικλή. Αφήσαμε τελευταία τη ζωγραφική αναπαράσταση της μάχης του Μαραθώνα, που φιλοτεχνήθηκε στην Ποικίλη Στοά. Οι Αθηναίοι απόγονοι των Μαραθωνομάχων έπαιρναν ασφαλώς μια ιδέα της μάχης από τη σύνθεση αυτή που έγινε, περίπου 25 χρόνια αργότερα, στο βόρειο άκρο της Αγοράς.

Η ζωγραφική αυτή αναπαράσταση βασίστηκε σε ανάλογες σκηνές αγγειογράφων. Σίγουρα η σύνθεση δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δίνει όμως μια ιδέα της επικής αυτής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών. Είναι χαρακτηριστικό το λιτό επίγραμμα του Σιμωνίδη, που απηχεί το γεγονός, ότι δηλαδή οι μαραθωνομάχοι εκπροσωπούσαν στον Μαραθώνα όλους τους Έλληνες: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

Τιμώντας Θεούς και Ήρωες

Για όσους την έζησαν, η σύγκρουση ανάμεσα στους Αθηναίους πολίτες και τον περήφανο στρατό του Μεγάλου Βασιλέως είχε τη μυθογενετική δύναμη όλων εκείνων των γεγονότων που ξεπερνούν κάθε φορά το μέτρο της καθημερινότητας και της λογικής. Όπως όλες οι μεγάλες στιγμές, οι μεγάλες ανατροπές και οι μεγάλες πράξεις, έτσι και τα γεγονότα εκείνης της μέρας, νοούνται έξω από κάθε έννοια του χρόνου.

Με τον επικό χαρακτήρα της μάχης θα συνδεθούν ιστορίες όχι μόνο για ηρωικούς θανάτους σαν αυτούς του Κυνέγειρου, του Καλλίμαχου και του Επίζηλου, αλλά και για απίστευτα ατομικά κατορθώματα, του Φειδιππίδη, που »πετάει» στη Σπάρτη, του Μαραθωνοδρόμου που ξεψυχάει φέρνοντας το μήνυμα της νίκης, αλλά και ολόκληρου εκείνου του μυθικού στρατού, που μετά τη δρομαία επίθεση των 1.500 μ., διεξάγει μια εξαιρετικά σκληρή διπλή μάχη, καταδιώκει τους Πέρσες και επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα.

Ιστορίες που δείχνουν σε ποιο βαθμό ο μύθος του Μαραθώνα μας παρασύρει να δεχτούμε το αδύνατο. Μια άλλη, μυθική, διάσταση δίνει στη νίκη η επιφάνεια όλων εκείνων των θεών και των ηρώων, οι οποίοι –όπως στην Ιλιάδα, αλλά σπάνια πλέον μετά τους Περσικούς πολέμους– έρχονται επίκουροι στη μεγάλη μάχη: ο Πάνας, που κατεβαίνει από τα Αρκαδικά βουνά, πιστός στην υπόσχεση που έδωσε στο Φιδειππίδη, ο Θησέας από τον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής από τον Όλυμπο μαζί με την Αθηνά, ο τοπικός ήρωας Μαραθών και ο αγροτικός Έχετλος, προσωποποίηση του αλετριού.

Τα Μνημεία

Η ακτινοβολία της νίκης θα φωτίσει ολόκληρη την πεδιάδα. Κάθε γωνιά του Μαραθώνα θα έχει κάτι να πει γι’ αυτήν. Το σπήλαιο της Οινόης αφιερώνεται στον Πάνα. Στις ρίζες του βουνού Τρίκερι, στη Ρωμαϊκή εποχή, έδειχναν ακόμη τις φάτνες των αλόγων του Περσικού ιππικού και τα ίχνη από τη σκηνή του Αρταφέρνη. Η πανύψηλη μαρμάρινη κολόνα με το Ιωνικό κιονόκρανο του τροπαίου –αντί του συνηθισμένου ξερού δένδρου με την εχθρική πανοπλία–, που δέσποζε στην άκρη του έλους, θα θυμίζει το σημείο της Περσικής καταστροφής.


Και στο βάθος της πεδιάδας, στο Μεγάλο Έλος, θα δείχνουν το σημείο όπου πνίγηκε η περσική αλαζονεία. Στο επίκεντρο όμως βρίσκονταν οι τάφοι των Μαραθωνομάχων. Όπως λέει ο Παυσανίας, τον 2ο αι. μ.Χ., οι Αθηναίοι τους τιμούσαν ακόμη στις μέρες του ως ήρωες. Γύρω από τους τάφους οργανώθηκαν, πολύ σύντομα μετά τη μάχη, επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν τους. Μοναδικό μνημείο τους σώζεται ένας χάλκινος λέβης με τη λιτή στικτή επιγραφή «ΑΘΕΝΑΙΟΙ. ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΕΝ ΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», το βραβείο –και συγχρόνως τεφροδόχος– ενός αθλητή (πιθανότατα ενός Μαραθωνομάχου), που θέλησε να ταφεί κοντά στο πεδίο της μάχης.

Ακόμα, έως τα ύστερα Ελληνιστικά χρόνια, οι Αθηναίοι έφηβοι έρχονται να θυσιάσουν και να στεφανώσουν τους τάφους εκείνων που πέθαναν για την ελευθερία, ενώ αιώνες μετά, όπως έλεγαν οι ντόπιοι στον Παυσανία, ολόκληρο το πεδίο της μάχης στοίχειωνε και οι νύχτες γέμιζε από κραυγές, χλιμιντρίσματα αλόγων και την αόρατη παρουσία των ηρωικών νεκρών.

Τα Πρώτα Αναθήματα

Την υπερηφάνεια των Αθηναίων για τη μεγάλη νίκη που μόνοι τους, πρώτοι από τους Έλληνες, κατήγαγαν κατά των βαρβάρων δηλώνει το στεφάνι (τέσσερα φύλλα ελιάς) που από τότε κοσμεί το κράνος της Αθηνάς στα νομίσματα της πόλης της. Δεν αποκλείεται, όπως υποτέθηκε, η κουκουβάγια με ανοιγμένα φτερά που κοσμεί τα περίφημα δεκάδραχμα του 486 π.Χ. να αναφέρεται στην επιφάνεια της θεάς στο Μαραθώνα, όπως είναι γνωστό ότι συνέβη πριν από τη μάχη στη Σαλαμίνα.

Οι στίχοι του Αριστοφάνη (Σφήκες 1081-1086) θα ταίριαζαν το ίδιο καλά (ίσως καλύτερα) σε εκείνη τη μάχη:

»Εὐθέως γὰρ ἐκδραμόντες ξὺν δορὶ ξὺν ἀσπίδι ἐμαχόμεσθ᾽ αὐτοῖσι, θυμὸν ὀξίνην πεπωκότες, στὰς ἀνὴρ παρ᾽ ἄνδρ᾽, ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων· ὑπὸ δὲ τῶν τοξευμάτων οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν οὐρανόν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐωσάμεσθα ξὺν θεοῖς πρὸς ἑσπέραν. γλαῦξ γὰρ ἡμῶν πρὶν μάχεσθαι τὸν στρατὸν διέπτετο.»

Αλλά και την Άρτεμη τίμησαν οι Αθηναίοι, προσθέτοντας δίπλα στην κουκουβάγια, στην οπίσθια όψη των τετραδράχμων που έκοψαν μετά τη μάχη, τη σελήνη στη χάση της, προσωποποίηση της θεάς και συγχρόνως αναφορά στο χρόνο της μεγάλης μάχης. Ελάχιστα, λιτά, όπως και οι τάφοι των Μαραθωνομάχων, είναι και τα πρώτα μνημεία της νίκης.

Η Ολυμπία, όπως το θέλει η μακραίωνη παράδοση του ιερού, είναι ο χώρος όπου οι πολεμιστές θα αφιερώσουν συμβολικά δύο κράνη: ένα περσικό, ανάθημα των Αθηναίων από τα λάφυρα, με την επιγραφή «ΔΙΙ ΑΘΕΝΑΙΟΝ ΜΕΔΟΝ ΛΑΒΟΝΤΕΣ», και το Κορινθιακό κράνος του ίδιου του στρατηγού, με τη λιτή αφιέρωση του «ΜΙΛΤΙΑΔΕΣ ΑΝΕ[Θ]ΕΚΕΝ [Τ]ΟΙ ΔΙ», ένα προσωπικό –και για τούτο ακόμα πιο συγκινητικό– ανάθημα. Ο χώρος της πανελλήνιας διακήρυξης της Αθηναϊκής νίκης ήταν ωστόσο –σύμφωνα πάντα με την παράδοση του ιερού– το Ιωνικό ιερό των Δελφών.

Ήδη στην είσοδό του, σε μια εξέδρα, υποδεχόταν τον προσκυνητή το σύνταγμα με τους επώνυμους ήρωες των Αττικών φυλών, ενώ υψηλότερα, στη στροφή της Ιεράς Οδού, πρόβαλλε ο Δωρικός ναΐσκος (Θησαυρός των Αθηναίων) με τα αναθήματα των Αθηναίων, στην προέλευση των οποίων (ίσως και στην οικοδόμηση του ναού) από τη δεκάτη των λαφύρων της μάχης αναφερόταν η σύντομη επιγραφή στην παρακείμενη μικρή τριγωνική πλατεία: «ΑΘΕΝΑΙΟΙ ΤΟΙ ΑΠΟΛΛΟΝΙ ΑΠΟ ΜΕΔΟΝ ΑΚΡΟΘΙΝΙΑ».

Αντίστοιχα, οι μετόπες του ναΐσκου εξιστορούσαν τους άθλους των δύο ηρώων, του πανελλήνιου ήρωα Ηρακλή και του Θησέα, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα της ανερχόμενης δύναμης της Αθήνας.

Από το Μύθο στο Σύμβολο

Η διατήρηση του ηρωικού χαρακτήρα του χώρου του Μαραθώνα, που καθιερώνουν το τρόπαιο, οι τύμβοι και οι τελετές στη μνήμη των νεκρών, αποτελούν μοναδικό για τα ελληνικά πράγματα φαινόμενο και το πρώτο βήμα στη συμβολική μετουσίωση της μάχης και του χώρου, η οποία ολοκληρώνεται ήδη στην κλασική εποχή. Με αυτόν τον τρόπο ο Μαραθώνας, ως μέρος της Αθηναϊκής συλλογικής μνήμης, εντάσσεται στη σειρά των μυθικών συγκρούσεων, που θεμελίωσαν τον Ελληνικό κόσμον και παίρνει άλλες, ηθικές ακόμη και κοσμικές, διαστάσεις.

Ο Τρωικός πόλεμος, η Αμαζονομαχία, οι Κενταυρομαχίες και πιο πίσω ακόμη, στο ανώτατο (θεϊκό) επίπεδο, οι Γιγαντομαχίες των Ολυμπίων προβάλλονται πίσω από τους Περσικούς πολέμους. Στο φαντασιακό του Αθηναίου πολίτη, η σύγκρουση με τους Πέρσες είναι η συνέχεια όλων εκείνων των μυθικών συγκρούσεων που έφεραν τους Έλληνες σε αντιπαράθεση με την Ανατολή –τη βαρβαρότητα, την ανελευθερία και την κτηνώδη βία– και τους θεούς τους με τις φυσικές, άλογες, δυνάμεις της Γης. Πρόκειται για δίπολα που από αιώνες συνέθεταν την Ελληνική αντίληψη του κόσμου.

Η Πολιτική Πλευρά του Μύθου

Η αναγνώριση του ρόλου του Μιλτιάδη δεν έγινε αυτόματα μετά τη μάχη, αλλά υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας, στενά συνδεδεμένης –όπως καθετί στην Αθήνα– με την πολιτική και τις κομματικές διαμάχες. Μπορεί ο ρόλος του στρατηγού Καλλιμάχου που έπεσε ηρωικά στη μάχη, να μην αναγνωρίζεται στις πηγές μας και περισσότερο από τις στρατηγικές του ικανότητες να τονίζεται η πρόθυμη συνεργασία με το Μιλτιάδη.

Οι φίλοι του όμως έστησαν στην Ακρόπολη το άγαλμα της αγγελιαφόρου των θεών (πιθανόν τάμα του ιδίου πριν από τη μάχη), το επίγραμμα της οποίας θύμιζε το ρόλο του Καλλιμάχου στη νίκη, ενώ πιθανότατα από τον κύκλο του προερχόταν και εκείνος ο Διοφάνης από τη Δεκέλεια, που ήγειρε ένσταση στην Εκκλησία του δήμου, όταν προτάθηκε η χορήγηση στεφάνου στο Μιλτιάδη.

Η άτυχη εκστρατεία του τελευταίου στην Πάρο, έδωσε την ευκαιρία στους αντιπάλους του, τους Ακλμεωνίδες –ο Ξάνθιππος ηγείται της επίθεσης κατά του Μιλτιάδη– και στον ανερχόμενο Θεμιστοκλή –που δεν τον άφηνε ήσυχο «τὸ τοῡ Μιλτιάδου τρόπαιον»– να αμαυρώσουν τη φήμη του νικητή και τη δόξα της νίκης. Έτσι, ο ηγέτης του Μαραθώνα να σαπίζει και να πεθαίνει στη φυλακή, ενώ η φημολογία και η συκοφαντία θα οδηγούν στην αλληλοεξόντωση –με μια σειρά οστρακισμών– των πολιτικών ηγετών, των Πεισιστρατιδών ( Ίππαρχος 488/7 π.Χ.) όπως και των Αλκμεωνιδών (Μεγακλής 487/6 π.Χ.).

Μόνο μετά την άνοδο του γιου του Κίμωνα (478 και 462 π.Χ.), ενός μεγάλου –ίσως του μεγαλύτερου– Αθηναίου στρατηγού, η Αθήνα θα μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος της στο Μιλτιάδη. Τότε χρονολογούνται τα περισσότερα από τα μνημεία της μάχης και φτάνει το απόγειό του το στρατιωτικοπολιτικό ιδανικό του οπλίτη. Τότε είναι που ιδρύεται στο Μαραθώνα το μαρμάρινο τρόπαιο και το κενοτάφειο του μεγάλου στρατηγού, ενώ το δελφικό σύνταγμα των επωνύμων ηρώων των αττικών φυλών συμπληρώνεται με τον ανδράντα του στρατηγού, που τοποθετείται επάξια ανάμεσα στα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα.

Την απεικόνιση του Μιλτιάδη, που αναγνωρίστηκε οπό το Γιώργο Δεσπίνη στο θεληματικό ύφος και τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά μιας ανδρικής κεφαλής του Μουσείου Ακροπόλεως, Ρωμαϊκό αντίγραφο ενός έργου του 465-460 π.Χ. με μακριά κώμη, δεμένη σε κοτσίδες γύρω από το κεφάλι, αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα αφηρωισμού ενός συγχρόνου στρατηγού. Χαρακτηριστική της αλλαγής του κλίματος –και της επιρροής του Κίμωνα– είναι η κεντρική θέση του Μιλτιάδη ανάμεσα στους θεούς και τους ήρωες στον πίνακα της Ποικίλης Στοάς στην Αθηναϊκή Αγορά, έργο του Παναίνου (αδελφού ή ανιψιού του Φειδία) και του Μίκωνα.

Το κατόρθωμα του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα θα προβάλλεται έκτοτε, μαζί με τη νίκη στον Ευρυμέδοντα (465 π.Χ.), προσφέροντας στην ιδεολογία της Δηλιακής Συμμαχίας το όραμα μιας πανελλήνιας ελευθερίας. Ένα όραμα, την πραγματοποίηση του οποίου η Σπάρτη δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αναλάβει: οι Σπαρτιάτες φθάνουν καθυστερημένοι στο Μαραθώνα, μόνο για να θαυμάσουν το μέγεθος της αθηναϊκής νίκης, όπως μετά τη Μυκάλη θα παραιτηθούν από την ηγεμονία των Ελλήνων, αφήνοντας στους Αθηναίους την προστασία των νησιωτών και των αδελφών της Μικρασιατικής ακτής.

Σημαντική ήταν η συμβολή του πολέμαρχου Καλλίμαχου στη μάχη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του δεξιού κέρατος της Αθηναϊκής παράταξης, σύμφωνα με την αρχαία πρακτική. Ο Καλλίμαχος σκοτώθηκε στην τελική φάση της μάχης, κοντά στα καράβια των Περσών. Προς τιμήν του στήθηκε στην Ακρόπολη, επάνω σε έναν ψηλό Ιωνικό κίονα, το άγαλμα της Ίριδας, αγγελιαφόρου των θεών, που πετάει να φέρει την είδηση της νίκης στα πέρατα του κόσμου. Πάνω στον κίονα, χαράχθηκε επίγραμμα από το οποίο σώζονται τμήματα μόνο.

Με τον ίδιο τρόπο, μια γενιά μετά το Μαραθώνα, δέκα χρόνια μετά τον Ευρυμέδοντα, στο αποκορύφωμα της Αθηναϊκής δόξας και στη δίνη –πλέον– του διμέτωπου αγώνα κατά των Περσών και των Πελοποννησίων, η μοναδική εκείνη μάχη αποκτά νέο νόημα, αναγνωρίζεται ως το σύμβολο της πολεμικής αρετής των Αθηναίων και η Αθήνα ως η πρόμαχος της Ελλάδας.

Τούτο εκφράζουν το περίφημο σιμωνίδειο επίγραμμα: ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΑΡΑΘΩΝΙ ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ ΕΣΤΟΡΕΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ και δύο μεγάλα έργα του Φειδία: το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου στην Ακρόπολη, καθυστερημένη προσφορά της δεκάτης των λαφύρων της μάχης (όπως αναφέρει ο Παυσανίας «ἀπὸ Μήδων τῶν ἐς Μαραθῶνα ἀποβάντων»), και το επίσης γιγαντιαίο ακρολιθικό άγαλμα της Αρείας Αθηνάς στην πιστή σύμμαχο, την πόλη των Πλαταιών.

Δεν αποκλείεται –όπως έχει υποτεθεί– η ανάμνηση του Μαραθώνα να διατηρείται ακόμα και στο μνημείο, που αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση του χρυσού αιώνα της Αθήνας: στον Παρθενώνα, όπου στους ιδανικούς ιππείς της ζωφόρου του μπορούν να αναγνωριστούν οι αφηρωισμένοι νεκροί Μαραθωνομάχοι.

Ο Μαραθώνας ως Ιστορία και ως Σύμβολο

Είναι φανερό σε όποιον την προσεγγίσει με κριτική διάθεση ότι η αμφίβια επιχείρηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ούτε ως προς το στόχο, ούτε ως το μέγεθος ή το αποτέλεσμα, μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της οποίας ύστερα από δέκα χρόνια θα ηγηθεί ο ίδιος ο βασιλιάς Ξέρξης. Δεν ήταν ο Μαραθώνας που έσωσε την Ελλάδα, αλλά η Σαλαμίνα και οι Πλαταιές. Μάλιστα, Για τους Σπαρτιάτες ήταν ο Μαραθώνας που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη επίθεση κατά της Ελλάδας.


Η κλασικιστική παράδοση μπορεί να μεγέθυνε τη σημασία της μάχης για το μέλλον της Ευρώπης –χαρακτηριστική είναι η περίφημη ρήση του J.S. Mill ότι η μάχη εκείνη υπήρξε σημαντικότερη για την Αγγλία από ό,τι η μάχη του Hastings– δεν έλειψαν όμως, ήδη στην αρχαιότητα, οι φωνές εκείνων που «διασύροντες καὶ βασκαίνοντες» προσπαθούσαν να μειώσουν την αίγλη της μάχης και αυτή των Αθηνών.

Ανεξάρτητα από την εκτίμηση της σημασίας της από τους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες ή τους νεωτέρους, εκείνο που ενδιαφέρει είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πραγματικό μέγεθος της σύγκρουσης δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί με την τεράστια ιδεολογική σημασία της νίκης για την Αθήνα και το μέλλον της, αλλά και το μέλλον του πολιτισμού μας. Με τη νικηφόρα αντιμετώπιση, στο πεδίο της μάχης, της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας, η νεοσύστατη δημοκρατία απέδειξε τις αντοχές της και απέκτησε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση πάνω στην οποία θα στηρίξει τη μετέπειτα ηγεμονική πορεία της στην πολιτική και τον πολιτισμό.

Ο Μαραθώνας δεν θα αργήσει έτσι να εξελιχθεί σε σύμβολο της δόξας της Αθήνας, προμάχου της Ελλάδας και της ανωτερότητας του Αθηναίου οπλίτη έναντι του Ασιάτη τοξότη. Ο Πέρσης δεν ήταν πλέον ο αήττητος κυρίαρχος της Ανατολής. Οι επαναστάσεις που θα ταράσσουν έκτοτε την Αυτοκρατορία εδώ έχουν τη ρίζα τους και μπορούμε να πούμε ότι το κεφάλαιο που άνοιξε με το Μαραθώνα θα κλείσει από το Μέγα Αλέξανδρο.

Όσο για την ίδια την Αθήνα η μάχη θα είναι η μεγάλη δοκιμασία που θα επιβεβαιώνει την ανωτερότητα και θα εγγυηθεί το μέλλον της Κλεισθένειας ισονομίας. Είναι η νίκη της Αττικής των δήμων, την οποία επικυρώνει η λατρεία των θεών που ήρθαν αρωγοί στη μάχη: του Αρκάδα Πάνα που παρουσιάστηκε στο Φειδιππίδη –του μεγάλου αυτού συμφιλιωτή άστεως και χώρας–, τα ιερά του οποίου γεμίζουν τώρα τις σπηλιές στα γύρω βουνά, και της θεάς των αγρών Αρτέμιδος Αγροτέρας, η λατρεία της οποίας απλώνεται σε όλη την Αττική, ενώνοντας στενότερα τη χώρα.

Μπορεί η έμφαση που δίνεται στη συνέχεια στην πανελλήνια διάσταση της νίκης να συνδέεται με τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της πόλης απέναντι στους συμμάχους ή (στο εσωτερικό της πόλης) την προβολή της ανωτερότητας της παραδοσιακής οπλιτικής τάξης έναντι του ναυτικού όχλου των θητών. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το γεγονός ότι η νίκη του Μαραθώνα αποτελεί την έκφραση της ώριμης δύναμης της πόλης που σε ένα άλλο επίπεδο –στη σύγχρονη τραγωδία– μπόρεσε να συλλάβει και να αποδώσει τη βαθύτερη, ποιητική και φιλοσοφική διάσταση της στιγμής.

Το Ιδανικό του Μαραθωνομάχου και η Νέα Αντίληψη του Ανθρώπου

Πολλά είναι τα επιγράμματα που γράφτηκαν για το Μαραθώνα και τις επόμενες μάχες των Περσικών πολέμων, από τον ίδιο το Σιμωνίδη και άλλους γνωστούς και άγνωστους ποιητές. Ανάμεσα στους στίχους που αφιέρωσε σε εκείνη τη μέρα ο Αισχύλος, την πιο συγκλονιστική μαρτυρία για τη σημασία που είχε η μάχη για όσους βρέθηκαν και πολέμησαν εκεί, τη δίνει στο ποίημα που ο ποιητής προόριζε για τον τάφο του, συμπυκνώνοντας το νόημα μιας ολόκληρης δημιουργικής ζωής:

«ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἂλσος ἂν εἲποι 

καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος».
Για τον Αισχύλο η μάχη εκείνη είχε σημάνει τη χαραυγή μιας νέας εποχής, την αποκάλυψη της βαθιάς αλλαγής στην αντίληψη του ανθρώπου, για την οποία η νίκη κατά των Περσών υπήρξε όχι η προϋπόθεση, αλλά το αποτέλεσμα και η πιο λαμπρή έκφραση. Αυτό που συμβαίνει στις αρχές του 5ου αιώνα στην Ελλάδα εντάσσεται στις βαθύτερες ανατροπές, για τις οποίες σπάνια μιλά η ιστορία, και οι οποίες βρίσκουν έκφραση μόνο στην τέχνη: στην τραγωδία και στην πλαστική.

Το βλέπουμε να λάμπει στα κορμιά και τα πρόσωπα των νέων αθλητών, στη νέα σοβαρότητα, στο νέο ήθος, που –μέσα από τη θεληματικότητα της σωματικής και ηθικής στάσης του σύγχρονου αγάλματος και τη συνειδοτοποίηση της τραγικότητας της ανθρώπινης μοίρας στη σύγχρονη τραγωδία– εκφράζει το τέλος της αθωότητας, την απελευθέρωση του πνεύματος από την ασφάλεια της αρχαϊκής θρησκευτικότητας, του σώματος από τη σιγουριά της γήινης βαρύτητας.

Ο Πίνδαρος, που τόσες αθλητικές νίκες ύμνησε, μπορεί να αγνόησε τη νίκη στο Μαραθώνα, αλλά το πνεύμα που την ενέπνευσε αντηχεί σε κάθε λέξη και κάθε στροφή των ύμνων του. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, το λόγο που έκανε τον Αισχύλο να κρατήσει έως το τέλος τη συμμετοχή του σε αυτή τη μάχη ως το μόνο αξιομνημόνευτο γεγονός της ζωής του– όπως και γιατί είναι αυτή που θα διαμορφώσει τον τύπο του Αθηναίου της παλιάς καλής εποχής που ο Αριστοφάνης –σε μια εποχή βαθιάς κρίσης της πολιτείας– θα φέρνει ξανά και ξανά ως μέτρο σύγκρισης για τους συγχρόνους του.

Από τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Μαραθωνομάχος, θα εξιδανικευτεί και, ως αναπόσπαστο πλέον μέρος της κλασικιστικής παράδοσης, θα αποτελέσει στο Ρωμαϊκό και στο νεότερο κόσμο, τον εκπρόσωπο του ιδανικού της ελευθερίας έναντι του δεσποτισμού του μονάρχη, της τάξης έναντι της ύβρης, τέλος της Ευρώπης έναντι της Ασίας, μια εξέλιξη που συνδέεται με την ανάγκη αυτών των εποχών για ιδανικά και σύμβολα.

Κατά ένα περίεργο τρόπο, Μαραθώνας χρωστά σήμερα την παγκόσμια δόξα του ονόματός του στην ένταξή του στους αναγεννημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε ανάμνηση του αγγελιαφόρου της νίκης που άφησε την τελευταία του πνοή μαζί με τη νικηφόρα κραυγή «νενικήκαμεν» μπροστά στο Πρυτανείο, μια ιστορία, που –αδιάφορο αν είναι αληθινή ή φανταστική– μεταφέρει στους αιώνες ένα σπουδαίο μήνυμα για την ικανότητα του ανθρώπου να ξεπερνά, δικαιώνοντας με αυτό και μόνο τον τρόπο την ύπαρξή του, τους περιορισμούς των υλικών εμποδίων και τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και αντοχών.

Τα 5 Ανεξήγητα Φαινόμενα της Μάχης του Μαραθώνα

Ανεξήγητο Πρώτον

Η Μάχη του Μαραθώνα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είχε γίνει πάνω σε μια πεδιάδα .Δεν έχει σχέση με καμία άλλη μάχη στην Ελλάδα όπως π.χ. με τη Μάχη των Θερμοπυλών η οποία ήταν σε στενό. Στο Μαραθώνα η πεδιάδα επέτρεπε την ανάπτυξη όλου του Περσικού στρατεύματος όπως και έγινε. Δηλαδή οι Έλληνες επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες κατά μέτωπο και με όλο το εύρος της δύναμής τους πράγμα που θα ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα γι αυτούς. Γιατί όμως επέλεξαν αυτόν τον τρόπο δείχνοντας στον αντίπαλο ότι περιφρονούν τη δύναμή του και πως ήταν σίγουροι για τη νίκη τους;

Ανεξήγητο Δεύτερον

Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα στο πεδίο της Μάχης οι Πέρσες αναπτύχθηκαν σε βάθος 30 αντρών στο κέντρο της παράταξής τους (εδώ προσοχή δεν υπολογίζεται ότι τα άκρα των Περσών ήταν αδύναμα με λιγότερο βάθος το εκλαμβάνουμε ως ισόποσο). Αυτό έδινε μια ανάπτυξη στρατεύματος των 100.000 χιλιάδων αντρών που ήταν εκεί γύρο στα 3.300 μέτρα. Από την άλλη μεριά οι Έλληνες ήταν μόνο 11.000 και για να μπορέσουν να αντιπαρατάξουν ένα ίσο μέτωπο απέναντι στους Πέρσες έπρεπε το βάθος τους να είναι βάθος 3 ανδρών και κάτι (χωρίς να υπολογίσουμε ότι είχαν ενισχύσει τα άκρα τους πράγμα που θα έδινε μικρότερο μήκος).

Από την Ιστορία γνωρίζουμε ότι το μέτωπο των Ελλήνων ήταν 1600 μέτρα δηλ. 6 άνδρες περίπου βάθους σε ισόποση παράταξη. Έτσι από τα παραπάνω προκύπτει ότι περίσσευαν 850 μέτρα από τη μία μεριά και 850 μέτρα από την άλλη μεριά Περσικού μετώπου το οποίου θα στεκότανε και δεν θα έκανε τίποτα. Το ερώτημα είναι ότι εάν τα πράγματα γίνανε έτσι γιατί αυτός ο στρατός των 850 μ από τη μια μεριά και των 850μ από την άλλη δεν κινήθηκε κυκλωτικά για να παγιδεύσει τους Έλληνες σαν θανάσιμη τανάλια;

Ανεξήγητο Τρίτον

Στα έργα του Ηροδότου και του Παυσανία έχουμε μια παρουσία ενός ανδρός αγνώστου προς τους Έλληνες ο οποίος εμφανίστηκε απροειδοποίητα. Ήταν πιο ψηλός από τα άτομα εκείνης της εποχής φορούσε μια περίεργη στολή η οποία έμοιαζε με αγρότη και όχι με πολεμιστή και κρατούσε ένα όπλο το οποίο έμοιαζε με λαβή αρότρου (αρχ.εχέτλη) το οποίο το έστρεφε προς τους Πέρσες και τους αποδεκάτιζε. Αργότερα οι Έλληνες ζητώντας πληροφορίες για το άτομο αυτό από το Μαντείο των Δελφών οι ιερείς τον κατονόμασαν ως Εχετλαίο.

«…Συνέβη δε ως λέγουσιν, άνδρα εν τη μάχη παρείναι το είδος και την σκευήν άγροικον. Ούτος των βαρβάρων πολλούς καταφονεύσας αρότρω, μετά το έργον ην αφανής. Ερομενοις δε Αθηναίοις άλλο μεν ο θεός ες αυτόν έχρησεν ουδέν, τιμάν δε Εχετλαίον εκέλευσεν ήρωα.».

Ο άνδρας αυτός προωθούνταν στο πεδίο της Μάχης και κατακρεουργούσε τους Πέρσες με το όπλο του με απίστευτη ταχύτητα. Επίσης ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι ένας Αθηναίος στρατιώτης, ο Επίζηλος, γιός του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία στήθος με στήθος ξαφνικά έχασε την όραση του και στα δύο του μάτια, παρόλο που δεν τον είχε ακουμπήσει τίποτα, ούτε δόρυ ούτε ξίφος ούτε βέλος τόξου. Συνεχίζοντας ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Επίζηλος διηγείται ότι είδε έναν μεγαλόσωμο οπλίτη που η γενειάδα του κάλυπτε ολόκληρη την ασπίδα του, και ότι αυτό το φάντασμα κρατούσε στα χέρια του ένα πολύ φωτεινό όπλο.

Πέρασε ακριβώς δίπλα του, σκοτώνοντας Πέρσες αντιπάλους και αυτή η σκηνή ήταν η τελευταία που είδε ο Επίζηλος γιατί από κάποια υπερβολική λάμψη, τυφλώθηκε. Αυτό δείχνει ότι το όπλο που κρατούσε ο Εχετλαίος προκαλούσε θανάσιμα χτυπήματα από μακριά χωρίς να αγγίζει τους ανθρώπους ,ενώ όλα τα όπλα της εποχής έπρεπε αν μη τι άλλο να σ αγγίξουν. Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας από πού ερχόταν και τι είδους καταστροφικό για τους αντιπάλους του όπλο κρατούσε;

Ανεξήγητο Τέταρτον

Καθ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας της Μάχης μέχρι να φτάσει η μέρα της σύγκρουσης οι Έλληνες μετακινούνταν τις βραδινές ώρες, έτσι ώστε να μην γίνουν ορατές οι κινήσεις τους, προς το μέτωπο των Περσών και μέχρι την ημέρα της Μάχης ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι φτάσανε 8 στάδια από το στρατόπεδο των Περσών δηλ όπως είδαμε και παραπάνω περίπου 1480μ. Ο λόγος που το κάνανε αυτό ήταν ότι οι Έλληνες γνώριζαν ότι οι Πέρσες είχαν πάγια τακτική πριν την τελική σύγκρουση και όταν ο αντίπαλος πλησίαζε προς την μεριά τους να ρίχνουν μια ομοβροντία 2-3 επαναλήψεων βελών από τους τοξότες τους.

Έτσι οι Έλληνες με αυτές τις βραδινές κινήσεις προσέγγισης προσπαθούσαν να μειώσουν την απόσταση από τους Πέρσες άρα και τις απώλειές τους. Το ερώτημα που γεννάται είναι πως οι Έλληνες κατάφεραν να προσεγγίσουν τους Πέρσες στο πεδίο της Μάχης χωρίς να έχουν σοβαρές απώλειες από τις ομοβροντίες βελών καθώς σε όλη την διάρκεια της μάχης σκοτώθηκαν μόνο 192 Έλληνες; Είναι ότι οι Πέρσες δεν ήξεραν σημάδι ; δεν μπορούσαν να τους πετύχουν για άλλους λόγους ή ότι δεν πρόλαβαν να το κάνουν;

Ανεξήγητο Πέμπτον

Η Μάχη του Μαραθώνα άρχισε στις 5.30 περίπου το πρωί και οι Πέρσες στρατηγοί διέταξαν οπισθοχώρηση στις 8 το πρωί δηλ μόλις 2,5 ώρες μετά την έναρξη της μάχης.Το παράξενο είναι πως όλα όσα γίνανε , γίνανε μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα.6.400 Πέρσες αποδεκατίστηκαν από ένα Ελληνικό στρατό που αριθμούσε το 1/10 της δικιάς τους δύναμης με φοβερή ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Πως είναι άραγε δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα;

Ανεξήγητα φαινόμενα στη Μάχη του Μαραθώνα πολλά αλλά όλα αυτά τα παραπάνω ερωτήματα δεν θα απαντηθούν ποτέ με 100% σιγουριά. Ένα μόνο είναι σίγουρο, ότι στη Μάχη του Μαραθώνα πήραν μέρος Έλληνες … και για τους Έλληνες ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ!

Η Μάχη του Μαραθώνα στη μνήμη του Σύγχρονου Ιράν

Η μάχη του Μαραθώνα με τη νικηφόρα έκβασή της για τους Αθηναίους σηματοδότησε την πρώτη νίκη των Ελλήνων σε βάρος των Αχαιμενιδών του αρχαίου Ιράν (Περσία) και προπομπό των νικών στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές μια δεκαετία αργότερα (480-479 π.Χ.).

Λόγω της καταλυτικής επιρροής του αρχαίου ελληνικού κόσμου και πολιτισμού στη διαμόρφωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη διαμόρφωση της Ελληνορωμαϊκής παιδείας και πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας, διαμορφώθηκε μια συγκεκριμένη λογοτεχνική παράδοση για τη μάχη του Μαραθώνα στο πλαίσιο της σύγκρουσης Ανατολής (Ιρανοί ή Πέρσες) και Δύσης (Ελλάδα). Παράλληλα, το Ελληνορωμαϊκό πρότυπο παιδείας και πολιτισμού διασώθηκε στο χρόνο και διαδόθηκε μέχρι και τη σημερινή εποχή, αποτελώντας τη βάση για τη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Ενώ στο διάστημα των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα επικράτησε στη Δύση η Ελληνορωμαϊκή προσέγγιση του ιστορικού αυτού γεγονότος, στο Ιράν διαμορφώθηκε μια εντελώς διαφορετική παράδοση, αντίκτυπος της οποίας παραμένει η στάση των σύγχρονων Ιρανών σε σχέση με το εν λόγω θέμα. Οι γραπτές Περσικές πηγές της αρχαίας περιόδου έως και τον 7ο αιώνα μ.Χ. δεν έχουν διασωθεί λόγω συστηματικών καταστροφών που υπέστησαν τα βασιλικά αρχεία των Αχαιμενιδών και των Σασανιδών κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και τον 7ο αιώνα μ.Χ. αντίστοιχα.

Συνεπώς, δεν έχει διατηρηθεί η γραπτή μαρτυρία του αρχαίου Ιράν για το ζήτημα της μάχης του Μαραθώνα. Εικάζεται ότι ο αντίκτυπος της ήττας των Αχαιμενιδών στο Μαραθώνα ήταν ισχυρός στο εσωτερικού του βασιλείου τους, καθώς ήταν μία από τις ελάχιστες ήττες που είχαν υποστεί μέχρι εκείνη την στιγμή στην ιστορία τους εν γένει. Ωστόσο, ο Μαραθώνας για τους Αχαιμενίδες ήταν μία από τις πολλές μάχες που διεξήγαγαν μακριά από το πολιτικό τους λίκνο.

Για τους Αθηναίους που αγωνίζονταν για την επιβίωσή τους, αλλά και για τη μορφοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η νίκη ήταν ανεκτίμητης σημασίας με αντίκτυπο πολύ σημαντικότερο στο εσωτερικό της Αθήνας από ό,τι ο αντίκτυπος της ήττας των Αχαιμενιδών εντός του βασιλείου τους. Στην Περσική λογοτεχνία από τον 8 αιώνα μ.Χ. μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα δεν έχει διασωθεί καμία αναφορά για τη μάχη του Μαραθώνα, στοιχείο που συνηγορεί στην υπόθεση ότι ο μέσος Ιρανός αλλά και η Ιρανική πολιτική και πνευματική ελίτ σε αυτή την περίοδο δεν είχαν διασώσει στη μνήμη τους το Μαραθώνα.

Η ιστορική γνώση του Μαραθώνα εισήχθη στην πνευματική παραγωγή του Ιράν κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα από την Ευρώπη μαζί με τη διαδικασία εθνογένεσης, που επίσημα και συστηματικά υιοθετήθηκε στο Ιράν από το 1925 και εντεύθεν επί δυναστείας Παχλεβί (1925-1979). Σε αυτή την περίοδο διαμορφώθηκε ακαδημαϊκά η έννοια της Εθνικής Συνέχειας του Ιρανικού έθνους στο χρόνο και η σύνδεση του σύγχρονου Ιράν με το αρχαίο παρελθόν του, δηλαδή τους Αχαιμενίδες (556-330 π.Χ.), Πάρθους (250 π.Χ. – 224 μ.Χ.) και τους Σασσανίδες (224-651 μ.Χ.).

Στο πλαίσιο της συστηματικής διαμόρφωσης της εθνικής ιδεολογίας κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 η ακαδημαϊκή ελίτ του Ιράν βασίστηκε στην Ελληνορωμαϊκή ιστοριογραφική παράδοση, λόγω της απουσίας αρχαίων Περσικών γραπτών πηγών σε πινακίδες, παπύρους και περγαμηνές, εκτός από μερικές επιγραφές σε σφηνοειδή γραφή. Ήταν ακριβώς σε αυτή την περίοδο που η μάχη του Μαραθώνα κατέστη γνωστή στον σύγχρονο Ιρανό. Με δεδομένη την συγκυρία της Ιρανικής εθνογένεσης η εν λόγω μάχη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία με αποφατικό περιεχόμενο για τον Ιρανικό εθνισμό.

Στα εγχειρίδια των διαφόρων βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος του Ιράν η σημασία της ήττας των Αχαιμενιδών παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται αποχρωματισμένη, καταλαμβάνοντας ελάχιστο χώρο στο πλαίσιο της Αχαιμενιδικής περιόδου. Παρουσιάζεται ως ένα ατυχές αποτέλεσμα χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την υπερδύναμη και την πλέον εκτεταμένη κρατική δύναμη της αρχαιότητας. Αντίθετα, σημασία στα ανωτέρω εγχειρίδια δίδεται στην ίδρυση της Αχαιμενιδικής δυναστείας από τον Κύρο Β΄ το Μέγα (546-530 π.Χ.) καθώς και την επέκταση του Αχαιμενιδικού βασιλείου επί Δαρείου Α΄ (522-486 π.Χ.).

 

Ακόμη και σήμερα, και παρά το ότι η ιδεολογία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν είναι αντίθετη με την έννοια του εθνισμού, το εθνικό στοιχείο στην εκπαιδευτική διαδικασία παραμένει ισχυρό και ομοίως η μάχη του Μαραθώνα συνεχίζει να διατηρεί στο μυαλό του μέσου Ιρανού σήμερα την εικόνα εκείνου του ιστορικού γεγονότος που ανέκοψε την επέκταση των Αχαιμενιδών προς τη Δύση, αλλά δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επίπτωση για τους Αχαιμενίδες, την υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου.

Και για τις δύο πλευρές όμως ο Μαραθώνας ήταν το πεδίο όπου διαδραματίστηκε μία από τις σημαντικές μάχες που χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν τον πολιτικό ανταγωνισμό Ανατολής και Δύσης. Πολιτιστικά ωστόσο η μάχη αυτή και για τους Έλληνες και τους Ιρανούς αποτελεί σημείο συνάντησης, αμοιβαίας ανταλλαγής και συνύπαρξης.

Ο Μαραθώνιος και η Μάχη του Μαραθώνα

«Δε με αφήνει να κοιμηθώ το τρόπαιο του Μιλτιάδη» («ουκ εά με καθεύδειν το Μιλτιάδου τρόπαιον»), συνήθιζε να λέει ο Θεμιστοκλής, εννοώντας ότι ζήλευε τη δόξα του Μιλτιάδη που έτρεψε σε φυγή τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα. Με τη νίκη του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, «μπόρεσε να κοιμηθεί». Εκείνο όμως που ούτε ο Θεμιστοκλής ούτε ο Μιλτιάδης φαντάζονταν, είναι ότι τη δόξα τους έκλεψε ένας ανώνυμος οπλίτης. Μετά τη μάχη, ξεκίνησε φορτωμένος τα όπλα του κι έκανε τη διαδρομή Μαραθώνας – Αθήνα, τρέχοντας.

Όταν έφτασε στο άστυ, αναφώνησε «Νενικήκαμεν» («νικήσαμε») κι έπεσε νεκρός. Ήταν ο πρώτος Μαραθωνοδρόμος. Ο Ηρόδοτος δεν κάνει τον κόπο να τον αναφέρει, καθώς στα χρόνια του η αποστολή αγγελιαφόρου μετά την όποια μάχη ήταν θέμα ρουτίνας. Ο πατέρας της Ιστορίας αναφέρει μόνο τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη που διέτρεξε σε τρεις μέρες την απόσταση Αθήνα – Σπάρτη για να μεταφέρει το μήνυμα των Αθηναίων ότι περσικός στόλος είχε φανεί στα μέρη τους και να ζητήσει από τους Σπαρτιάτες να συνδράμουν τους Αθηναίους.

Πρώτος, ο φιλόσοφος Ηρακλείδης ο Ποντικός («από τον Πόντο», 388 – περίπου 310 π.Χ.), πάνω από 150 χρόνια μετά τη μάχη, έγραψε με επιφύλαξη ότι το όνομα του οπλίτη ήταν Θέρσιππος (από τον δήμο των Ερωέων). Άλλοι, σύγχρονοί του, πίστευαν ότι ο οπλίτης ονομαζόταν Ευκλής. Επτακόσια χρόνια μετά τη μάχη, τον Β’ αιώνα μ.Χ., ο Λουκιανός ανέφερε ότι το όνομα του οπλίτη ήταν Φιλιππίδης. Όμως, ο περιηγητής Παυσανίας (επίσης τον Β’ αιώνα) ως Φιλιππίδη αναφέρει τον ημεροδρόμο που ο Ηρόδοτος αποκαλεί Φειδιππίδη.

Όπως και να έχει το ζήτημα, στους κατοπινούς αιώνες, η προφορική παράδοση αλλοίωσε τα γεγονότα. Η μάχη του Μαραθώνα ξεχάστηκε. Αυτή που έμεινε, ήταν η διαδρομή του ανώνυμου οπλίτη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μιλούσαν για μια παλιά «νίκη των Ελλήνων σε μάχη με τους Τούρκους»: Νίκησαν οι Έλληνες και δυο άνδρες, ένας ιππέας κι ένας πεζός, ανέλαβαν να φέρουν στην Αθήνα το άγγελμα της νίκης. Ο ιππέας κάπου χάθηκε. Ο πεζός πέρασε τρέχοντας από μια περιοχή, όπου του φώναζαν «σταμάτα, σταμάτα», για να τους πει το αποτέλεσμα της μάχης.

Την περιοχή την είπαν Σταμάτα. Ο δρομέας συνέχισε να τρέχει αλλά κάποια στιγμή κόντεψε να του βγει η ψυχή. Την περιοχή όπου αυτό συνέβη, την είπαν Ψυχικό. Από στόμα σε στόμα, γενιά με γενιά, το περιστατικό πήρε διαστάσεις θρύλου. Με την ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους, μετά την επανάσταση του 1821, οι αθλητικοί αγώνες άρχισαν να ανακτούν την παλιά τους αίγλη. Στα 1837, η γυμναστική μπήκε μάθημα στα σχολεία. Την ίδια χρονιά, έγινε προσπάθεια να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες:

Στον Πύργο της Ηλείας, πλάι στην Αρχαία Ολυμπία, 25η Μαρτίου κάθε τέσσερα χρόνια. Στα 1865, ένας νόμος μεριμνούσε για την «οριστική συγκρότησιν της των Ολυμπίων Επιτροπής». Στα 1868, ο Ιωάννης Φωκιανός ανέλαβε να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1870, που σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Ήταν ο ίδιος που θα αναλάμβανε και τη διοργάνωση του 1896, την πρώτη σύγχρονη διεθνή Ολυμπιάδα. Ήδη, από το 1829, μέσα στη μέθη της ανάστασης του Ελληνικού κράτους, κάποιοι Γάλλοι ξεκίνησαν ανασκαφές στην Ολυμπία. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Λούβρο.

Νέες συστηματικές ανασκαφές, Γερμανών, έγιναν ανάμεσα στα χρόνια 1875 και 1881. Ο αρχαίος χώρος αποκαλύφθηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και μαζί καλλιτεχνήματα σπάνιας τέχνης: Ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη του Παιωνίου, τα αετώματα του ναού κ.λπ. Ο εθνικός ευεργέτης, Ανδρέας Συγγρός, έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη και δημιουργήθηκε το μουσείο της Ολυμπίας που τα φιλοξένησε. Και ο επίσης εθνικός ευεργέτης, Γεώργιος Αβέρωφ, έστειλε ένα τηλεγράφημα στο παλάτι: «Αβέρωφ δωρίζει στάδιον». Και εννοούσε την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου.

Μεσολάβησαν οι ανασκαφές του Γερμανού ερασιτέχνη Ερρίκου Σλίμαν που αποκάλυψαν την Τροία στη Μ. Ασία (1870 – 1873) και τους βασιλικούς τάφους στις Μυκήνες (1874 – 1876). Μπροστά στην έκπληκτη Ευρώπη, η αρχαία Ελλάδα του μύθου ξαναγεννιόταν κι έπαιρνε σάρκα και οστά. Οι θρύλοι αποδεικνύονταν γεγονότα αληθινά. Τον ίδιο καιρό, στη νικημένη από τους Γερμανούς (πόλεμος 1870 – 1871) Γαλλία, δυο φίλοι, ο γεννημένος το 1832 Μισέλ Αλφρέντ Ζυλ Μπρελ και ο κατά τριάντα χρόνια νεότερός του, βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν (γεννήθηκε το 1863), μοχθούσαν για μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη χώρα τους.

Ο Κουμπερτέν την έβλεπε μέσα από την ανάπτυξη του αθλητισμού. Ο Μπρελ μέσα από την αναβίωση της κλασικής φιλολογίας, της οποίας ήταν εραστής. Στα 1892, ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν πρότεινε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί αγώνες ως διεθνής διοργάνωση. Τους ήθελε να διεξάγονται μόνιμα στη Γαλλία για να μετατραπούν σε πόλο έλξης για τη νεολαία. Για τον σκοπό αυτό, οργανώθηκε στο Παρίσι (1894) διεθνές συνέδριο. Όμως, οι συμπατριώτες του δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Κρυφή ελπίδα των Ελλήνων που μετείχαν στη σύνοδο, ήταν να οριστεί η Ελλάδα τόπος μόνιμης τέλεσης των αγώνων.

Τελικά, η απόφαση του συνεδρίου ήταν οι αγώνες να γίνονται σε διαφορετική πόλη και χώρα, κάθε τέσσερα χρόνια, με την Ελλάδα να αναλαμβάνει τιμητικά την οργάνωση της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας. Ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο συνέδριο, λογοτέχνης Δημήτριος Βικέλας (1835 – 1908), την αποδέχτηκε. Και στο Καλλιμάρμαρο μια θέση ορίστηκε για τον εμπνευστή της αναβίωσης, Κουμπερτέν, το όνομα του οποίου σκαλίστηκε στο μάρμαρο. Ημέρα έναρξης, η 25η Μαρτίου 1896, ανήμερα του Πάσχα (5 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο).

Αρχαιολάτρης, ο Μισέλ Μπρελ πρότεινε στον Κουμπερτέν να προστεθεί ένα νέο αγώνισμα που θα τόνιζε την ανθρώπινη προσπάθεια και θα συνέδεε την διοργανώτρια πόλη με το ένδοξο αρχαίο της παρελθόν: Τον δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο, σε ανάμνηση της θρυλικής διαδρομής του ανώνυμου οπλίτη, που ανάγγειλε τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Θα ήταν η κορύφωση του συνθήματος «citius, altius, fortius» («πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά») που έγινε το σήμα των αγώνων. Και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε βαρύτιμο ασημένιο κύπελλο για τον νικητή. Η πρόταση έγινε δεκτή.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 

Μιλτιάδης ο Νεότερος 554 π.Χ. – 489 π.Χ.

Γεννημένος περί το 550 π.X. στην Αθήνα, ο Μιλτιάδης ο νεότερος (όπως έμεινε στην ιστορία αφού ήταν ανιψιός του Μιλτιάδη του πρεσβύτερου) αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση μεταξύ των σύγχρονών του και τον πρώτο ίσως από εκείνους τους Αθηναίους που κατανόησαν το δυναμικό της πόλης τους και χρησιμοποίησαν το δήμο – ή και χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν – για επεκτατικούς σκοπούς. Oι άνδρες αυτοί θα έδιναν το μέτρο της ισχύος της Αθήνας, είτε δρώντας στα πλαίσια του δήμου είτε αυτοβούλως και με ίδια μέσα.

O Μιλτιάδης είχε πλουσιότατη δράση σε όλα τα πεδία. Γόνος πλούσιας και πολιτικά ισχυρής οικογένειας των Αθηνών, το 516 π.X. σφετερίζεται την εξουσία στις Ελληνικές πόλεις της Χερσονήσου της Θράκης και εγκαθίσταται ως τύραννος, πιθανότατα με την ανοχή (αν όχι τη βοήθεια) των Περσών. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο Μιλτιάδης το 513 συνεξεστράτευσε με τους Πέρσες κατά των Σκυθών στην «άτυχη» εκστρατεία του Δαρείου, ωστόσο ήδη κατά την επιστροφή από τη Σκυθία, διέκοψε τις σχέσεις του με τον Μεγάλο Βασιλέα, αφού διαφάνηκε ότι απεργαζόταν τρόπους να μεγιστοποιήσει την καταστροφή των Περσών.

Καθώς είχε τεθεί επικεφαλής των στρατευμάτων που φυλούσαν τις γέφυρες που χρησιμοποίησε το στράτευμα του Δαρείου, μόλις τα νέα για την αποτυχία του επικυρίαρχού του έφθασαν στα αυτιά του, παρότρυνε τους συστρατηγούς του να καταστρέψουν τις γέφυρες και να αφήσουν το Δαρείο να υποκύψει στην πείνα και στις επιδρομές των Σκυθών. Aν και οι υπόλοιποι διοικητές δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε μία τέτοια κίνηση, ο Δαρείος αργότερα ενημερώθηκε για τις συμβουλές του «υπηκόου» του και από τότε διατηρούσε ένα άσβεστο μίσος γι’ αυτόν.

Πάντως, ο Μιλτιάδης συνέχιζε να ασκεί την εξουσία στη Χερσόνησο, μέχρι την Ιωνική επανάσταση, στην οποία μετείχε, με αποτέλεσμα να κάνει ακόμη δυσκολότερη τη συνύπαρξή του με τον Δαρείο. Μετά την καταστολή της επανάστασης, ο Μιλτιάδης, που στο μεταξύ είχε προλάβει να καταλάβει τη Λήμνο, στην οποία κατοικούσαν Πελασγοί, και να την αποδώσει στους Αθηναίους, αναγκάστηκε να βάλει σε μερικές τριήρεις κάποιους από τους κατοίκους της Χερσονήσου και τους πιστότερους συνεργάτες του και να μεταβεί στην Αθήνα, για να αποφύγει την εκδίκηση των Περσών.

Φτάνοντας στη γενέτειρά του, κατηγορήθηκε ως τύραννος – που όντως, ήταν – αλλά με την πανουργία του κατάφερε να αντιστρέψει την κατάσταση και όχι μόνο απηλλάγη των κατηγοριών, αλλά εξελέγη ως ένας από τους 10 στρατηγούς της χρονιάς εκείνης. Ήταν το 490 π.X. και λίγο καιρό μετά την εκλογή του Μιλτιάδη, οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα. H νίκη στη φερώνυμη μάχη, που ήταν εν πολλοίς έργο του ιδιοφυούς Μιλτιάδη, τον έφερε στο ανώτερο σημείο της δύναμής του.

Κατόρθωσε να πείσει την επόμενη χρονιά τους Αθηναίους (που δειλά-δειλά ξεκινούσαν μία επεκτατική πολιτική που θα κορυφωνόταν στα μέσα του 5ου αιώνα μετά και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν στην απόκρουση της εισβολής του Ξέρξη) να του διαθέσουν το σύνολο του στόλου της Aθήνας και δυνάμεις πεζικού για μία εκστρατεία ενάντια σε νησιά που υποστήριξαν τους Πέρσες.

Αντικειμενικός σκοπός του πανούργου Μιλτιάδη ήταν να προσθέσει τα νησιά αυτά στην Αθηναϊκή σφαίρα επιρροής και να τα καταστήσει μία προχωρημένη εστία αντίστασης σε τυχόν μελλοντική Περσική εισβολή που θα ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο με τη δύναμη των Δάτι και Αρταφέρνη. Ωστόσο, μάλλον υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του και τη δύναμη της Αθήνας να επιβάλλει τη θέλησή της με τα όπλα, καθώς η πρώτη επίθεσή του κατά της Πάρου απέτυχε παταγωδώς και μάλιστα ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο μηρό.

Mε την επιστροφή του στην Αθήνα, οι πολυάριθμοι, πλέον, αντίπαλοί του κατόρθωσαν να πετύχουν την καταδίκη του σε θάνατο, η οποία τελικώς μετατράπηκε σε πρόστιμο 50 ταλάντων. Δεν επρόκειτο να ζήσει όμως αρκετά για να πληρώσει το πρόστιμο, αφού λίγες μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή, συνεπεία γάγγραινας που προκάλεσε το τραύμα του.

O γιος που απέκτησε με την Ηγεσιπύλη, την κόρη του Θράκα Βασιλέα Ολόρου, ο Κίμωνας, όχι μόνο ανέλαβε να πληρώσει το πρόστιμο του πατέρα του, αλλά εν συνεχεία εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έδρασαν την εποχή της εδραίωσης της Αθηναϊκής ισχύος, τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τους Περσικούς Πολέμους. Η θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον στρατηγό Μιλτιάδη. Ο Μιλτιάδης είχε βαριά κληρονομιά.

Ο πατέρας του, ο Κίμων, υπήρξε τρις Ολυμπιονίκης στο άρμα, ενώ ο θείος του, του οποίου το όνομα έφερε, ήταν ο ιδρυτής ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου, υπό Αθηναϊκή κηδεμονία, στη Θρακική Χερσόνησο (σημερινή Διώρυγα της Καλλίπολης). Ο «θείος» Μιλτιάδης δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και κληροδότησε τη γη του στον ανιψιό του. Περί το 526 μ.Χ. ο Μιλτιάδης αναχώρησε για τη Χερσόνησο, όπου ενδυνάμωσε την κυριαρχία του, φυλάκισε τους εχθρούς του και θωρακίστηκε με μια προσωπική φρουρά 500 ανδρών με τον ίδιο τρόπο που θωρακίζεται ένας τύραννος.

Την ίδια εποχή παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, τη θυγατέρα ενός ηγεμόνα της Θράκης. Λίγο αργότερα όμως υποτάχθηκε στον Δαρείο, ο οποίος άπλωνε με γρήγορους ρυθμούς την κυριαρχία του στην Ευρώπη. Ο Μιλτιάδης τότε έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Δαρείου (513 μ.Χ.) εναντίον των Σκυθών. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, διέταξε την καταστροφή της γέφυρας του Δούναβη προκειμένου να εμποδίσει τη φυγή του Δαρείου, δείχνοντας έτσι ήδη τα «αντιπερσικά» αισθήματά του.

Πρόκειται για μια ιστορία όμως που δεν είναι καθόλου βέβαιη διότι ο Μιλτιάδης δεν κυνηγήθηκε ποτέ από τους Πέρσες. Είναι όμως γεγονός ότι, όταν ξέσπασε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών, το 499 μ.Χ., ο Μιλτιάδης αποφάσισε να συμμαχήσει με τους στασιαστές και να συνάψει φιλικές σχέσεις με την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Πιθανότατα κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Μιλτιάδης κατέλαβε τις νήσους Λήμνο και Ίμβρο, τις οποίες τελικά παρέδωσε στους Αθηναίους.

Η Ιωνική Επανάσταση κατεπνίγη το 494 μ.Χ. και έναν χρόνο μετά, όταν ο στόλος του Δαρείου ξεπρόβαλε στη Χερσόνησο, ο Μιλτιάδης φόρτωσε πέντε πλοία με την περιουσία του και κατέφθασε στην Αθήνα. Ένα από τα πλοία, με πλοίαρχο τον μεγαλύτερο γιο του Μιλτιάδη, τον Μετίοχο, αιχμαλωτίστηκε. Ο Μετίοχος μεταφέρθηκε στην Περσία, ως αιχμάλωτος πολέμου, αλλά ο Δαρείος τού φέρθηκε έντιμα και με σεβασμό δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την εκτίμησή του για τον Μιλτιάδη.

Η προέλευση του Μιλτιάδη ήταν ενδεικτική για το ότι η παρουσία του θα προκαλούσε αναταραχές στην Αθήνα. Η γυναίκα του Μιλτιάδη ήταν ξένη και όχι Ελληνίδα (η οποία του απέφερε και δεύτερο γιο, τον Κίμωνα, το 510 μ.Χ.). Το παρελθόν του και ο τίτλος του τυράννου σκίαζαν το πρόσωπό του, ακόμη και όταν θριαμβευτικά οδήγησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών.

Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε ο Μιλτιάδης ως ένας από τους δέκα στρατηγούς των δυνάμεων των Αθηναίων ανάμεσα σε 493 υποψηφίους ήταν ασφαλώς το ότι γνώριζε τον Δαρείο και τις κινήσεις των Περσών έχοντας στο παρελθόν πολεμήσει στο πλευρό τους. Ο Μιλτιάδης, μάλιστα, σε αντίθεση με τον Θεμιστοκλή δέκα χρόνια αργότερα στη Σαλαμίνα, επιθυμούσε συνεργασία με τη Σπάρτη, αντίληψη η οποία υποστηριζόταν από Αθηναίους γαιοκτήμονες καθώς και την αγροτική «μεσαία» τάξη.

Μετά τον θρίαμβο στη Μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης θεωρήθηκε ήρωας της Αθήνας. Προκειμένου να εδραιώσει τη νίκη του, την άνοιξη του 489 μ.Χ., με έναν στόλο 70 πλοίων, αποφάσισε να χτυπήσει τον στόλο των Περσών στο Αιγαίο και να τιμωρήσει τη Νάξο που τους είχε προσφέρει βοήθεια. Η νίκη ήρθε εύκολα και η Νάξος καταστράφηκε. Ο επόμενος στόχος, όμως, η Πάρος, πρόβαλε μεγάλη αντίσταση. Η πολιορκία διήρκεσε 26 ημέρες, χωρίς οι Αθηναίοι να μπορέσουν να πατήσουν το πόδι τους στο νησί.

Ο Μιλτιάδης τραυματίστηκε στον μηρό από ένα βέλος και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Αθήνα άπραγος. Η ήττα του στην Πάρο κακοφάνηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι έδειξαν να λησμονούν τη μεγάλη προσφορά του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι Αλκμεωνίδες, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσουν τη δίκη του Μιλτιάδη για την αποτυχία του στην Πάρο, δίκη που απαίτησε ο Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.

Λίγες ημέρες αργότερα ο ήρωας του Μαραθώνα, με πρησμένο πόδι από το τραύμα το οποίο είχε μολυνθεί, οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Οι Αθηναίοι τον εγκατέλειψαν στην τύχη του. Με μοναδικό υπερασπιστή τον αδελφό του Στησαγόρα ο Μιλτιάδης κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πληρώσει 50 τάλαντα. Ο Μιλτιάδης όμως πέθανε σχεδόν αμέσως στη φυλακή από γάγγραινα.

Ο Μυστηριώδης Πολεμιστής Εχετλαίος

Ο περιηγητής και ιστορικός Παυσανίας επισκέφτηκε την «ποικίλη στοά των Αθηνών» η οποία ονομαζόταν έτσι λόγω της ποικιλίας των τοιχογραφιών που διέθετε. Στην τελευταία αναπαράσταση απεικονίζονταν όλοι εκείνοι που είχαν πολεμήσει στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. (δηλ 700 χρόνια νωρίτερα). Στην αναπαράσταση αυτή οι φημισμένοι ζωγράφοι Πάναινος και Μίκων φρόντισαν να ξεχωρίζει ο Πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο Στρατηγός Μιλτιάδης και ακόμα ένας ήρωας για τον οποίον δεν είχαν στοιχεία, τον οποίον ονόμασαν Εχετλάιο.

Με το περίεργο όνομα αυτό λοιπόν τίμησαν οι Αθηναίοι τον άγνωστο ήρωα ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην την νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών. Στην μάχη εκείνη είχε εμφανιστεί ξαφνικά στο ελληνικό στρατόπεδο κάποιος άγνωστος άνδρας ντυμένος με στολή την οποίαν παρομοίασαν σαν χωρικού, κρατώντας στα χέρια του ένα όπλο το οποίο έμοιαζε σαν εχέτλη (= λαβή αρότρου-δηλ σαν κοντάκι σημερινού όπλου), αντί των γνωστών όπλων της εποχής. Με αυτό το όπλο χτυπούσε τους εχθρούς και τους εξόντωνε από μια σχετική απόσταση.

Μετά τη μάχη, ο άγνωστος άνδρας εξαφανίστηκε, με τον ίδιο τρόπο που είχε εμφανιστεί και κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γι’ αυτόν, ούτε το όνομά του. Ο Ηρόδοτος δίνει μια άλλη διάσταση στον άγνωστο αυτόν πολεμιστή και το όπλο του, περιγράφει λοιπόν ότι στην μάχη του Μαραθώνα σκοτώθηκαν 6.400 Πέρσες και 192 Αθηναίοι. Κατά την διάρκεια της συγκρούσεως συνέβη κάτι πολύ παράξενο, ένας Αθηναίος στρατιώτης, ο Επίζηλος, γιός του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία στήθος με στήθος ξαφνικά έχασε την όραση του και στα δύο του μάτια, παρόλο που δεν τον είχε ακουμπήσει τίποτα, ούτε δόρυ ούτε ξίφος ούτε βέλος τόξου.

Συνεχίζοντας ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Επίζηλος διηγείται ότι είδε έναν μεγαλόσωμο οπλίτη που η γενειάδα του κάλυπτε ολόκληρη την ασπίδα του, και ότι αυτό το φάντασμα κρατούσε στα χέρια του ένα πολύ φωτεινό όπλο! Πέρασε ακριβώς δίπλα του, σκοτώνοντας Πέρσες αντιπάλους και αυτή η σκήνη ήταν η τελευταία που είδε ο Επίζηλος γιατί από κάποια υπερβολική λάμψη, τυφλώθηκε! Οι Αθηναίοι ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών να μάθουν ποιος ήταν ο άγνωστος ήρωας που πολέμησε μαζί τους και το Μαντείο τους έδωσε την απάντηση πως έπρεπε να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο.

«Συνέβη δε ως λέγουσιν, άνδρα εν τη μάχη παρείναι το είδος και την σκευήν άγροικον. Ούτος των βαρβάρων πολλούς καταφονεύσας αρότρω, μετά το έργον ην αφανής. Ερομενοις δε Αθηναίοις άλλο μεν ο θεός ες αυτόν έχρησεν ουδέν, τιμάν δε Εχετλαίον εκέλευσεν ήρωα.» 

Κύρος ο Μέγας 600 π.Χ. – 530 π.Χ.

Ο Κύρος Β΄ ο Μέγας, ή Κύρος ο πρεσβύτερος, ήταν βασιλέας των Περσών που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., ο μεγάλος κατακτητής και ο σημαντικότερος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών. Γεννήθηκε γύρω στο 600 π.χ. και πέθανε το 530 π.χ. η βασιλεία του σύμφωνα με τις πηγές διήρκεσε από 29 ή 31 χρόνια, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών με πλήθος από τίτλους.

Ο Ξενοφών αναφέρει ότι ήταν γιος του Καμβύση Α’και της Μανδάνης, κόρης του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, που μεγάλωσε στην αυλή του και σε ηλικία 16 χρονών νίκησε κι έδιωξε τους Ασσύριους. Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του παππού του Κύρου Α΄ και τελικά επικράτησε. Μεγάλωσε την έκταση του κράτους του κατακτώντας τους διάφορους γειτονικούς του λαούς, στους οποίους φέρθηκε με επιείκεια.

Οι κατακτήσεις του επεκτάθηκαν από το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο ως τον Ινδό ποταμό, ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία, οι κατακτήσεις του Κύρου τον έκαναν κυρίαρχο της Ασίας. Οι σπουδαιότερες Αυτοκρατορίες που κατέλαβε ήταν οι νέο – Βαβυλώνιοι, οι Μήδοι και το πανίσχυρο εκείνη την εποχή βασίλειο των Λυδών του Κροίσου το οποίο κυριαρχούσε εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Μικρά Ασία.

Η κατάκτηση της Λυδίας και η κατάλυση του βασιλείου του Κροίσου ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ασίας για λογαριασμό του Κύρου, η επόμενη περιοχή που σχεδίαζε να κατακτήσει ήταν η Αίγυπτος αλλά δεν έγινε επειδή τον πρόλαβε ο θάνατος. Σύμφωνα με την ιστορία που διασώζει ο Ηρόδοτος όταν ήταν ο Κροίσος πάνω από την αναμμένη πυρά του Κύρου φώναξε τρεις φορές το όνομα του Αθηναίου σοφού Σόλωνα ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει για τις παλινωδίες της τύχης.

Ο Κύρος όταν έμαθε την ιστορία σχετικά με την συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα χάρισε στον Λυδό βασιλιά την ζωή και τον κράτησε σύμβουλο ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του. Ο Κύρος Β’ σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είναι ο πρώτος βασιλιάς στην ιστορία που έκανε την διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα κατέγραψε από το 539 π.χ. ως το 530 π.χ. στον περίφημο Κύλινδρο του Κύρου. Μοίρασε την απέραντη Αυτοκρατορία του σε Σατραπείες με ανώτερο κυβερνήτη τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά (σάχη) ο οποίος είχε τα ανάκτορα του στις Πασαργάδες.

Το 549 π.Χ., 60 χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα, ο Κύρος ο Μέγας ενοποίησε όλες τις φυλές στο τμήμα αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Κεντρικό Ιράν. Ξεχύθηκε από τα βουνά μ’ ένα στρατό που αποτελείτο από ελαφρύ και βαρύ πεζικό, καθώς και από ιππικό. Ήταν αυτός που συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του ιππικού και προσλάμβανε φυλές που είχαν μεγαλώσει με τα άλογα, ξεκινώντας έτσι την παράδοση του ιππικού στον περσικό στρατό. Όταν ο Περσικός στρατός άρχιζε τις εχθροπραξίες, συνήθως αποτελείτο κατά 80% από πεζικό και κατά 20% από ιππικό.

Αυτός ο συνδυασμός καθιστούσε τους Πέρσες ασταμάτητους στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Καθώς το πεζικό χτυπούσε το μέτωπο της εχθρικής γραμμής, το ιππικό επιτίθετο από τα πλευρά, προκαλώντας τη διάσπαση της εχθρικής γραμμής. Μέσα σε είκοσι χρόνια, ο Κύρος κατέκτησε τέσσερα μεγάλα βασίλεια σε όλη την Ασία: τη Μυδία, τη Λυκία, τη Λυδία και τελικά το 539 π.Χ. ανέτρεψε την ισχυρή Βαβυλώνα. Κυβερνούσε τώρα μια Αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο.

Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη Αυτοκρατορία στη μακρά ιστορία των Αυτοκρατοριών της Εγγύς Ανατολής. Διαίρεσε την Αυτοκρατορία του σε επαρχίες, που ονομάστηκαν Σατραπείες. Αντί να αναγκάσει τους κατακτημένους λαούς να υιοθετήσουν τις Περσικές πεποιθήσεις, ο Κύρος τους επέτρεψε να αυτοκυβερνούνται και να ασκούν τη δική τους θρησκεία. Αν και έπρεπε να πληρώνουν φόρους στην κεντρική κυβέρνηση, μπορούσαν να διατηρούν βασικά τον τρόπο ζωή τους.

Έτσι δεν υπήρχε προσπάθεια επιβολής μιας ενιαίας θρησκείας ή ενός ενιαίου πολιτικού κώδικα. Πολλοί θεωρούσαν τον Κύρο ως απελευθερωτή. Αυτή η μορφή διακυβέρνησης ήταν σχεδόν ανήκουστη στον αρχαίο κόσμο. Μήπως όμως αυτό οδήγησε ακούσια στην αντίσταση των Αθηναίων στον Μαραθώνα; Ο θάνατός του περιβάλλεται από πλήθος θρύλων, που αναφέρουν διάφοροι συγγραφείς κατά τον Ξενοφώντα, πέθανε μετά από τη νίκη του εναντίον των Σκυθών.

Ο Ηρόδοτος αντίστοιχα λέει στο βιβλίο του (Ηροδότου ιστορίες, Κλειώ, 201) ότι ο Κύρος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Μασσαγετών και της βασίλισσας τους Τόμυρις ενός βάρβαρου Ιρανικού λαού που ταυτίζεται με τους Σκύθες. Σύμφωνα με τις παραδόσεις πέθανε πολεμώντας το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από την Τόμυρις και μεταφέρθηκε αργότερα στις Πασαργάδες όπου και θάφτηκε.


Ήταν ο θεμελιωτής του μεγάλου κράτους των Περσών της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών γι’αυτό πήρε το προσωνύμιο Μέγας. Όρισε διάδοχο του τον μεγαλύτερο γιο του Καμβύση Β’αλλά σύμφωνα με εντολή της διαθήκης του κληροδότησε στον μικρότερο γιο του Σμέρδι τις ανατολικές Αατραπείες της Αυτοκρατορίας του.

Δαρείος Α’ 550 π.Χ. – 486 π.Χ.

Ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπους από το γένος των Αχαιμενιδών, υπήρξε βασιλιάς της Περσίας από το 521 ως το 485 π.Χ. Αρχικά, ως στρατηγός, ήταν επικεφαλής της εξέγερσης της Δυτικής Περσίας κατά της εξουσίας και των μεταρρυθμίσεων του θρησκευτικού ηγέτη Γαυμάτα. Με άλλους συνεργάτες ο Δαρείος οργάνωσε το 522 π.Χ. τη δολοφονία του Γαυμάτα και ανέβηκε στον θρόνο της Περσίας. Αποκατέστησε τον στρατό στην προνομιακή θέση που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις.

Αφαίρεσε επίσης από τις υποταγμένες στην Περσία χώρες προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Γαυμάτα. Έτσι εξηγούνται οι εξεγέρσεις που προκάλεσε η αποκατάσταση της δυναστείας των Αχαιμενιδών σε διάφορες υποδουλωμένες στους Πέρσες περιοχές και προπάντων στην Βαβυλωνία, στο Ελάμ, στην Παρθία, στην Αίγυπτο και στη Μηδία. Μέσα σε έναν χρόνο ο Δαρείος κατέπνιξε βίαια όλες τις εξεγέρσεις. Ιδιαίτερη σκληρότητα επέδειξε στη Μοργιανή που δεν εννοούσε να υποταχθεί.

Οι επαναστάτες που σκότωσε εκεί ξεπέρασαν τις 55.000. Τα γεγονότα αυτά που πραγματοποιήθηκαν στην αρχή της βασιλείας του φρόντισε να τα διαιωνίσει με την επιγραφή που χάραξε στον βράχο Μπεχιστούν, στην κοιλάδα Κερμανσάχ, βορείως του αρχαίου Ελάμ. Εκεί σε μεγάλο ύψος χάραξε σε σφηνοειδή συλλαβική γραφή 400 στίχους, σε τρεις γλώσσες, Περσική, Ελαμική και Ακκαδική. Πάνω από την επιγραφή εικονίζεται ο ίδιος σε ανάγλυφη παράσταση να θριαμβεύει μπρος στον δεμένο Γαυμάτα και σε οκτώ άλλους επαναστάτες αρχηγούς.

Με κομπασμό αναφέρεται ότι μέσα σε έναν χρόνο κερδήθηκαν 19 μάχες, αιχμαλωτίστηκαν εννέα βασιλείς και αποκαταστάθηκε το περσικό κράτος σε ολόκληρη την παλαιά του έκταση ως τον Καύκασο. Η οργάνωση του κράτους από τον Δαρείο υπήρξε πρωτοπόρα για την εποχή του. Οι διοικητικές ικανότητές του φάνηκαν με τις μεταρρυθμίσεις που επέφερε στην Περσική διοίκηση προκειμένου να δημιουργήσει κάποια ενότητα στο αχανές κράτος, με τους πολλούς λαούς και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής, πολιτισμούς, γλώσσες και παραδόσεις.

Πρώτα απ’ όλα ενίσχυσε στο ανώτατο όριο την κεντρική εξουσία στηριζόμενος στον στρατό. Η λεγομένη επιγραφή του Ναξιστουρέμ βεβαιώνει ότι μόνο ο μεγάλος βασιλιάς είχε το δικαίωμα να τιμωρεί ή να αμείβει. Ακόμη και για μια απλή παράβαση της αυλικής εθιμοτυπίας ο φταίχτης τιμωρούνταν σκληρά, όσο επιφανής και αν ήταν. Στις επαρχίες ιδρύθηκαν διοικητικά κέντρα με πολυάριθμους υπαλλήλους.

Σύνδεσμοι μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των επαρχιών ήταν οι ονομαζόμενοι «οφθαλμοί του βασιλέως», άνθρωποι δηλαδή της τυφλής εμπιστοσύνης του Δαρείου οι οποίοι περιόδευαν τις επαρχίες (σατραπείες) και ήλεγχαν για λογαριασμό του τα εισοδήματα και τη διοίκηση των σατράπηδων. Επί Δαρείου η Περσική Αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε 20 Σατραπείες. Καθεμιά έπρεπε να καταβάλλει στον βασιλιά ετήσιο φόρο. Η Αίγυπτος π.χ. πλήρωνε 700 αργυρά τάλαντα τον χρόνο και η Βαβυλωνία 1.000.

Το συνολικό ποσό των φόρων που συγκέντρωνε η κεντρική διοίκηση από όλες τις Σατραπείες ήταν 14.560 τάλαντα (πάνω από 400 τόνους ασήμι). Οι μόνοι που ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους ήταν οι κάτοικοι των κυρίως περσικών εδαφών. Οι Σατράπηδες, συνήθως Πέρσες ευγενείς, εξασφάλιζαν την είσπραξη των καθορισμένων φόρων για το βασιλικό ταμείο και εφάρμοζαν τις διαταγές του βασιλιά. Εξαιτίας όμως του συστήματος της ενοικίασης του δικαιώματος είσπραξης των φόρων σε πλουσίους, οι οποίοι προπλήρωναν το καθορισμένο ποσό του φόρου, συνήθως εισπράττονταν περισσότεροι.

Όσον αφορά τη στρατιωτική οργάνωση της Αυτοκρατορίας του, ο Δαρείος είχε φροντίσει σε κάθε σατραπεία να εδρεύει στρατιωτική δύναμη υπό τη διοίκηση στρατιωτικού διοικητή και όχι του σατράπη. Από τον Ξενοφώντα έχουμε την πληροφορία ότι οι Σατράπηδες και οι στρατιωτικοί διοικητές αλληλοελέγχονταν ώστε να περιορίζονται οι απολυταρχικές τάσεις. Οι στρατιωτικοί διοικητές βρίσκονταν υπό τις διαταγές πέντε ανώτατων στρατιωτικών ηγετών.

Σε περίπτωση εξέγερσης ή εισβολής εχθρού ο στρατός μεταφερόταν με ταχύτητα χρησιμοποιώντας το καλά οργανωμένο οδικό δίκτυο. Στη «βασιλική οδό», που ένωνε την Έφεσο με τα Σούσα, όπως και στους άλλους δρόμους που διακλαδώνονταν σε όλη την έκταση του Περσικού κράτους, υπήρχαν κατά διαστήματα σταθμοί με βοηθητικές εγκαταστάσεις, με ταχυδρομεία με ιππείς, οι οποίοι διένειμαν το βασιλικό ταχυδρομείο με το σύστημα της σκυταλοδρομίας.

Η καλή οικονομική πρόοδος του περσικού κράτους στα χέρια του Δαρείου πιστοποιείται από την κυκλοφορία του Δαρεικού, χρυσού νομίσματος (βάρους 8,4 γραμμαρίων) που εικόνιζε τον βασιλιά ως τοξότη. Οι Δαρεικοί κυκλοφορούσαν όχι μόνο στην Αυτοκρατορία αλλά και στις γειτονικές της χώρες και ιδιαίτερα στις Ελληνικές πόλεις, όπου είχαν μεγάλη αξία. Η κοπή των Δαρεικών διευκόλυνε την ανάπτυξη του Περσικού εμπορίου και βοηθήθηκε από τη διάνοιξη της διώρυγας από τον Δαρείο μεταξύ Σουέζ και Νείλου.

Στην εξωτερική πολιτική του ο Δαρείος υπήρξε επεκτατικός. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή του Ναξιστουρέμ, η οποία μας πληροφορεί ότι επτά λαοί κατακτήθηκαν από τον στρατό του μετά το έτος 517 π.Χ., μεταξύ των οποίων και οι Θράκες. Αφορμή για την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Ελληνικών αποικιών του Ανατολικού Αιγαίου και έναυσμα των Ελληνοπερσικών πολέμων υπήρξε η βοήθεια την οποία έστειλαν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς στους Ίωνες κατά τη διάρκεια της εξέγερσής τους εναντίον του.

Δευτερεύουσα αφορμή απετέλεσε και το αίτημα του έκπτωτου τυράννου των Αθηνών Ιππία να τον συνδράμει στην ανάκτηση της εξουσίας του. Ο Δαρείος Α´ πέθανε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέμων το 486 π.Χ. Ετάφη κοντά στην Περσέπολη, στη νεκρόπολη των Περσών βασιλιάδων. Ο λαξευμένος στον βράχο επιβλητικός τάφος του σώζεται ως σήμερα.

 

πηγές: https://theancientwebgreece.wordpress.com/2015/04/07/%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CF%89%CE%BD%CE%B1-490-%CF%80-%CF%87-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B1/#more-599

https://theancientwebgreece.wordpress.com/2015/04/07/%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CF%89%CE%BD%CE%B1-490-%CF%80-%CF%87-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B2/#more-606